Ένα μεγάλο κεφάλαιο του Ελληνικού πολιτισμού και της Ελληνικής Ιστορίας κλείνει με τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος στα 96 του χρόνια αποτελούσε έναν από τους τελευταίους συνδετικούς κρίκους με μια χρυσή εποχή δημιουργίας και ανθρώπων για την Ελλάδα.
Όπως αναφέρει η επίσημη βιογραφία του, ο Μίκης Θεοδωράκης, Κρητικός στην καταγωγή, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως στη Μυτιλήνη, Γιάννενα, Κεφαλονιά, Πύργο, Πάτρα και κυρίως στην Τρίπολη.
Από τότε φάνηκε καθαρά, ότι η ζωή του θα μοιραζόταν ανάμεσα στη μουσική και στον αγώνα για τον “Ανθρωπο” όπως θα έλεγε ο ίδιος.
Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του Κασσιανή και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται.
Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στο ΕΑΜ και αγωνίζεται κατά των Γερμανών κατακτητών. Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Μετά την απελευθέρωση ξεσπά ο εμφύλιος.
Ο Θεοδωράκης λόγω των προοδευτικών του ιδεών καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Τελικά συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία στην αρχή στην Ικαρία και στη συνέχεια στο επονομαζόμενο στρατόπεδο θανάτου, τη Μακρόνησο. Τελικά αποφοιτά από το Ωδείο το 1950 με δίπλωμα στην αρμονία, αντίστιξη και φούγκα.
Το 1953 παντρεύτηκε τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου και μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα.
Το 1954 πηγαίνει με υποτροφία στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στο Conservatoire και σπουδάζει μουσική ανάλυση με τον Olivier Messiaen και διεύθυνση ορχήστρας με τον Eugène Bigot.
Η περίοδος 1954-1960 είναι μια εποχή έντονης δραστηριότητας για τον Θεοδωράκη στο χώρο της Ευρωπαϊκής μουσικής. Συνθέτει μουσική για το μπαλέτο της Ludmila Tcherina, το Covent Garden, Stuttgart Ballet και επίσης για τον κινηματογράφο.
Το 1957 του απονέμεται το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας από τον Schostakovitch για το έργο του, Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα.
Συγχρόνως συνθέτει πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα. Έχει ήδη μελοποιήσει τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, που σηματοδοτεί την “στροφή” του προς το λαϊκό τραγούδι. Συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρίσκουν βαθύτατη απήχηση.
Ιδρύει την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ΄ όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής.
«Μελετάει τα πάντα με ένα ύφος δυσπιστίας.” λέει για αυτόν η Μελίνα Μερκούρη “Είναι πιο φιλόδοξος ακόμη κι από εμένα. Νομίζω πως εγώ γνωρίζω τα όριά μου. Ο Μίκης έχει εμμονές. Όταν διευθύνει πέντε μπουζούκια κάνει σαν να διευθύνει ολόκληρη την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Ο Θεοδωράκης είναι ένας από τους πιο σπουδαίους συνθέτες της Ελλάδας»
Ένας από τους στενότερους φίλους του στην Ελλάδα είναι ο Μάνος Χατζιδάκις. Μαζί αποτελούν τους δύο μεγάλους πόλους της Ελληνικής Μουσικής.
Η κόρη του συνθέτη, Μαργαρίτα Θεοδωράκη διηγήθηκε σε πρόσφατη συνέντευξη της: «Ο Μάνος Χατζιδάκις καταρχάς ήταν ο στενός φίλος του πατέρα μου, κάτι που δεν γνωρίζουν πολλοί. Τεράστια αγάπη είχαν! Κάθε πρωί έπαιρναν τηλέφωνο, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, για να σχολιάσουν τα πολιτικά. Πάντα! Το σήκωνε η μαμά το τηλέφωνο, «Μυγτωωώ» της έλεγε ο Χατζιδάκις που την αγαπούσε, έκαναν το κουτσομπολιό τους για λίγο και μετά μίλαγαν για πολιτική με τον μπαμπά. Συναντιόνταν συχνά, ειδικά την εποχή Κοσκωτά και όταν ο μπαμπάς μου είχε αναλάβει την ΕΡΤ, στον «Μαγεμένο Αυλό» και έτρωγαν. Ήταν μεγάλη απόλαυση να τους ακούς. Εγώ επειδή ακολουθούσα και ως κόρη τον πατέρα μου – ξέρετε τώρα, το γνωστό οιδιπόδειο – ποτέ δεν μίλαγα και μόνο άκουγα. Ο Χατζιδάκις ήταν πολύ αυστηρός, δεν εκτιμούσε πολύ κόσμο, ακόμη και ανθρώπους πολύ γνωστούς, τραγουδιστές και καλλιτέχνες. Και ο μπαμπάς να του λέει: «Έλα τώρα, βρε Μάνο…» Θετικός ο μπαμπάς, αρνητικός ο Μάνος…»
Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύεται η “Νεολαία Λαμπράκη”, της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται Βουλευτής της ΕΔΑ.
