Ο Αλέξανδρος Ιόλας ήταν ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες έργων Τέχνης στην Ιστορία, και λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για τους μεγαλύτερους εικαστικούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα. Τους περισσότερους από αυτούς δε, τους είχε ανακαλύψει και καθιερώσει ο ίδιος. Ήταν μια συναρπαστική προσωπικότητα που είχε την τύχη και το ταλέντο να γνωρίζει να συναναστρέφεται και να γοητεύει μυθικές μορφές: από τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Άγγελο Σικελιανό και τον Ντιαγκίλεφ μέχρι τον Πάμπλο Πικάσο, τον Άντι Γουόρχολ και τον Ρούντολφ Νουρέγεφ.
Στην Ελλάδα ωστόσο είχε γίνει περισσότερο γνωστός μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των κίτρινων πρωτοσέλιδων του Τύπου της δεκαετίας του 80. Η ομοφυλοφιλία του, σε συνδυασμό με τον πλούτο, τις διασυνδέσεις, τον ασυμβίβαστο τρόπο ζωής και το ανερυθρίαστο χιούμορ του τον κατέστησαν ιδανικό στόχο.
Για πολλά χρόνια μετά το θάνατο του από επιπλοκές του AIDS το 1987 παρέμενε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην Ελλάδα και πέρασαν δεκαετίες μέχρι να γίνει κατανοητός τόσο ο ίδιος ως μέγιστη προσωπικότητα των Τεχνών όσο και το μέγεθος της απώλειας της συλλογής του την οποία είχε κάθε πρόθεση να κληροδοτήσει σε ένα κράτος που όμως δεν ήθελε καμία συναλλαγή με έναν «έκφυλο» όπως τον αποκαλούσαν οι εφημερίδες στα 80s.
Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια, γιος ενός εύπορου βαμβακέμπορου, ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης, όπως ήταν το αληθινό όνομα τους ήταν ένα αγόρι σπάνιας ομορφιάς που γοητευόταν από τις Τέχνες, την μουσική το χορό. Αφού συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη, έφυγε από την Αλεξάνδρεια για την Αθήνα, όπου θα γνώριζε τον Άγγελο Σικελιανό και η Nelly’s θα τον φωτογράφιζε να χορεύει στην Ακρόπολη. Επόμενος σταθμός το Σάλτζμπουργκ και το μπαλέτο του Ντιαγκίλεφ. Έπειτα θα ακολουθήσει η γνωριμία με την Θεοδώρα Ρούσβελτ εγγονή του Αμερικανού Προέδρου που θα τον βαφτίσει Αλέξανδρο Ιόλα και θα τον βοηθήσει με τις γνωριμίες της να ανοίξει την πρώτη γκαλερί στη Νέα Υόρκη..
Έξω από την γκαλερί περνούσε κάθε μέρα ένας αδύνατος νεαρός. «Μου άρεσε το ύφος του, το περπάτημα του, το χλωμό του πρόσωπο, το αδύνατο σώμα του.” διηγείτο ο Ιόλας στον βιογράφο του Νίκο Σταθούλη. «Μια μέρα τον ρώτησα πως τον λένε και που πάει. « Άντι Γιούρχολ. Είμαι σχεδιαστής παπουτσιών και πάω στη δουλειά μου» μου απάντησε. «Μπορείτε να μου φέρετε μερικά από τα σχέδια σας να τα δω;» του ξαναείπα.
Την επόμενη μου έφερε τα σχέδια του. Ήταν κάτι γοβάκια με την υπογραφή του. Σηκώθηκα όρθιος και του λέω «Μέχρι σήμερα ήσασταν σχεδιαστής παπουτσιών. Από σήμερα ξεκινάτε να παρουσιάσετε την πρώτη σας έκθεση!» Τα υπόλοιπα είναι ιστορία…
Οι δραστηριότητες του Ιόλα επεκτείνονται στην Ευρώπη, με το άνοιγμα της γκαλερί στη Γενεύη το 1963 και το 1964 στο Παρίσι με εκθέσεις του Μαξ Ερνστ. Οι πιο πρωτοποριακοί καλλιτέχνες της εποχής όπως οι Τάκις, Ζαν Τιγκελί, Υβ Κλάιν, Νίκι Ντε Σαν Φαλ, Κλωντ και Φρανσουά Ξαβιέ Λαλάν, Ρενέ Μαγκρίτ, Ζαν Πιερ Ρευνό, Μαρτιάλ Ράις, Μάττα και πολλοί άλλοι εκθέτουν στην γκαλερί του. Το 1965 ανοίγει γκαλερί στο Μιλάνο. Παράλληλα οργανώνει εκθέσεις Ελλήνων καλλιτεχνών σε όλες του τις γκαλερί: Χατζηκυριάκο Γκίκα, Τσαρούχη, Φασιανό, Τσόκλη. Ακριθάκη, Καρέλλα, Λαζόγκα και πολλών άλλων.
