Δύο κοινές ψυχολογικές διαταραχές, το άγχος και η κατάθλιψη, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις ερωτικές σχέσεις που συνάπτουμε και, κυρίως, το πόσο ευχαριστημένοι νιώθουμε από το σύντροφό μας.
Η διαταραχή κοινωνικού άγχους (κοινωνική φοβία) είναι μια ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από φόβο του ατόμου για κοινωνικές καταστάσεις και αλληλεπιδράσεις, στις οποίες θεωρεί ότι μπορεί να εκτεθεί σε εξονυχιστικό έλεγχο από τρίτους.
Όπως δείχνει η βιβλιογραφία, τα άτομα αυτά είναι λιγότερο πιθανό να βρίσκονται σε μια συντροφική-ερωτική σχέση, ενώ ακόμη κι αν συμβεί αυτό, η σχέση αυτή θα χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα ικανοποίησης. Μια πιθανή εξήγηση για αυτό είναι και η εκδήλωση κατάθλιψης. Συχνά, άλλωστε, παρατηρείται συν-νοσηρότητα με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, η οποία συνδέεται με δυσμενείς συνέπειες για κάθε συντροφική ή ερωτική σχέση.
Πολύ άγχος, βραχύβιες σχέσεις
Πιο συγκεκριμένα, έρευνα που έγινε σε 444 ενήλικες έδειξε ότι οι συμμετέχοντες με υψηλότερα επίπεδα κοινωνικού άγχους είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναφέρουν ότι δεν είχαν συνάψει ποτέ σχέση με διάρκεια μεγαλύτερη των τριών μηνών.
Σε δεύτερο στάδιο της ίδιας έρευνας, οι μελετητές εστίασαν σε 188 συμμετέχοντες που είχαν αναφέρει ότι βρίσκονταν σε σχέση με διάρκεια πάνω από τρεις μήνες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τα επίπεδα ικανοποίησης στη σχέση τους συσχετίζονταν περισσότερο με την καταθλιπτική συμπτωματολογία παρά με το κοινωνικό άγχος των ατόμων.
Επομένως, από τη στιγμή που τα κοινωνικά αγχώδη άτομα γνώριζαν έναν πιθανό σύντροφο και δημιουργούσαν ερωτική σχέση μαζί του, το κοινωνικό άγχος δεν φαινόταν να επηρεάζει το πόσο ικανοποιημένα ήταν με τη σχέση αυτή.
Συμπερασματικά, οι δύο διαταραχές φαίνεται να μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά όσον αφορά τα δυσφορικά συναισθήματα που βιώνει το άτομο, καθώς και τις γνωσιακές διαστρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν τον τρόπο σκέψης του.
Δεσμοί με μυστικά…
Επιπροσθέτως, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες με υψηλότερα επίπεδα κοινωνικού άγχους χαρακτηρίζονταν από χαμηλά επίπεδα αυτοαποκάλυψης. Αυτό σημαίνει ότι ήταν λιγότερο πιθανό να μοιραστούν και να εκφράσουν στον σύντροφο τους τα συναισθήματα τους, αλλά και προσωπικές πληροφορίες, επιθυμίες και, γενικότερα, καταστάσεις που μπορεί να τους δυσκόλευαν.
Ωστόσο, τα χαμηλά επίπεδα αυτοαποκάλυψης δεν συσχετίζονταν με τα χαμηλά επίπεδα ικανοποίησης από τη σχέση.
Τα παραπάνω ευρήματα υποδηλώνουν τη σημασία της αντιμετώπισης της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας στη θεραπεία ατόμων με κοινωνικό άγχος, που επιθυμούν να βελτιώσουν την ικανοποίηση στις συντροφικές- ερωτικές σχέσεις τους.