Τα τελευταία χρόνια το επιστημονικό ενδιαφέρον φαίνεται να μετατοπίζεται από την κλασική έννοια της θερμίδας, είτε αυτή προέρχεται από το λίπος και τους υδατάνθρακες είτε από τις πρωτεΐνες και το αλκοόλ.
Αυτό που μαγνητίζει τον επιστημονικό κόσμο είναι η έννοια της ενεργειακής πυκνότητας των τροφίμων, δηλαδή το ποσό της ενέργειας που περικλείεται σε συγκεκριμένο όγκο τροφής. Επομένως, τα λαχανικά και τα φρούτα, για παράδειγμα, είναι Χαμηλής Ενεργειακής Πυκνότητας (ΧΕΠ) τρόφιμα, καθώς αποδίδουν λίγες θερμίδες, ενώ τα γλυκά, τα πατατάκια και τα λουκάνικα είναι Υψηλής Ενεργειακής Πυκνότητας (ΥΕΠ), αποδίδοντας πολλές θερμίδες για συγκεκριμένο όγκο τροφής. Τα ΧΕΠ τρόφιμα είναι πλούσια σε διαιτητικές ίνες και νερό, ενώ τα ΥΕΠ κυρίως σε λιπαρά και ζάχαρη. Γίνεται, λοιπόν, σαφές τουλάχιστον από ένα πρώτο επίπεδο προσέγγισης, ότι τα πρώτα είναι πλούσιας θρεπτικής αξίας τρόφιμα, ενώ τα δεύτερα μικρότερης.
Διάφορες μελέτες έχουν δείξει πως η υπερφαγία (χαρακτηριστικό της παχυσαρκίας) συνδέεται με υψηλής πυκνότητας λιπαρά φαγητά, ένα φαινόμενο που περιγράφεται ως «high-fathyperphagia», ενώ ένας επιστήμονας που έχει ασχοληθεί με τον συγκεκριμένο χώρο, ο Macdiarmid, με τους συνεργάτες του έδειξε ότι το BMΙ αυξάνεται για υψηλά ποσοστά πρόσληψης λίπους (>45%) και συνεπώς με ΥΕΠ τρόφιμα. Παράλληλα, η σημερινή εποχή με τους γρήγορους ρυθμούς της ευνοεί την κατανάλωση γρήγορου και εύκολου φαγητού από τα ταχυφαγεία. Η ενεργειακή πυκνότητα σε αυτά ενός μέσου γεύματος είναι 1.100 KJ/100 gr, δηλαδή περίπου διπλάσια από το συνιστώμενο ως υγιεινό γεύμα (525 KJ/100 gr) και 145% περισσότερη από τη μέση δίαιτα στην Αφρική (450 KJ/100 gr).
Τα ΥΕΠ είναι περισσότερο νόστιμα, αλλά ικανοποιούν σε χαμηλούς βαθμούς το αίσθημα του κορεσμού. Στον αντίποδα, τα ΧΕΠ είναι περισσότερο χορταστικά, αλλά λιγότερο νόστιμα. Επιπλέον, υπάρχει μια ξεκάθαρη σχέση μεταξύ παχυσαρκίας, φτώχειας και πρόσληψης ΥΕΠ τροφών. Οι τροφές αυτές (σουβλάκι, πίτσα κ.ά.) κοστίζουν λίγο, ικανοποιούν σε μεγάλο βαθμό γευστικά ερεθίσματα και προτιμούνται από άτομα χαμηλού οικονομικού επιπέδου. Ακόμα, μελέτες έχουν δείξει ότι η παρατεταμένη κατανάλωση ΥΕΠ φαγητών (κυρίως πλούσιων σε λιπαρά και ζάχαρη) ενεργοποιεί το μηχανισμό επιβράβευσης του σώματός μας. Πιο συγκεκριμένα, η ωραία τους γεύση καταγράφεται στον εγκέφαλό μας ως κάτι ευχάριστο, με αποτέλεσμα κάποια άλλη στιγμή (π.χ. στο τέλος μιας δύσκολης μέρας), όταν ο οργανισμός μας αναζητά την επιβράβευση, ανασύρονται ευχάριστα ερεθίσματα από τα εγκεφαλικά μας κύτταρα, προεξαρχόντων βέβαια των διατροφικών και έτσι υπερ-καταναλώνουμε τέτοια τρόφιμα εις βάρος της σιλουέτας μας.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος γιατί δεν μειώνεται η τιμή των ΧΕΠ τροφίμων και να αυξηθεί αυτή των ΥΕΠ. Γιατί, με άλλα λόγια, τα fast-food που διατείνονται και ξεκινούν να διαφημίζουν την υγιεινή διατροφική πολιτική τους δεν μειώνουν το κόστος των σαλατών και να αυξήσουν αυτή των burgers. Για ποιο λόγο μια σαλάτα που προσφέρει περίπου τις μισές θερμίδες από ένα burger έχει τη διπλάσια τιμή από αυτό; Επίσης, η πρόοδος της τεχνολογίας έχει μειώσει το κόστος των ΥΕΠ τροφίμων με αποτέλεσμα η επεξεργασμένη ζάχαρη να κοστίζει μόλις 0,23 $/10ΜJ, ενώ τα επεξεργασμένα φυτικά έλαια (τηγανητά, κρουασάν, πατατάκια κ.ά.) 0,5 $/10ΜJ. Επομένως, τα πατατάκια κοστίζουν μόλις 2 ευρώ/10ΜJ σε αντίθεση με τα φρέσκα καρότα που το κόστος τους είναι 9,5$/10ΜJ και το χυμό πορτοκαλιού με 14$/10ΜJ. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι οι τιμές τα τελευταία 15 περίπου χρόνια στην Αμερική αυξήθηκαν κατά 47% στα λιπαρά, κατά 52% στη ζάχαρη και στα γλυκά, ενώ στα λαχανικά και στα φρούτα αυξήθηκαν οι τιμές κατά 93%. Έτσι εξηγείται και το συντριπτικό ποσοστό συμμετοχής (>50%) των λιπαρών και της ζάχαρης στην κάλυψη των ημερήσιων ενεργειακών αναγκών μιας μέσης αμερικανικής δίαιτας.
Πάνω σε αυτή τη στρατηγική θα έπρεπε να χαραχτεί και η οικονομική συμβολή του κράτους στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Μάλιστα, μελέτη στη Γαλλία (Public Health Nutr, Feb 2004) έδειξε ότι ΥΕΠ δίαιτες κοστίζουν πολύ λιγότερο από ΧΕΠ δίαιτες και συνεπώς οι διατροφικές επιλογές είναι προς την κατεύθυνση των ΥΕΠ διαιτών. Τα τελευταία χρόνια συζητείται έντονα η πιθανότητα επιπρόσθετης φορολόγησης τροφίμων με ΥΕΠ και χαμηλή θρεπτική αξία, ώστε να κατευθύνεται ο καταναλωτής προς υγιεινότερες επιλογές. Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς αυτήν την πολιτική, ωστόσο το θέμα του κόστους των τροφίμων, σύμφωνα με την ενεργειακή τους πυκνότητα, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί στα πλαίσια της παροχής κινήτρων για υγιεινότερες κατευθυντήριες γραμμές προς τον καταναλωτή.