«Ο Γιάννης Τσαρούχης μπορούσε να μείνει ξάγρυπνος ή να πεταχτεί από το κρεββάτι του για να προσθέσει μια πινελιά. Υπέφερε και αγωνιούσε για τα έργα του. Ήταν πολύ διασκεδαστικός σαν άνθρωπος. Άλλαζε φορεσιές και παρίστανε τη Βιολετέρα. Του είπα να σταματήσει να κάνει τους ναύτες και όλα αυτά τα γυμνά, τα οποία μονοπωλούσαν τη δουλειά του. Του είπα να ζωγραφίζει τα νεοκλασσικά της Αθήνας και του Πειραιά…“
«Ο Ιόλας ήταν το χαρισματικότερο πλάσμα που γνώρισα στη ζωή μου, ένα είδος ερμαφρόδιτου, ήταν κάτι έξω από την εποχή του και ίσως πολύ μακριά από αυτή» θα πεί ο Γιάννης Τσαρούχης στο Νίκο Σταθούλη.
Κοσμοπολίτης, δημοφιλής, ο Ιόλας γινόταν δεκτός με ανοιχτές αγκάλες στις μεγάλες μητροπόλεις αγαπούσε ωστόσο την Ελλάδα. Γι αυτό αποφάσισε να φέρει όλη του τη συλλογή στην Αγία Παρασκευή, όπου ονειρευόταν να δημιουργήσει ένα χωριό καλλιτεχνών, ξεκινώντας από το δικό του σπίτι- μουσείο…
Ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Παύλος Καλατζόπουλος έκαναν τις αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις του ανακτόρου. Άργότερα ασχολήθηκε ο Αρχιτέκτονας Μανώλης Καραντινός. Στο εσωτερικό του σπιτιού ο Ιόλας έστησε το προσωπικό του στοίχημα. Όλοι οι τοίχοι και τα πατώματα ήταν από λευκό πεντελικό μάρμαρο. Βασιλικά έπιπλα και αρχαιοελληνικά αγγεία συνδυάζονταν με έργα Σουρεαλιστών με τους οποίους συνεργάστηκε. Η Αιγυπτιακή του συλλογή αποτελούσε το καύχημα του.
«Θυμάμαι τον πρώτο γείτονα που γνώρισα.” διηγήθηκε στον Νίκο Σταθούλη “Ήταν ο Μιχάλης, η κουφή. Την πρώτη φορά που τον είδα, τον ρώτησα «Πως σε λένε» «Μίλα μου πιο δυνατά μου απάντησε, είμαι κουφή. Έλεγε καταπληκτικά τον καφέ. Ένα βράδυ είχα καλεσμένους σε δείπνο διάφορους ξένους τιτλούχους και την Παλόμα Πικάσο μαζί, χρειάστηκε οπωσδήποτε μία κυρία να συμπληρώσει το τραπέζι.
Καμία από τις γνωστές μου δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Και τότε έντυσα με ένα βαρύτιμο φόρεμα το φτωχό θεόκουφο Μιχάλη του έβαλα ένα κολιέ και σκουλαρίκια και τον έκανα να μοιάζει με κάποια από αυτές τις δαιμονικές γριές αρχόντισσες του Γκόγια. The Duchess of Agrinion τον σύστησα. Και κανείς δεν αμφισβήτησε την υψηλή καταγωγή του έτσι όπως καθόταν αμίλητος στο τραπέζι…“
Στην είσοδο του σπιτιού δύο κολώνες με ένα κριό και ένα λιοντάρι από τη Ραββένα προετοίμαζαν τον επισκέπτη για κάτι το ξεχωριστό. Πράγματι κάθε αίθουσα του σπιτιού ήταν αφιερωμένη σε έναν αγαπημένο του καλλιτέχνη. Ένα σπίτι-μουσείο που μετά το θάνατο του και την άρνηση της δωρεάς της συλλογής του από τη Μελίνα Μερκούρη όσο ήταν εν ζωή, άδειασε από το πολύτιμο περιεχόμενο του και αφέθηκε να ρημάξει με την πολιτεία να υπόσχεται τακτικά την ανακαίνιση και την αξιοποίηση του, χωρίς όμως να έχει προβεί ακόμη σε αυτή.
