Γνωρίζουμε ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερα ποσοστά σωματικού λίπους από τους άντρες (περίπου 7-10 ποσοστιαίες μονάδες). Αυτό συμβαίνει γιατί η φύση της γυναίκας απαιτεί περισσότερες αποθήκες ενέργειας για να ανταποκριθεί ικανοποιητικότερα στην περίοδο της εγκυμοσύνης.
Όμως, το υψηλό αυτό ποσοστό λίπους συγκριτικά με εκείνο των ανδρών σημαίνει παράλληλα μειωμένο ποσοστό μυϊκής μάζας, δηλαδή της κύριας μεταβολικής μάζας. Επιπλέον, οι γυναίκες είναι εκτεθειμένες σε περισσότερους διατροφικούς πειρασμούς από τους άνδρες –και όσο περισσότερο εκτιθέμεθα σε τροφικά ερεθίσματα τόσο περισσότερο καταναλώνουμε.
Αυτό συνήθως συμβαίνει με τις γυναίκες που μαγειρεύουν περισσότερο, οπότε, είτε τσιμπολογώντας είτε λόγω αυξημένης όρεξης λόγω της συνεχούς έκθεσής τους στο φαγητό, έχουν αυξημένες πιθανότητες υπερκατανάλωσης θερμίδων. Επίσης, οι γυναίκες έχουν αυξημένη όρεξη στις μέρες της ωορρηξίας και στο δεύτερο μισό του κύκλου τους.
Γι’ αυτό και υπάρχουν διαστήματα σε περιόδους δίαιτας όπου μια γυναίκα δύσκολα μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό· «υποκύπτει» και απογοητεύεται, θεωρεί ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει και τα παρατάει. Όμως, η ακαταμάχητη αυτή επιθυμία για φαγητό δεν οφείλεται σε δική της αδυναμία να ακολουθήσει τη δίαιτα, αλλά πολλές φορές στη φύση της.
Συγκεκριμένα, γύρω στην περίοδο της ωορρηξίας παρατηρείται αυξημένη ευαισθησία των οσφρητικών υποδοχέων της γυναίκας (πιθανότητα ένας παράπλευρος μηχανισμός για να αυξηθεί η πιθανότητα σύλληψης), αυξάνοντας παράλληλα και τις πιθανότητες πρόσληψης τροφής, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η διαδικασία του φαγητού ξεκινά από την όραση και την όσφρηση.
Επίσης, έχει βρεθεί ότι, αν και ο μεταβολισμός είναι 8%-20% αυξημένος στη δεύτερη φάση του κύκλου της από ό,τι στην πρώτη, η γυναίκα τρώει 10%-30% περισσότερο στο ίδιο διάστημα. Η αυξημένη λοιπόν τάση για κατανάλωση γλυκών, κυρίως τις τελευταίες μέρες του δεύτερου μισού του κύκλου, πιθανολογείται ότι σχετίζεται με τα μειωμένα επίπεδα σεροτονίνης, τα οποία φαίνεται να αυξάνονται με την κατανάλωση υδατανθράκων.