Μίμης Πλέσσας: Σήμερα στις 15:00 η κηδεία του από το Α Νεκροταφείο Αθηνών
Σε αντίθεση με τον τίτλο ενός από τα πιο επιτυχημένα λαϊκά τραγούδια του, δεν «έβρεξε φωτιά στη στράτα» του Μίμη Πλέσσα… Έβρεξε για σχεδόν έναν αιώνα τραγούδια και μουσικές, που παραμένουν ως απτές αποδείξεις για το πληθωρικό ταλέντο του.
Ο Μίμης Πλέσσας, ένας από τους σημαντικότερους και πολυγραφότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες, κινήθηκε με άνεση από την τζαζ και την ελαφρά μουσική μέχρι το έντεχνο λαϊκό τραγούδι και τις μεγάλες μουσικές φόρμες.
Και αυτά αφήνει πίσω του φεύγοντας από τη ζωή, μόλις επτά μέρες πριν γιορτάσει τα εκατό του χρόνια. Οι αρχές της δεκαετίας του ’50 τον βρήκαν στις ΗΠΑ, όπου, μετά τις σπουδές του στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Χημεία, ένα πεδίο στο οποίο ήταν εξίσου ταλαντούχος.
Μάλιστα, ένας από τους καθηγητές του ήταν ο Άλμπερτ Αϊνστάιν. «Ευτύχησα να έχω τον Άλμπερτ Αϊνστάιν λέκτορα στα τελευταία του χρόνια στο πανεπιστήμιο, όταν εγώ έπαιρνα το διδακτορικό μου.
Καταλαβαίνεις ότι θα έπρεπε να θεωρώ τον εαυτό μου πανηλίθιο αν δεν αντιλαμβανόμουν τη μεγαλοσύνη τού να βρίσκεσαι δίπλα στον άνθρωπο που κατάφερε τόσο κομψά να εκφράσει τι συμβαίνει στο σύμπαν!
Από την άλλη μεριά, την ίδια εποχή είχα την ευκαιρία να παίζω με τους μεγαλύτερους έγχρωμους τζαζίστες στην Αμερική», είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Marathon Press».
Το 1952, νεαρός πιανίστας ακόμα, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μουσικής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, ενώ την επόμενη χρονιά κατετάγη πέμπτος ανάμεσα στους πιανίστες στις ΗΠΑ, όπου έπαιζε μουσική παρέα με σπουδαίους τζαζίστες όπως ο Ντίζι Γκιλέσπι, ο Κόλμαν Χόκινς, ο Λέστερ Γιανγκ και ο Χάρι Τζέιμς.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αποφάσισε να εγκαταλείψει την προσπάθεια να ισορροπεί ανάμεσα στην επιστήμη και στην τέχνη, και η μουσική τον κέρδισε ολοκληρωτικά. Άρχισε να ασχολείται με το λεγόμενο «ελαφρό τραγούδι» της εποχής, συνθέτοντας για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό έργο του εκείνης της περιόδου είναι οι περίφημες «Θαλασσιές χάντρες», που ερμήνευε ο υπέροχος Δημήτρης Χορν στο ντοκιμαντέρ «Η Αθήνα τη νύχτα» το 1962.
Η δεκαετία του ’60 σφραγίστηκε από τη συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ, που ξεκίνησε το 1960 με την ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Μέχρι τον θάνατο του Φιλοποίμενα Φίνου, το 1977, συνολικά 64 ταινίες της Φίνος Φιλμ, σε όλη την γκάμα των κινηματογραφικών ειδών, «ντύθηκαν» μουσικά από τον Μίμη Πλέσσα.
Το 1962 υπέγραψε το σάουντρακ για τον «Νόμο 4000» του Γιάννη Δαλιανίδη, ξεκινώντας έτσι μια συνεργασία που θα έμενε στην ιστορία με τη μουσική που έγραψε για τα δημοφιλή μιούζικαλ του σκηνοθέτη («Γοργόνες και μάγκες», «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μερικοί το προτιμούν καυτό», «Μια κυρία στα μπουζούκια», «Κορίτσια για φίλημα» κ.ά.).