Την 21η Απριλίου του 1967 περνά στην παρανομία και απευθύνει την πρώτη έκκληση για Αντίσταση κατά της Δικτατορίας στις 23 Απριλίου. Τον Μάιο του 1967 ιδρύει μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ και εκλέγεται πρόεδρός του.
Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967.: Μπουμπουλίνας, απομόνωση, φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, νοσοκομείο, αποφυλάκιση και κατ΄ οίκον περιορισμός, εκτόπιση με την οικογένεια στη Ζάτουνα Αρκαδίας, στρατόπεδο Ωρωπού. ΄Όλο αυτό το διάστημα συνθέτει συνεχώς. Πολλές από τα καινούρια έργα κατορθώνει με διάφορους τρόπους να τα στέλνει στο εξωτερικό, όπου τραγουδιούνται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.
Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως ο Δημήτρης Σοστάκοβιτς, Arthur Miller, Laurence Olivier, Yves Montand κ.λ.π. δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά υπό την πίεση αυτή αποφυλακίζεται και βρίσκεται στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970.
Στο εξωτερικό αφιερώνει όλο το χρόνο του σε περιοδείες σ’ όλο τον κόσμο με συναυλίες, συναντήσεις με αρχηγούς κρατών και προσωπικότητες, συνεντεύξεις, δηλώσεις για την πτώση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Οι συναυλίες του γίνονται βήμα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης και για τους άλλους λαούς που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα: Ισπανούς, Πορτογάλους, Ιρανούς, Κούρδους, Τούρκους, Χιλιανούς, Παλαιστίνιους.
Γιατί πεποίθησή του ήταν πάντα, ότι η δημοκρατία και η ελευθερία είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την εδραίωση της ειρήνης. Γιατί ο πόλεμος αποφεύγεται μόνο από ανθρώπους ελεύθερους, που μπορούν να ρυθμίσουν οι ίδιοι τις τύχες τους.
Το 1972 επισκέπτεται το Ισραήλ δίνοντας συναυλίες. Συναντάται με τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Αλόν, που του ζητά να μεταφέρει μήνυμα στον Αραφάτ. Πραγματικά αμέσως μετά συναντάται με τον Αραφάτ, στον οποίο επιδίδει το μήνυμα της Ισραηλινής Κυβέρνησης και προσπαθεί να τον πείσει να αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά. Από τότε συνέβη πολλές φορές να παίξει τον ρόλο του άτυπου πρεσβευτή μεταξύ των δύο πλευρών.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι το 1994 γιορτάσθηκε πανηγυρικά στο ΄Όσλο η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων παρουσία των Πέρες και Αραφάτ με την παρουσίαση του Μαουτχάουζεν που στο μεταξύ έχει γίνει “εθνικό τραγούδι” του Ισραήλ και του Ύμνου για την Παλαιστίνη που έγραψε ο Θεοδωράκης, ως αναγνώριση και της δικής του συμβολής στην υπόθεση της ειρήνης στην περιοχή αυτή.
Επισκέπτεται επίσης την Αλγερία, Αίγυπτο, Τύνιδα, Λίβανο και Συρία προσπαθώντας να ενισχύσει τον διάλογο μεταξύ αντιμαχομένων πλευρών.
