Ένα φτωχό παιδί από τον Πειραιά, o Bασίλης Κουρκουμέλης, από χορευτής στα κέντρα της Πλάκας έγινε ο μόδιστρος-σταρ που όλοι γνώριζαν ως Μπίλι Μπο. Ουδείς μπορεί να πει ποια θα ήταν η εξέλιξή του αν η ζωή δεν του είχε παίξει το τραγικό της παιχνίδι κλέβοντας του της ζωή στα 33 του στις 13 Ιουνίου 1987 μετά από μια άνιση μάχη με το Aids.
Φέτος συμπληρώνονται 35 χρόνια από τον τραγικά πρόωρο θάνατό του που είχε προκαλέσει σοκ στην Ελληνική κοινωνία, το πρώτο διάσημο θύμα της ασθένειας στην Ελλάδα.
Η ζωή του Μπίλι Μπό ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο και ένα υπέρλαμπρο πυροτέχνημα. Η αστρονομική του άνοδος στο μικρό γαλαξία της ελληνική μόδας ήταν σχεδόν χωρίς προηγούμενο, συνδυασμένη δε με τη λατρεία που είχε προκαλέσει σε μεγάλη μερίδα του κοινού, τον κατέστησε φαινόμενο πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα και μοναδικό μέχρι σήμερα.
Ίσως μαζί με τον Μάκη Τσέλιο να είχαν κατακτήσει τη διεθνή αγορά, ίσως να είχε γίνει εξώφυλλο στο «Interview» -άλλωστε ο Άντι Γουόρχολ είχε ζητήσει να τον συναντήσει- και να έντυνε τις σταρ, όπως ο Τζέιμς Γκαλάνος ή ο Ντίμης Κρίτσας.
Ίσως και όχι, σύμφωνα με τους επικριτές του από το χώρο της μόδας. Ίσως ο χρόνος να μη σεβόταν την ομορφιά του όπως την έχει διατηρήσει σήμερα στη μνήμη μας ως απολλώνιο πρότυπο.
Όπως και με τα άλλα ινδάλματα που έφυγαν άδοξα και πρόωρα, ο Μπίλι Μπο, εκτός από το διασημότερο θύμα του Aids στην Ελλάδα, παραμένει πάντα μια αισθησιακή όλο αινιγματικότητα φιγούρα με την υπόσχεση του μεγάλου ταλέντου και την αύρα ενός σταρ.
Λίγο πριν το τέλος, τον Ιανουάριο του 1987, ο Μπίλι Μπο θέλησε να δώσει μια συνέντευξη αλλά και να φωτογραφηθεί για να δείξει στον κόσμο ότι το AIDS δεν τον είχε νικήσει ακόμη.
Εκείνη την εποχή όλη η Αθήνα συζητούσε για το ότι ο Μπίλι Μπο έχει AIDS. Ήταν η εποχή που η ασθένεια είχε προκαλέσει υστερία στον Τύπο και την κοινωνία, με ανυπόστατες φήμες να εμπλέκονται με την σκληρή πραγματικότητα δημιουργώντας ένα κλίμα φόβου, ρατσισμού και παράνοιας.
Στην περίπτωση του σχεδιαστή οι υπερβολές του Τύπου είχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Χωρίς κανέναν σεβασμό στην δύσκολη κατάσταση που αντιμετώπιζε, τα ζητήματα υγείας του Μπίλι Μπο έγιναν θέμα δημόσιας συζήτησης. Κάποιοι ανέφεραν ότι ήταν ετοιμοθάνατος, άλλοι ότι ήταν ήδη νεκρός. Αναγνώστρια περιοδικού έφτασε στο σημείο να ρωτήσει αν κινδυνεύει να κολλήσει Aids από ένα μπλουζάκι Billy Bo που είχε αγοράσει.
Οι δημοσιογράφοι πήγαν στο πατρικό του σχεδιαστή αναστατώνοντας και τρομάζοντας τους γονείς του, μιλώντας τους λες και ο μοναχογιός τους ήταν ήδη νεκρός. Ο Βασίλης, παρότι καταβεβλημένος, ήθελε να απαντήσει σε όλα αυτά.