Μέσα από αυτές τις ταινίες γεννήθηκαν τραγούδια που αγαπιούνται μέχρι σήμερα από τον κόσμο και έχουν συνδεθεί άρρηκτα στη μνήμη με τους ερμηνευτές τους (η Μαρινέλλα με το «Άνοιξε πέτρα», η Μαίρη Χρονοπούλου με το «Του αγοριού απέναντι», ο Γιάννης Πουλόπουλος με το «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», ακόμα και ο Κώστας Βουτσάς με το «Φσστ μπόινγκ!»).
Εξίσου σημαντική όμως είναι η συμβολή του και στις δραματικές ταινίες, αλλά και στο ελληνικό νουάρ, όπου η Πόλυ Πάνου είχε την ευκαιρία να ξεχωρίσει με το «Τι σου ‘κανα και πίνεις», ενώ ο Στράτος Διονυσίου ερμήνευσε στιβαρά το ζεϊμπέκικο «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου».
Ο Μίμης Πλέσσας, ανένταχτος μουσικά –τόσο ως προς το είδος που έγραφε και έπαιζε όσο και ως προς το σύστημα, καθώς ποτέ δεν ανήκε σε δισκογραφική εταιρεία–, στη μακρόχρονη διαδρομή του ανακάλυψε ή καθιέρωσε πολλούς τραγουδιστές και ηθοποιούς που έγιναν στη συνέχεια διάσημοι, μεταξύ των οποίων τη Ζωή Κουρούκλη, τη Νάνα Μούσχουρη, την Τζένη Βάνου, τη Γιοβάννα, τη Μαρινέλλα, τη Ρένα Κουμιώτη, τον Γιάννη Βογιατζή, τον Γιάννη Πουλόπουλο, τον Τόλη Βοσκόπουλο, τον Στράτο Διονυσίου.
Ο δίσκος του «Ο δρόμος», που κυκλοφόρησε το 1969 σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και με ερμηνευτή τον Γιάννη Πουλόπουλο, σημείωσε σαρωτική επιτυχία, εμπορική και καλλιτεχνική.
Με τραγούδια όπως τα «Ξημερώνει Κυριακή», «Έπεφτε βαθιά σιωπή», «Γέλαγε η Μαρία» και «Το άγαλμα», κατέχει περίοπτη θέση στην ελληνική δισκογραφία. Με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 50.000 αντίτυπα, ήταν ο πρώτος εγχώριος χρυσός δίσκος.
Εκτός από τα τραγούδια, ασχολήθηκε και με τις μεγάλες μουσικές φόρμες, γράφοντας τη λαϊκή όπερα «Ζευς», σε λιμπρέτο του Γιάννη Καλαμίτση, και το ορατόριο «Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος των σκλάβων», σε λιμπρέτο του Ιάκωβου Αυλητή.
Ωστόσο ο ίδιος έλεγε: «Εξακολουθώ να μη γνωρίζω ούτε μία νότα. Είμαι αυτοδίδακτος, και χαίρομαι να το λέω, επειδή ως αυτοδίδακτος έχω διευθύνει τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου και έχω πάρει τα μεγαλύτερα διεθνή βραβεία».
Πολυαγαπημένος του κοινού, αξιώθηκε να λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεύσεις, με τελευταία αυτή στις 7 Ιουνίου 2024, όταν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου του απένειμε το Παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής, αναγνωρίζοντας έτσι την αξία μιας προσωπικότητας της ελληνικής μουσικής που αγαπήθηκε όσο λίγες.
Στην προσωπική του ζωή, έκανε τρεις γάμους: με την Κλειώ Μουζίνα ενώ ήταν ακόμη φαντάρος, με την Τζέλλα Πλέσσα, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον μουσικοσυνθέτη Αντώνη Πλέσσα, και με τη Λουκίλα Καρρέρ, η οποία και στάθηκε δίπλα του επί 38 χρόνια και τον στήριξε μέχρι την τελευταία του πνοή.
Μαζί απέκτησαν μια κόρη, την Ελεάνα, στην οποία ο συνθέτης είχε ιδιαίτερη αδυναμία.
Η κηδεία του θα τελεστεί σήμερα 9 Οκτωβρίου στις 3:00 μ.μ. στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και από τις 10 το πρωί η σορός του έχει εκτεθεί για λαϊκό προσκύνημα
Φωτογραφίες: papadakis press | finos film | social media