Εκείνη την εποχή γράφει τη μουσική για το “Ζ” του Κώστα Γαβρά ο οποίος διηγήθηκε για τη συνεργασία τους:
«Ο Μίκης ήταν τότε εξόριστος στη Ζάτουνα. Προσπάθησε η γυναίκα μου να πάει να τον δει, αλλά δεν της το επέτρεψαν. Έστειλα κατόπιν τον Περά, ο οποίος κατάφερε να τον συναντήσει και του εξήγησε τι πάμε να κάνουμε. Ο Μίκης μου έστειλε γραμμένο σ’ ένα πακέτο τσιγάρα μήνυμα που έλεγε: “Ο Κώστας να πάρει από τη μουσική μου ό,τι θέλει.” Πήρα λοιπόν κομμάτια από τη μουσική του, προσέλαβα έναν Γάλλο μουσικοσυνθέτη, έφερε μπουζουξήδες από την Ευρώπη, είχε πολλούς στο Βέλγιο τότε, και δουλέψαμε. Έψαχνα να ντύσω μουσικά τη σκηνή που χτυπιέται ο Μοντάν και πηγαίναμε μπρος-πίσω το φιλμ. Κατά τη διαδικασία αυτή και ενώ ακούγαμε από το τέλος τη μουσική μου άρεσε. Οπότε λέω στον μουσικοσυνθέτη: γράψε τη μουσική από το τέλος προς τα πίσω, το έκανε και έτσι βγήκε η μουσική του “Ζ”.» Αλλά μουσική ο Θεοδωράκης δεν έγραψε ειδικά για την ταινία. Ήταν αποσπάσματα από εδώ και από εκεί από έργα του Μίκη. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού ήταν εξόριστος. Όταν ήρθε στη Γαλλία και είδε την ταινία, μου λέει “αυτή η μουσική ποιανού είναι”; Του λέω δικιά σου είναι Μίκη, αλλά από την ανάποδη.»
Το 1974 με την πτώση της Δικτατορίας γυρίζει στην Ελλάδα. Συνθέτει πάντα μουσική. Δίνει πολλές συναυλίες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Παράλληλα συμμετέχει στα κοινά είτε ως απλός πολίτης, είτε ως βουλευτής είτε ως Υπουργός Επικρατείας.
«Μπορεί να φαίνεται αστείο, αλλά η πρώτη μνήμη που έχω από τη μαμά μου και τον μπαμπά μου είναι στο πάρκο του Λουξεμβούργου.” διηγήθηκε σε συνέντευξη της η κόρη του συνθέτη Μαργαρίτα. “Γεννήθηκα στο Παρίσι, αφού εκεί έμεναν οι γονείς μου τότε μέχρι τον οριστικό ερχομό τους στην Ελλάδα το ’62. Με είχαν στο καροτσάκι, θυμάμαι, κι έβλεπα τους δυο τους και τα φύλλα απ’ τις αγριοκαστανιές. Τι να σας λέω, θυμάμαι και πως ακριβώς ήταν το πάρκο στο Λουξεμβούργο.
Ήτανε πάντα κοντά μας. Ζούσαμε στη Νέα Σμύρνη, ο πατέρας μου μπαινόβγαινε με το citroen. Κλασική ελληνική οικογένεια, ο μπαμπάς, η μαμά, ο παππούς, η γιαγιά κι εμείς τα παιδιά σε ένα σπίτι της Νέας Σμύρνης απ’ αυτά τα παλιά πριν γίνουν πολυκατοικίες.
Το γκρέμισαν όταν ήμασταν στο Παρίσι κι εκεί θυμάμαι πιο πολύ τον πατέρα μου. Κάναμε ένα ταξίδι το ’64 στην Κρήτη για τα γυρίσματα του «Ζορμπά». Πήγαμε όλοι μαζί οικογενειακώς και κοιμηθήκαμε στο ξενοδοχείο «Αμαλία», αν θυμάμαι καλά. Θυμάμαι τον πατέρα μου στην παραλία – ούτε έξι χρονών δεν ήμουν – και τα γυρίσματα κάπου στα Μάταλα. Ήταν η σκηνή στο τέλος που γκρεμίζεται ένα ορυχείο απ’ όπου θα κατέβαινε το τραινάκι. Ο Κακογιάννης ούρλιαζε γιατί δεν πέτυχε η σκηνή και την ξαναστήσανε. Ακόμα και στη χούντα, όμως, ήταν κοντά μας ο μπαμπάς. Δεν θα ξεχάσω τη σκηνή που του έβαζε η μαμά λεκάνη με ζεστό νερό για τα πόδια του, έχοντας γυρίσει απ’ την Πορεία Ειρήνης στον Μαραθώνα. Συνέχεια τον θυμάμαι, που κρύφτηκε, που φυλακίστηκε και που μια ωραία νύχτα του Γενάρη ξανάρθε αφού τού’χαν δώσει αμνηστία. Στο