Γεννήθηκε σαν σήμερα στις 8 Φεβρουαρίου του 1954. Η ζωή του ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο και ένα υπέρλαμπρο πυροτέχνημα. Η αστρονομική του άνοδος στο μικρό γαλαξία της ελληνική μόδας ήταν σχεδόν χωρίς προηγούμενο, συνδυασμένη δε με τη λατρεία που είχε προκαλέσει σε μεγάλη μερίδα του κοινού, τον κατέστησε φαινόμενο πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα και μοναδικό μέχρι σήμερα. Ένα φτωχό παιδί από τον Πειραιά, o Bασίλης Κουρκουμέλης, από χορευτής στα κέντρα της Πλάκας έγινε ο μόδιστρος-σταρ που όλοι γνώριζαν ως Μπίλι Μπο. Ουδείς μπορεί να πει ποια θα ήταν η εξέλιξή του αν η ζωή δεν του είχε παίξει το τραγικό της παιχνίδι κλέβοντας του της ζωή στα 33 του στις 13 Ιουνίου 1987 μετά από μια άνιση μάχη με το Aids.
Στο πολυτελές διαμέρισμα του στο Κολωνάκι
Ίσως μαζί με τον Μάκη Τσέλιο να είχαν κατακτήσει τη διεθνή αγορά, ίσως να είχε γίνει εξώφυλλο στο «Interview» -άλλωστε ο Άντι Γουόρχολ είχε ζητήσει να τον συναντήσει- και να έντυνε τις σταρ, όπως ο Τζέιμς Γκαλάνος ή ο Ντίμης Κρίτσας. Ίσως και όχι, σύμφωνα με τους επικριτές του από το χώρο της μόδας. Ίσως ο χρόνος να μη σεβόταν την ομορφιά του όπως την έχει διατηρήσει σήμερα στη μνήμη μας ως απολλώνειο πρότυπο. Όπως και με τα άλλα ινδάλματα που έφυγαν άδοξα και πρόωρα, ο Μπίλι Μπο, εκτός από το διασημότερο θύμα του Aids στην Ελλάδα, παραμένει πάντα μια αισθησιακή όλο αινιγματικότητα φιγούρα με την υπόσχεση του μεγάλου ταλέντου και την αύρα ενός σταρ. Ο ίδιος μιλά για τον εαυτό του, την Ελλάδα και τις Ελληνίδες και τη μόδα σε αποσπάσματα από τη συνέντευξη που έδωσε το 1985 στο περιοδικό «Γυναίκα». Η συνέντευξη, γεμάτη αιχμηρά σχόλια και “καρφιά” προς διάφορες κατευθύνσεις είχε προκαλέσει αίσθηση.
Μια αποκαλυπτική συνέντευξη
«Ξεκίνησα την καριέρα μου σε ηλικία 18 ετών στην Αθήνα και οφείλω τα πάντα στο ταλέντο και τη δύναμη της προσωπικότητάς μου. Δυστυχώς όμως σε αυτόν τον τόπο η επιτυχία είναι δύσκολο πράγμα, καταντάει άγχος μεγαλύτερο κι από αυτό των πολιτικών και των ηθοποιών. Δε φτάνει να την κατακτήσεις, πρέπει να την κυνηγάς και να αγωνιάς συνεχώς για αυτή. Δε γίνεται το ίδιο στο εξωτερικό. Εκεί είτε λέγεσαι Yves Saint Laurent, είτε Valentino, είτε Versace κουράζεσαι ώσπου να φτάσεις κάπου, αλλά μετά δουλεύουν οι άλλοι για σένα».
