Όπως δείχνουν έρευνες Βρετανών επιστημόνων, υπάρχει ένα γονίδιο που καθορίζει το πότε θα αρχίσει ένα άτομο τη σεξουαλική του ζωή.
Η σχετική μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Genetics» τον Απρίλιο του 2016 και αναφέρει πως, αν και δεν υπάρχει μια ενιαία γενετική παραλλαγή που μπορεί να επηρεάσει πλήρως τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου, το συγκεκριμένο μοτίβο των γονιδίων φαίνεται να ευθύνεται για το πότε θα κάνει σεξ για πρώτη φορά.
Επίσης, τα ίδια γονίδια σχετίζονται όχι μόνο με τη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά, αλλά και με το πόσα παιδιά θα αποκτήσει, ακόμη κι απ’ το πόσο γκρινιάρης μπορεί να είναι ή όχι! Συνολικά, οι ερευνητές συνέδεσαν 38 διαφορετικά γονίδια με την ηλικία και την πρώτη σεξουαλική επαφή:
«Ενώ οι κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες είναι σαφώς σχετικοί, δείχνουμε ότι η ηλικία κατά την πρώτη σεξουαλική επαφή επίσης επηρεάζεται από γονίδια που δρουν στο χρονοδιάγραμμα της παιδικής βιολογικής ωριμότητας και από τα γονίδια που συμβάλλουν στις φυσικές μας διαφορές στους τύπους προσωπικότητας», δήλωσε ο Τζον Πέρι, ερευνητής στο Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας της Βρετανίας (Britain’s Medical Research Council), που συμμετείχε στη μελέτη.
Βέβαια, οι πολιτισμικές επιρροές φαίνεται ότι έχουν αρκετά μεγάλο αντίκτυπο στο πότε και στο πώς οι άνθρωποι κάνουν σεξ για πρώτη φορά, όμως η συγκεκριμένη μελέτη δείχνει πως τα γονίδια παίζουν επίσης ρόλο και μπορεί να βοηθήσει στο να δοθεί μία εξήγηση στο γιατί τόσοι πολλοί νέοι άνθρωποι αψηφούν τους όποιους «κανόνες».
Αυτά επίσης μπορούν να ρυθμίσουν τη βασική βιολογία που κρύβεται πίσω από τη σεξουαλική συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένης και της έναρξης της εφηβείας.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των ερευνητών, οι γενετικές παραλλαγές που σχετίζονται με την εμφάνιση της εφηβείας -ο μέσος όρος ηλικίας της οποίας μειώθηκε από τα 18 έτη το 1880 στα 12,5 έτη το 1980 σε άνδρες και γυναίκες- έχουν πρόσφατα εντοπιστεί και μερικές μελέτες έχουν αναφέρει συσχέτιση ανάμεσα στην ηλικία και την πρώτη σεξουαλική επαφή, γεγονός που υποδηλώνει ότι μπορούν επίσης να συσχετισθούν και σε γενετικό επίπεδο.
Η εμφάνιση της εφηβικής περιόδου σε μικρότερη ηλικία, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, συνδέεται με μεγαλύτερη τάση ριψοκίνδυνων συμπεριφορών, με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, με μεγαλύτερη ευαλωτότητα σε αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και, ειδικά στις γυναίκες, με αυξημένη θνησιμότητα.
Ωστόσο, οι άνθρωποι που αρχίζουν να κάνουν σεξ και μωρά σε πιο μικρή ηλικία, καταλήγουν να αποκτούν περισσότερα παιδιά και τα γονίδιά τους εξαπλώνονται ευρύτερα, κάτι που ονομάζεται «αναπαραγωγική γυμναστική».
Πέρα από αυτό, βέβαια, οι έφηβοι είναι γνωστοί για την αγάπη τους στην επικίνδυνη και ριψοκίνδυνη συμπεριφορά, κάτι που επιβεβαιώνεται κι από έρευνα του 2014 στα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων:
• σχεδόν το 22% των εφήβων στην Αμερική παραδέχονται ότι μπήκαν 1 ή περισσότερες φορές σε ένα αυτοκίνητο ή άλλο όχημα που το οδηγούσε κάποιος που είχε πιει τον τελευταίο μήνα,
• το 10% παραδέχεται ότι έχει οδηγήσει μετά από κατανάλωση αλκοόλ
• το 88% είπε ότι παρέλειψε να φορέσει κράνος ποδηλάτου, ενώ κάνει ποδήλατο σχεδόν όλη την ημέρα ή για πάρα πολλές ώρες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ενώ το ποσοστό των εφήβων στις ΗΠΑ μειώθηκε από το 54% που ήταν το 1991 στο 46,8% σήμερα, μόνο το 59% δήλωσε ότι χρησιμοποίησε προφυλακτικό την τελευταία φορά που έκανε σεξ, κάτι που εξηγεί και το υψηλό ποσοστό εγκυμοσύνης που σημειώνεται στις Αμερικανίδες εφήβους.
Παράλληλα, όμως, οι μελέτες δείχνουν ότι οι έφηβοι ακούνε τις συμβουλές των γονιών τους όταν πρόκειται για το σεξ και την αποφυγή μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και η σχετική έρευνα για την επίδραση των γονιδίων στο σεξ τις επιβεβαιώνουν. Γιατί;
Αν και αυτή η μελέτη έχει βρει μια σύνδεση με γενετικούς παράγοντες, υποστηρίζει ωστόσο την ιδέα ότι η ηλικία στην οποία ένας άνδρας ή μια γυναίκα έχουν την πρώτη σεξουαλική τους επαφή οφείλεται κυρίως σε μη γενετικούς παράγοντες, όπως το κοινωνικό ή περιβαλλοντικό πλαίσιο.
«Σίγουρα, η ηλικία στην οποία ένα άτομο έχει την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία βασίζεται πρώτα στη βιολογική του ωρίμανση. Όμως, εξαρτάται επίσης από πολιτιστικούς και κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες που είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθούν σε γενετικές μελέτες», προσθέτουν οι επιστήμονες.
Photo credits: istock