Βραχάτι, επίσης, που τον είχαν σε κατ’ οίκον περιορισμό και στη Ζάτουνα αργότερα που μας πήρε μαζί και ζήσαμε για δεκαοχτώ μήνες. Μετά φύγαμε για το σχολείο στην Αθήνα κι εκείνος για το στρατόπεδο στον Ωρωπό. Μετά Παρίσι, μαζί πάλι. Πολύ μαζί και πολλά ταξίδια. Σκεφτείτε ότι μεσ’ στη χούντα έδωσε 2.000 συναυλίες που μας έπαιρνε κι εμάς όταν δεν είχαμε σχολείο. Πήγαμε δυο φορές στη Νότιο Αμερική, Αργεντινή, Χιλή, Μεξικό, Περού, Βενεζουέλα, μιλάω για δύο χρονιές, από το ’70 έως το ’72. Πήγαμε Ισραήλ, γυρίσαμε όλη την Ευρώπη και για τα παιδιά, ξέρετε, είναι φοβερά αυτά τα τόσα πολλά ταξίδια. Δεν τον αποχωριστήκαμε δηλαδή ποτέ τον μπαμπά. Ήταν πάντα αυτό που λέμε «Πάτερ Φαμίλιας», νοιαζόταν για τα παιδιά του, νοιάζεται για τα εγγόνια του, όπως νοιάζεται για όλο τον γύρω κόσμο. Ανακατεύεται, δεν είναι ο σταρ που δεν τον ακουμπάς και είχε τους παρατρεχάμενους. Ζούσαμε μια ζωή πολύ φυσιολογική. Η μαμά κάθε πρωί μαγείρευε, μας τάιζε, έπλενε, σιδέρωνε…Η μαμά ήταν πολύ δυναμική. Κρατούσε την οικογένεια, κρατούσε τα χρήματα. Ο πατέρας μου χαρτζιλίκι έπαιρνε, δεν είχε ποτέ λεφτά πάνω του. Τα πάντα έλεγχε η μάνα μου και ανακατευόταν με τις συναυλίες σαν μάνατζερ!»
Το 1976 ο Μίκης Θεοδωράκης ιδρύει το Κίνημα ¨Πολιτισμός της Ειρήνης¨ και δίνει διαλέξεις και συναυλίες σ΄ όλη την Ελλάδα.
Το 1983 του απονέμεται το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Το 1986 γίνεται πραγματικότητα κάτι που από το 1970 ακόμα έχει υποστηρίξει σε συνεντεύξεις του: η δημιουργία επιτροπών ελληνοτουρκικής φιλίας στην Ελλάδα με πρόεδρο τον ίδιο και στην Τουρκία με τη συμμετοχή γνωστών πνευματικών ανθρώπων όπως ο Αζίζ Νεσίν, ο Γιασέρ Κεμάλ και ο Ζουλφύ Λιβανελί.
Ο Θεοδωράκης δίνει πολλές συναυλίες στην Τουρκία, που τις παρακολουθούν κυρίως νέοι με συνθήματα υπέρ της φιλίας μεταξύ των δύο λαών.
Αργότερα παίζει και πάλι το ρόλο του άτυπου πρεσβευτή ειρήνης, μεταφέροντας μηνύματα των ελλήνων πρωθυπουργών, του Α. Παπανδρέου και του Κ. Μητσοτάκη προς την τουρκική κυβέρνηση.
Επίσης το 1986 (μετά την καταστροφή στο Τσερνομπίλ) πραγματοποιεί μεγάλη περιοδεία με συναυλίες σ΄ όλη την Ευρώπη κατά της ατομικής ενέργειας.
Το 1988 διοργανώνονται με δική του πρωτοβουλία δύο συνέδρια για την ειρήνη στο Tübingen και στην Κολωνία. Συμμετέχουν πολιτικοί όπως ο Όσκαρ Λαφονταιν και ο Johannes Rau, φιλόσοφοι όπως ο Dürrenmatt, συγγραφείς και καλλιτέχνες.
Το 1990 δίνει 36 συναυλίες σ΄ολη την Ευρώπη υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστείας. Συνεχίζει δίνοντας συναυλίες για την ηλιακή ενέργεια (υπό την αιγίδα της Εurosolar), κατά του αναλφαβητισμού, κατά των ναρκωτικών κ.λ.π.
Παράλληλα αγωνίζεται και για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε άλλες χώρες και κυρίως στις γειτονικές Αλβανία (που την επισκέπτεται και ως Υπουργός για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας) και Τουρκία. Ως πρόεδρος Διεθνούς Επιτροπής στο Παρίσι καταβάλλει προσπάθειες για την απελευθέρωση των τούρκων ηγετών της αντιπολίτευσης Κουτλού και Σαργκίν που τελικά επιτυγχάνουν.