Ως ιδανικό συνομιλητή επέλεξε τη δημοσιογράφο Λένα Ζαννιδάκη, που χειρίστηκε το θέμα με λεπτότητα. Ούτως ή άλλως, οι φωτογραφίες που συνόδευαν τη συνέντευξη έλεγαν όλη την ιστορία. Όπως έγραψε και η ίδια, από το άλλοτε ωραιότερο αγόρι της Αθήνας είχε μείνει μόνο μία σκιά.
«Παραμονές γιορτών χτύπησε αργά το βράδυ το τηλέφωνό μου» έγραφε στο τεύχος εκείνο του “Tαχυδρόμου” του Ιανουαρίου του ’87 η δημοσιογράφος. «Μια φωνή χωρίς ”ήχο”, χαμηλή, σχεδόν ψιθυριστή, μου ευχήθηκε υγεία και καλή χρονιά. Ήταν ο Μπίλι Μπο. «Θέλω να σας δω» μου είπε, «θέλω να κουβεντιάσω μαζί σας, όποτε μπορείτε, όποτε θέλετε και αν θέλετε…». Και πήγα.
«Να προσπαθείς να αντλήσεις κουράγιο από το βλέμμα ενός γιατρού, να εκλιπαρείς από μέσα σου και φωναχτά τον κάποιο Θεό να σε λυτρώσει από τον εφιάλτη που ζεις και εκεί ανάμεσα στον ανελέητο πόνο, στην πικρή αλήθεια και σε κάποιες αμυδρές ελπίδες, να μαθαίνεις πως είσαι ήδη νεκρός».
Μου μιλάει ο… νεκρός Μπίλι Μπο, καθισμένος απέναντί μου, καταπονημένος, πικραμένος και χωρίς γενειάδα, όπως έγραψε κάποια εφημερίδα. «Τι είδους πλάσματα είναι μερικοί από εσάς τους δημοσιογράφους! Έχουν καρδιά, αισθήματα; Μετράνε τον πόνο, το έγκλημα, τη βία, την αρρώστια με την αράδα; Κρεμάνε την επιτυχία τους σε μεγάλους παραπλανητικούς τίτλους και τους αρκεί μια φήμη για να γράψουν σίριαλ συχνά κακής ποιότητας: η διασταύρωση της είδησης, για να βγεί κάπου η αλήθεια, δε θα έπρεπε να είναι πολυτέλεια.
Ένα κάποιο τηλεφώνημα, μια ασήμαντη κουβέντα με κάποιους που δηλώνουν πηγές δε νομίζω ότι είναι αρκετά για να βγει το θέμα» Κι όταν πρόκειται για ντόπια άχρωμα κοσμικό-κοινωνικά γεγονότα ας γράψουν ό,τι θέλουν. Όταν όμως παίζεται η ζωή, η καριέρα ενός ατόμου και η επαγγελματική επιβίωση δεκάδων άλλων, δεν το χειρίζεσαι αβασάνιστα.
Δεν πετάς λάσπες για να εντυπωσιάσεις, δε γράφεις με βάση τις φήμες για να πουλήσεις κάποια φύλλα. Είναι πράξη ανέντιμη και αξιόποινη». Δεν είναι επιθετικός. Δεν έχει τη δύναμη να είναι. Τα λόγια βγαίνουν σα λυγμός. Τον αφήνω να εκτονωθεί.
Δεν πρέπει να ξεχνάς ότι οι δημοσιογράφοι στάθηκαν δίπλα σου όταν ξεκίνησες. Παίνεψαν το ταλέντο την εργατικότητά σου, σου αφιέρωσαν σελίδες, σε βοήθησαν να γίνεις γνωστός σε ένα μεγάλο κοινό.
«Δεν το ξέχασα, αλλά υπήρξαν αρκετοί που με πίκραναν τελευταία και με σχολίασαν δίχως επιφύλαξη και ντροπή».