Όσο για την περίφημη συλλογή του, εκποιήθηκε τελικά στο μεγαλύτερο της μέρος το 2017 από τον οίκο Sotheby’s.
Στα μέσα της δεκαετίας του 80 ξεκίνησε η διαπόμπευση του από τον Ελληνικό Τύπο. Είχαν προηγηθεί καταγγελίες του Αντώνη Νικολάου-«Μαρία Κάλλας» εναντίον του Αλέξανδρου Ιόλα για αρχαιοκαπηλία πορνεία και χρήση ναρκωτικών. Αόριστες καταγγελίες ενός αλκοολικού, τον οποίο μάζεψε ο Ιόλας, όταν ο Γιάννης Τσαρούχης τον πέταξε στο δρόμο. Και τον οποίο έδιωξε και ο ίδιος όταν παρατηρήθηκαν σημαντικές κλοπές στη συλλογή και στο σπίτι. Ο Νικολάου πραγματοποίησε τις απειλές του και χάρη στις καταγγελίες του τα δημοσιεύματα ήταν συνεχή και καθημερινά και οδήγησαν σε δικαστικές περιπέτειες που συννέφιασαν τις δύσκολες τελευταίες του ημέρες.
«Είναι σίγουρο ότι ο Αλέξανδρος Ιόλας, εκκεντρικός, σχεδόν παρορμητικός στη δημόσια παρουσία του, έχει προκαλέσει πολλές αντιπάθειες στη χώρα μας και έχει πολλές φορές διατυπώσει απόψεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σκανδαλώδεις.» έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις στο Τέταρτο θέλοντας να τον υπερασπιστεί.
«Όμως καμία άποψη, όσο σκανδαλώδης κι αν είναι, δεν δικαιολογεί την παρέμβαση του εισαγγελέα. Γιατί είναι βέβαιο ότι η όλη υπόθεση που ξέσπασε κατά του μεγάλου γκαλερίστα αποπνέει μια θλιβερή οσμή και ξεπερνάει κατά πολύ το συγκεκριμένο γεγονός που του καταλογίζουν. Με μεγάλη απόλαυση, οι ρυπαρογράφοι θα έβλεπαν τον Ιόλα να μπαίνει στη φυλακή και τους εαυτούς του να στέκουν ακόμα μια φορά θριαμβευτές επί του γκρεμισμένου ειδώλου.
Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι αν ο Ιόλας είναι ένοχος. Και μέχρι να βγει η δικαστική απόφαση, δεν θα το γνωρίζουμε. Μέχρι τότε, δεν έχουμε παρά να κλείσουμε τα αφτιά μας και τις μύτες μας στα όσα λένε και εκπέμπουν οι ρυπαρογράφοι και να έχουμε κατά νου ότι ο κατηγορούμενος έχει φέρει μια ανεκτίμητης αξίας συλλογή στη χώρα μας και ότι έχει το δικαίωμα να απαιτεί όχι διαφορετική μεταχείριση, αλλά τουλάχιστον σεβασμό.
Κάτι ακόμα που δεν γνωρίζουμε: με ποιόν τρόπο κινείται ο κρατικός μηχανισμός. Πως είναι δυνατόν να κινητοποιείται, στηριζόμενος στη μαρτυρία ενός προσώπου που χρησιμοποιεί ψευδώνυμο για να εμφανιστεί δημόσια –και που, απ’ ότι φαίνεται, διψάει για διασημότητα- και στην τυπωμένη αλλά παρ’ όλα αυτά ανεξέλεγκτη, «δημοσιογραφία» μιας φτηνής ρυπαρογράφου «εφημερίδας; Ντροπή…»
Διαβάστε επίσης
H λαμπερή ζωή και το άδοξο τέλος του Halston (hellomagazine.com)
Photo: Getty Images/ Ideal Image