Προτείνει τη διοργάνωση Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Ειρήνης στους Δελφούς και υποβάλλει στην κυβέρνηση σχέδιο για μια “Ολυμπιάδα του Πνεύματος”.
Ιδρύει επιτροπή συμπαράστασης και βοήθειας προς τον Κουρδικό λαό.
Το 1993 αναλαμβάνει Γενικός Διευθυντής Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ, όμως παραιτείται τον επόμενο χρόνο.
Σε περιοδεία του στην Αμερική και τον Καναδά το 1994 για την ενίσχυση Πολιτιστικού κέντρου των ομογενών, η Σύγκλητος του Québec υποδέχεται με ομόφωνο ψήφισμά της, με το οποίο τον τιμά για την προσφορά του στον πολιτισμό και τους αγώνες του για τον Ανθρωπο.
Τα επόμενα χρόνια παρουσιάζονται οι όπερές του “Ηλέκτρα” (1995) και “Αντιγόνη” (1999) ενώ παράλληλα αναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα στο εξωτερικό (Ευρώπη, Νότια Αφρική, Αμερική) και παίρνει δυναμικά θέση σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της εποχής (ελληνοτουρκική φιλία, σεισμοί, βομβαρδισμοί στην Γιουγκοσλαβία, υπόθεση Οτσαλάν, πόλεμος στο Αφγανιστάν, πόλεμος στο Ιράκ κ.λπ.).
Το 2000 είναι υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης. Σύσσωμη η πολιτική και η πνευματική ηγεσία Ελλάδας και Κύπρου στηρίζει την υποψηφιότητα, ενώ στη Νορβηγία, στα γραφεία της Επιτροπής για το Νόμπελ φθάνουν συνεχώς επιστολές από όλα τα μέρη του κόσμου από προσωπικότητες, φορείς και απλούς ανθρώπους.
Το 2002 παρουσιάζεται η όπερά του “Λυσιστράτη”, ένας αληθινός ύμνος στην Ειρήνη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε όλα τα είδη της μουσικής: όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα, χορωδιακή εκκλησιαστική μουσική, μουσική για αρχαίο δράμα, για θέατρο, για κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι, μετασυμφωνικά έργα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ταλαιπωρήθηκαν από μια σειρά ασθενειών που ωστόσο δεν εξάντλησαν το πνεύμα του μεγάλου συνθέτη ο οποίος εξακολουθούσε να παρεμβαίνει σε καίριες στιγμές του ελληνισμού. Όπως ανέφερε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακκελαροπούλου:
“Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε ένας πανέλληνας και ταυτόχρονα οικουμενικός δημιουργός, ένα ανεκτίμητο κεφάλαιο του μουσικού μας πολιτισμού. Του χαρίστηκε μια πλούσια και γόνιμη ζωή που την βίωσε με πάθος, μια ζωή ταγμένη στη μουσική, τις τέχνες, τον τόπο μας και τους ανθρώπους του, αφοσιωμένη στις ιδέες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Ο Μίκης δοκιμάστηκε σε όλα τα είδη της μουσικής – το τραγούδι, το ορατόριο, τη συμφωνική μουσική, τη μουσική για τον κινηματογράφο – με εξαιρετική επιτυχία. Έγραψε μελωδίες που συνυφάνθηκαν με την ιστορική και κοινωνική πορεία της Ελλάδας τα μεταπολεμικά χρόνια, μουσικές που λειτούργησαν σαν παρότρυνση, σαν παρηγοριά, σαν διαμαρτυρία, σαν στήριγμα στις ζοφερές περιόδους της νεότερης ιστορίας μας.
Πάντα «πολιτικός», συνέδεσε την πολιτική πράξη με την υπέρβαση και τον αγώνα. Ο ίδιος αυτοχαρακτηρίστηκε «μόνος, ανένταχτος, ανεξάρτητος, αυτοστρατευμένος». Ταγμένος στην εθνική αξιοπρέπεια, την ανθρωπιά και την ομοψυχία, δεν έπαψε ποτέ να είναι ένας βαθύς, πολυσχιδής δημιουργός, κι ένας καλλιτέχνης που επέμενε ως το τέλος να βλέπει τον κόσμο με τον ρομαντισμό και την εμπιστοσύνη μιας αιώνιας, ακατάλυτης νιότης.”
Photo Getty Images/ Ideal Image
Διαβάστε επίσης
Μίκης Θεοδωράκης: Το πρώτο μήνυμα της κόρης του Μαργαρίτας μετά τον θάνατό του (hellomagazine.com)