Αντί να σταθούν στο γεγονός ότι ένας Έλληνας μετά τον Λαλαούνη έστησε δικό του μαγαζί στην καρδιά της Νέας Υόρκης -Παρκ Άβενιου και 59 δρόμοι- στάθηκαν στο AIDS.
Είναι μια λέξη που προκαλεί πανικό, ο κόσμος είναι απληροφόρητος και το πυροτέχνημα έσκασε και έγινε φρικιαστικό και συγχρόνως καταστρεπτικό.
Θέλεις να πεις πως είχε επιπτώσεις στη δουλειά σου αυτή ή φήμη ότι βγήκε για να σε βλάψει και από πού;
«Η φήμη κυκλοφόρησε τις παραμονές των εγκαινίων του καταστήματος στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς οι αδελφές μου έμειναν χωρίς πνοή, όταν οι δημοσιογράφοι τους χτύπησαν την πόρτα και χωρίς περιστροφές και έλεος τους ρώτησαν “Τι έχετε να δηλώσετε για το θάνατο του Μπίλι Μπο;”.
Από κει και πέρα μόνο το αγγελτήριο του θανάτου μου δε δημοσιεύτηκε. Μήπως το ίδιο δεν έγινε και με τη Λαμπέτη; Την έθαψαν πριν ακόμα πεθάνει. Εμένα οι διάφορες και πάντα επιθετικής πηγής φήμες με έφερναν άλλοτε στο Νοσοκομείο Παστέρ στο Παρίσι, άλλοτε στο Χιούστον πότε ταριχευμένο και πότε στο κρεματόριο και τη στάχτη μου σκορπισμένη στο Αιγαίο».
Είσαι νέος ωραίος ταλαντούχος διάσημος και αγαπητός. Ο κόσμος ενδιαφέρθηκε για σένα, που είχες χαθεί από το τέλος Αυγούστου. Ούτε στην Αθήνα ούτε στη Μύκονο ούτε στη Νέα Υόρκη σε είδε κανείς. Έτσι άρχισαν να κυκλοφορούν κάποιες φήμες για αρρώστιες, που δε διέψευσες.
«Μπορούσα να είμαι στις Μπαχάμες και να κάνω διακοπές ή μπορεί να είχα λευχαιμία, πνευμονικό οίδημα, καρδιακή ανεπάρκεια. Προτίμησαν όμως το AIDS. Ήταν πιο εντυπωσιακή σαν αρρώστια , πιο καταστρεπτική από κάθε άλλη του καιρού μας και βρήκαν πως μου ταίριαζε γάντι».
Αδυνατισμένος, χλωμός, ψυχικά κουρασμένος ευαισθητοποιημένος από τη σωματική ταλαιπωρία. Με εκείνο τα παιδικό του χαμόγελο, που μοιάζει με πικρό μορφασμό, προσπαθεί καθώς μιλάει να συγκρατήσει κάποιο δάκρυ που αργοκυλάει στα βαθουλωμένα μάγουλά του. Αγναντεύει από τη βεράντα του τη θάλασσα που λατρεύει κι ακούει σιγανά ρεμπέτικα τραγούδια.
Η φωνή του ακούγεται σαν ψίθυρος «Θέλω να με αφήσουν ήσυχο να σεβαστούν την κατάστασή μου. Πέρασα πολλά, πήγα στην κόλαση και γύρισα. Πιστεύω πως ο Θεός δεν θα με αφήσει να χαθώ -πίστευα πάντα στο Θεό- εσείς το ξέρετε, σας το έχω ξαναπεί σε μια παλιά μας συνέντευξη. Μετά από όσα πέρασα έκανα πολλές ανακατατάξεις στη ζωή μου, την είδα από άλλη σκοπιά, είδα τις ματαιότητές της, τις προσφορές τις μικροχαρές, τις οδύνες, τις πληγές της. Αν τα βάλεις σε μια ζυγαριά, τι βαραίνει άραγε περισσότερο; Αυτό που σου δίνει ή αυτό που σου παίρνει;».