Φωτογράφηση με την Έλενα Ναθαναήλ
«Στην Ελλάδα δεν υπάρχει η υποστήριξη του κράτους προς το δημιουργό. Δε σε προβάλλει στο εξωτερικό, εκτός κι αν είσαι… βιοτεχνικό προϊόν. Είδατε ποτέ στην τηλεόρασή μας ένα σόου ελληνικής μόδας; Φοβούνται μη μας κάνουν πλούσιους. Έπειτα, ο κάθε καλλιτέχνης στην Ελλάδα πρέπει να επιδεικνύει ανά πάσα στιγμή την πολιτική του ταυτότητα για να τυγχάνει της συμπάθειας της εκάστοτε κυβέρνησης. Εγώ δεν ακολούθησα αυτό το δρόμο.
Ούτε τις κυρίες της χούντας έντυσα, ούτε εμφανίστηκα στις κυρίες των μετέπειτα καταστάσεων ως «αντιστασιακός» για να τις ντύσω κι αυτές, όπως έκαναν οι περισσότεροι. Δε γνωρίζω αν θα τις έδιωχνα. Δε θα τους κρατούσα όμως και την ομπρέλα. Ούτε και θα την κρατήσω ποτέ σε κανέναν, εκτός και αν είμαι από κάτω εγώ!».
Με τον Μάκη Τσέλιο.
«Η επιτυχία μου στηρίχθηκε στο ταλέντο και την προσωπικότητά μου. Όσον αφορά τις σπουδές, πέρασα από ορισμένες σχολές στην Αθήνα, που όμως δε μου προσέφεραν τίποτε το ουσιαστικό. Απλώς τα περάσματά μου αυτά εξυπηρετούσαν άλλους σκοπούς. Όσο κι αν φανεί εγωιστικό αυτό που θα σας πω, θεωρώ ότι οφείλω πολλά στο ότι είμαι ωραίο παιδί, ότι γνωρίζω να επικοινωνώ, να σταθώ. Από μικρός είχα φαντασία, τολμούσα».
Mε την Έλενα Ναθαναήλ και τον Σωκράτη Καλκάνη.
«Το πρώτο μου μαγαζί, στη Σόλωνος 1, ήταν πολύ μικρό όταν ξεκινήσαμε το 1973. Μέσα στον πρώτο μήνα το επεκτείναμε, πράγμα που σημαίνει πως οι δουλειές πήγαιναν υπέροχα. Το ’74, που άρχισα να σχεδιάζω, ήμουν κάτι καινούργιο για τον ελληνικό χώρο. Ουσιαστικά έκανα μια επανάσταση μόδας στην Ελλάδα και την κέρδισα».
Μετά το φινάλε της επίδειξης το 1982 δέχεται συγχαρητήρια από την Ειρήνη Μομφεράτου, τη Ζωή Λάσκαρη και την Εύη Μαράντη.
«Είμαι ο πρώτος που έφερε στην Ελλάδα τα πολυπληθή σόου μόδας, με τη μουσική, τα σκηνικά, τα επώνυμα μανεκέν, ο πρώτος που ανέβασε μια απλή επίδειξη μόδας στο επίπεδο μιας καλοστημένης παράστασης».
Με τον Andy Warhol στη Νέα Υόρκη.
«Τώρα ανοίγω τα φτερά μου για την Αμερική. Η Ευρώπη δε με ενδιαφέρει, έχει κορεστεί. Το κοινό των εννιά εκατομμυρίων της χώρας μας, πάλι, είναι πολύ μικρό για μένα. Το ότι γεννήθηκα σε αυτόν τον τόπο ήταν ευτυχία, γιατί υπάρχει αυτός ο γαλάζιος ουρανός και αυτός ο ήλιος, αλλά και ατυχία γιατί οι συνθήκες δε σε βοηθούν…».
Με την Ούρσουλα Άντρες και τον Ερρίκο Πετιλόν.