Κρατάει στο χέρι του ένα ποτήρι νερό, πίνει γουλιά-γουλιά βουλιαγμένος στο βελούδινο καναπέ. «Αυτό ήταν πάντοτε το ποτό μου, το καθαρό νερό» μου λέει- τα μάτια του αστράφτουν από κάποιο πυρετό που τον σιγοκαίει. «Σας κάλεσα γιατί σας εκτιμώ, σας έχω εμπιστοσύνη, ό,τι γράφτηκε μέχρι τώρα ήταν εικασίες, ανεύθυνη πληροφόρηση. Γράψτε ότι ζω και ευχαριστώ όλους εκείνους που μου συμπαραστάθηκαν στις δύσκολες ώρες μου. Υπάρχουν και άνθρωποι που δεν έχουν κίνητρο την κούφια περιέργεια, τη σκανδαλοθηρία ή την επαγγελματική αντιζηλία. Υπάρχουν άνθρωποι που ρωτάνε για μένα με πραγματικό ενδιαφέρον, που μου στέλνουν ευχές, ακόμη και άγνωστοι, μια εικονίτσα, κάποιο λουλούδι και δεκάδες γράμματα που με παρηγορούν ό,τι κι αν μου συμβαίνει.
Άνθρωποι που μπορεί να έχουν βαδίσει ένα γολγοθά, που μπορεί να κράτησαν κι αυτοί ένα σταυρό βαρύ, αλλά δεν τους πήρε από πίσω ο όχλος να τους ρίξει πέτρες και να κάνει πιο δύσκολο το ανέβασμά τους. Επειδή με χαρακτήρισαν δημόσιο πρόσωπο μου έριξαν πέτρες, λάσπη και βέλη.
Το αμάρτημά μου ήταν βαρύ. Εγώ, ένα Πειραιωτάκι, ξεκίνησα από το μηδέν κι έφτασα εκεί που έφτασα. Ήμουν περήφανος και φιλόδοξος, ο Θεός όμως μας θέλει ταπεινόφρονες. Ίσως συγχώρεσε την υπεροψία μου, γι’ αυτό μ΄ αφήνει να ζω. Οι άνθρωποι είναι ανελέητοι και με θέλουν νεκρό». Δυο ώρες μαζί του ήταν η αληθινή δοκιμασία για μένα. Ένιωθα απέναντί μου τη σκιά του ωραιότερου παιδιού της Αθήνας που προσπαθούσε με λυγμική φωνή να αντλήσει κουράγιο από τον ίδιο τον εαυτό του…
Η δημοσίευση του άρθρου στο περιοδικό προκάλεσε σάλο. Έβαλε φυσικά τέλος στις όποιες φήμες περί θανάτου του Βασίλη και περνά το κοινό που ενδιαφέρεται για εκείνον σε μια άλλη φάση: Από αυτήν της κουτσομπολίστικης και σκανδαλοθηρικής περιέργειας σε αυτή της θλίψης για την επιβεβαίωση του χειρότερου σεναρίου.
Οι φωτογραφίες και το κείμενο που τις συνοδεύει ραγίζουν την καρδιά και των πιο κακόβουλων, δίνοντας την ανθρώπινη διάσταση του θέματος μέσα σε μια εποχή που κάθε αναφορά στο Aids προκαλούσε υστερία.
Δεν είναι τυχαίο ότι για αυτό το άρθρο η κυρία Ζαννιδάκη τιμήθηκε με το βραβείο του Ιδρύματος Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Β. Μπότση για τη γενναιότητα και την ευπρέπεια με την οποία χειρίσθηκε το θέμα.
Το τέλος για τον Βασίλη Κουρκουμέλη ήρθε τελικά στις 13 Ιουνίου έπειτα από μεγάλη ταλαιπωρία.
Ήταν ίσως το πιο διάσημο θύμα του Aids στην Ελλάδα. Η εξέλιξη της ιατρικής και η αντιμετώπιση του HIV σήμερα με τις ολοένα και πιο βελτιωμένες αγωγές κάνει την ιστορία του Billy Bo ακόμη πιο τραγική: Αν δεν είχε ασθενήσει τόσο νωρίς, σήμερα θα μπορούσε να είναι ακόμη εδώ, δημιουργικός όμορφος και ταλαντούχος….