“Στην Ελλάδα όλοι στυλίστες είμαστε”
«Δε δήλωσα ποτέ ότι έχω τίτλο ευγενείας «γιαλαντζί», ούτε ότι διατηρώ αλυσίδα καταστημάτων στο εξωτερικό, αλλά ακόμη κι αν το έλεγα θα με πίστευαν όλοι. Είμαι ειλικρινής κι αυτό είναι ελάττωμα, όπως κι ότι είμαι ωραίος είναι αμαρτία. Μαζί με τον Μάκη Τσέλιο, που δεν είναι απλώς συνεργάτης, που δεν είναι απλώς αδελφός, αλλά κάτι παραπάνω, παλέψαμε και φτιάξαμε ό,τι φτιάξαμε: το στιλ Μπίλι Μπο. Τι είναι αυτό; Ποιότητα, συνδυασμός του κλασικού με το μοντέρνο και προσιτές τιμές. Αλλά, πέρα από το ρούχο, εγώ έφερα άλλον αέρα στο χώρο της μόδας. Λάνσαρα ένα άλλο στιλ σχεδιαστή, που δεν υπήρχε στην Ελλάδα. Για να πείσεις μια γυναίκα να κάνει αλλαγές στον εαυτό της, πρέπει να σε εμπιστευτεί, να σε θαυμάσει. Δεν μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά με βρόμικα νύχια».
Με την Ελένη Σαμαρά και την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
«Όπως και να το κάνουμε, είμαι σταρ! Εγώ έφερα το σταρ σίστεμ στην Ελλάδα. Είμαι ο πρώτος που έστειλε πρόσκληση με τη φωτογραφία του. Περπατώ στο δρόμο και λένε «να ο Μπίλι Μπο».
Νιάτα: Με τον Άγγελο Δρούλια στη Μύκονο
«Η Ελληνίδα είναι κομψή κατά πενήντα τοις εκατό. Για το υπόλοιπα δε φταίνε οι μόδιστροι, αλλά η άγνοια. Ποιος να τις ενημερώσει; Οι δημοσιογράφοι μόδας; Αυτοί, εκτός από δύο τρεις, είναι κομήτες εκεί πέρα. Για μένα κομψότητα δεν είναι σκίζω το φύλλο της ”Vogue” και το φοράω, ούτε εξαρτάται από τα χρήματα. Ούτε από το signe φυσικά. Η ελληνική επικράτεια έχει παραδοθεί σε μια υστερία και ένα αμόκ για το signe.”
Μεγάλες κακίες
“Έχει γεμίσει ο κόσμος από κλώσσες, που παρατάνε κάθε πρωί τον άνδρα τους και τα σπίτια τους και παίρνουν σβάρνα τα μαγαζιά βγάζοντας τα απωθημένα τους στις πωλήτριες. Οτιδήποτε γίνεται εισαγωγή χάνει την αξία του στην Ελλάδα. Γιατί θα φορεθεί από την κυρία στο σαλόνι μέχρι την τραγουδίστρια και τον τραβεστί».
Με τη Μαρία Πατέρα στο “Αεροδρόμιο”
«Η δουλειά μου είναι στιλίστας. Άλλωστε, στην Ελλάδα όλοι στιλίστες είμαστε. Εγώ επηρεάζομαι από τη διεθνή ροή της μόδας, ακολουθώ τη γραμμή που θα δώσει το Παρίσι ως το κατεστημένο κέντρο της μόδας. Αυτό κάνουν και οι ξένοι συνάδελφοί μου. Η Ελλάδα ως χώρα δεν έχει να παρουσιάσει δική της μόδα, εκτός από τους χιτώνες, τα σεγκούνια και τα χειροποίητα, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν υπήρξε ποτέ κανένας Έλληνας σχεδιαστής διεθνούς φήμης. Και έπειτα στην Ελλάδα υπάρχει μία παρανόηση σχετικά με τη μόδα. Υπάρχουν εννέα εκατομμύρια Έλληνες που όλοι θέλουν να γίνουν σχεδιαστές. Για να φτάσουν ένα σκαλί κάτω από το Μπίλι Μπο θα είναι εύκολο. Για να γίνουν όμως οι ίδιοι Μπίλι Μπο είναι πράγμα πολύ δύσκολο…».
Διαβάστε περισσότερα: