«Αν με δεις να στέκομαι μπροστά σε βιτρίνα, θα είναι με κουζινικά» μου είχε πει η Ροζίτα Σώκου καθισμένη στον καναπέ του διαμερίσματος της στο Παγκράτι θέλοντας να τονίσει την αδιαφορία της για την φιλαρέσκεια.
Η ίδια είχε αποδείξει ότι η γοητεία δεν είχε να κάνει με την εξωτερική εμφάνιση όσο με την προσωπικότητα.
«Τι να σε κεράσουμε εσένα;» ρωτούσε με οικειότητα ενώ από την κουζίνα της έρχονταν μυρωδιές ψημένης σφολιάτας, δίνοντας σου την αίσθηση ότι έχεις έρθει επίσκεψη στο σπίτι μιας αγαπημένης θείας σου. Αυτό ήταν ένα είδος καμουφλάζ.
Εκτός από φιλόξενη και ανοιχτόκαρδη οικοδέσποινα η Ροζίτα Σώκου ήταν ένας από τους πιο ενδιαφέροντες, αντισυμβατικούς και πολυπράγμονες ανθρώπους που πέρασαν από τη δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα.
Ευλογημένη με φαινομενικά αιώνια μέση ηλικία, η Ροζίτα Σώκου ήταν μια σταθερά της Ελληνικής δημοσιογραφίας από τη δεκαετία του 40 μέχρι σήμερα, που έφυγε σε ηλικία 98 ετών, θύμα και εκείνη του κορονοϊού σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής.
Είχαμε ξεχάσει βέβαια την ηλικία της, γιατί την είχε ξεχάσει και εκείνη. Το μυαλό της έκοβε ξυράφι, όπως και η γλώσσα της και είχε παραμείνει δραστήρια μέχρι τέλους. Μέχρι πριν μερικά χρόνια αρθρογραφούσε αλλά και δίδασκε υποκριτική, ενώ πρόσφατα είχε αφιερωθεί στην συγγραφή της αυτοβιογραφίας της. Είχε ατέλειωτες ιστορίες να διηγηθεί.
Λάτρις του θεάτρου και του κινηματογράφου από τα παιδικά της χρόνια, με σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών δίπλα στον Τσαρούχη, μεταφράστρια- ήταν από τους πρωτεργάτες της Επιστημονικής Φαντασίας στην Ελλάδα μεταφράζοντας Ασίμωφ-, δημοσιογράφος με σπάνια εμπειρία και γνώσεις, με την υπογραφή της να ανεβάζει το κύρος σε εφημερίδες και περιοδικά, ήταν μια σταρ της μικρής οθόνης χάρη στο «Να η Ευκαιρία» και είχε γνώμη για όλα όσα την ενδιέφεραν, ακόμη και όταν ενοχλούσε.
Γιατί δεν αδιαφορούσε μόνο για τη φιλαρέσκεια η Ροζίτα, αλλά κυρίως και για τις αντιδράσεις στην γνώμη της, την οποία ποτέ δεν δίσταζε να εκφράσει, ειδικά τα τελευταία χρόνια, όταν ο χρόνος την είχε απελευθερώσει πλήρως, δίνοντας της την ευκαιρία να πει όσα δεν είχε πει ποτέ σπάζοντας άγραφα ταμπού. Έμοιαζε δε να απολαμβάνει σαν σκανταλιάρικο παιδί την ιερή φρίκη που προκαλούσε: “Τι μ΄ενδιαφέρει εμένα τι λένε οι άλλοι, πεντάρα δεν δίνω γι΄αυτό!» είχε πει χαρακτηριστικά.
Ήταν φίλη με τη Μελίνα Μερκούρη;
«Θεός φυλάξοι! Ατάλαντος άνθρωπος, εκτός από όταν έπαιζε τον εαυτό της στην Στέλλα. Τίποτα άλλο δεν μπορούσε να κάνει. Την έχω δει σε μονολόγους να γελάνε και οι κότες! Η νοοτροπία αυτής της γυναίκας ήταν ανατριχιαστική» είχε πει σε τηλεοπτική της συνέντευξη.
Όσο για την Αλίκη Βουγιουκλάκη, για την οποία είχε γράψει τόσα και τόσα στα χρόνια της στη δημοσιογραφία;
“Η Αλίκη υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του ελληνικού θεάτρου. Όμως ήθελε πάνω απ΄ όλα να την αγαπάει ο κόσμος και θυσιάστηκε γι΄ αυτό. Το κοινό την ήθελε με ξανθές μπούκλες, βλεφαρίδα- κάγκελο και με το λουλούδι στα μαλλιά, και αυτό έκανε! Θυσίασε το ταλέντο της για την αγάπη του κόσμου…” είχε πει σε συνέντευξη της σε εβδομαδιαίο περιοδικό.
Την ημέρα που την είχα συναντήσει ήταν έξαλλη επειδή ο Ανδρέας Μικρούτσικος είχε πιάσει το μάγουλο του Γιάννη Δαλιανίδη σε ένα talent show που παρουσίαζε και είχε καλεσμένο τον γνωστό σκηνοθέτη. «Είναι δυνατόν να του πιάνει το μαγουλάκι; Κανένας σεβασμός;».
Την ενδιέφερε ωστόσο πολύ περισσότερο να μιλήσει για την μεγάλη της λατρεία για τον Ρούντολφ Νουρέγεφ για τον οποίο είχε γράψει και βιβλίο καθώς οι δυο τους είχαν συνδεθεί με φιλικό δεσμό. Ο Τύπος της εποχής έγραφε ότι ο Νουρέγεφ είχε ερωτευθεί την Ροζίτα η οποία είχε δηλώσει σε συνέντευξή της:
«Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ήταν τα 15 που πέρασα μαζί με τον Νουρέγιεφ. Είναι πολλά όταν ζεις δίπλα σε έναν τέτοιο άνθρωπο. Εμένα μου φέρθηκε από την αρχή ως το τέλος θαυμάσια, αλλά συνήθως στις γυναίκες φερόταν σαν αγροίκος».
Το ενδιαφέρον της όμως εστιαζόταν περισσότερο στην υψηλή Τέχνη του χορού και στον Νουρέγεφ σαν ερμηνευτή της και λαμπαδηφόρο της, παρά στον ιδιωτικό βίο και τις μικρότητες του. Η υψηλή Τέχνη και οι άξιοι υπηρέτες της ήταν άλλωστε ξεκάθαρα αυτό που ενδιέφερε τη Ροζίτα Σώκου περισσότερο από οτιδήποτε, είτε επρόκειτο για το χορό, είτε για τη μουσική, είτε για το θέατρο, είτε για τον κινηματογράφο τον οποίο γνώριζε όσο λίγοι.
Είχε γνωρίσει από κοντά τους μεγαλύτερους μύθους του παγκόσμιου κινηματογράφου, και είχε κάτι ζουμερό να πει για όλους τους. Όπως για παράδειγμα για τη γνωριμία της με τον Μάρλον Μπράντο στα χρόνια του 60 για την οποία θα έλεγε αργότερα στο περιοδικό Life&Style:
“Η άφιξη του στην Αθήνα αποτέλεσε το πρώτο θέμα εκείνες τις μέρες στον Τύπο. Δεν υπήρχε μεγαλύτερο όνομα τότε. Έπρεπε να συνεννοηθεί με τη γυναίκα του για το παιδί στο νησί όπου βρισκόταν. Είχε βρογχικά και ο γιατρός του τον συμβούλευσε να μην κάνει μεγάλες πτήσεις. Έτσι αναγκαζόταν κάθε τόσο να κατεβαίνει από το αεροπλάνο και να ξεκουράζεται. Θυμάμαι έκανε την πρώτη στάση στη Ρώμη και έπειτα ήρθε στην Αθήνα. Τότε με παρακάλεσε ο Βίκτωρ Μιχαηλίδης να τον συνοδεύσω στο αεροδρόμιο για να τον υποδεχτούμε. Κάποια στιγμή, δεν θυμάμαι για πιο λόγο, ο Βίκτωρ έπρεπε να φύγει. Έτσι με άφησε στο πόδι του να τον περιμένω. Ο αρχηγός της ασφάλειας του αεροδρομίου νόμιζε ότι ήμουν η γραμματέας του Μιχαηλίδη πράγμα το οποίο φυσικά και δεν διέψευσα. «Αν μαζευτούν ουρές από κόσμο να τον βάλετε αμέσως στο αυτοκίνητο και να φύγετε» μου είχε πει χαρακτηριστικά. Πράγματι έτσι και έγινε. Με το που ανοίγει την πόρτα ο σοφέρ, μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο ο Μπράντο σαν αστραπή. Έτσι γνώρισα τον Μάρλον…”
Ήταν Μάιος του 2005 όταν την είχα επισκεφθεί για τις ανάγκες του Life&Style και ήταν η πρώτη χρονιά που η Ροζίτα δεν θα πήγαινε στις Κάννες για να καλύψει δημοσιογραφικά το κινηματογραφικό φεστιβάλ.
«Έζησα το φεστιβάλ καμιά πενηνταριά Μάϊους και εφέτος αποφάσισα, εντελώς παράλογα να μην το επισκεφθώ, μολονότι όλα ήταν έτοιμα και η πρόσκληση στην τσέπη μου συνοδευόμενη από καμιά δεκαπενταριά τηλεφωνήματα των υπευθύνων του Τύπου. Και κάθε χρόνο, για μένα τουλάχιστον η ίδια αγωνία. Θα έχουμε ελληνική ταινία; Θα αρέσει, αν τελικά γίνει δεκτή; Με τι μούτρα θα γράφουμε τις ανταποκρίσεις μας αν οι κριτικοί μας την διαλύσουν;»
Η δημοσιογράφος, κριτικός και συγγραφέας θα διηγείτο στο Life&Style όλες τις αναμνήσεις της από τα χρόνια της στο περίφημο κινηματογραφικό φεστιβάλ όπου είχε γνωρίσει όλα τα μεγάλα αστέρια της έβδομης τέχνης από κοντά:
«Την άνοιξη του 1953 μάζεψα τις οικονομίες μου και μαζί με τον συνάδελφό μου και κατόπιν κουμπάρο μου Μάριο Πλωρίτη, ξεκινήσαμε για τις Κάννες. Τότε, σημειώνω, οι εφημερίδες αγνοούσαν τις Κάννες και δεν έδιναν πεντάρα. Εκείνη τη χρονιά ακόμη όλοι οι κριτικοί και δημοσιογράφοι γενικά από την Αίγυπτο ήταν Έλληνες. Μαζί τους ο νεαρός τότε (ακριβώς 29 ετών) σκηνοθέτης Τζο Σαχίν σήμερα πατριάρχης του αιγυπτιακού κινηματογράφου, ως Γιουσέφ Σαζίν, που είχε φέρει μια συμπαθητική ταινία με έναν άγνωστο 23χρονο πρωταγωνιστή, τον Λιβανέζο Μισέλ Καλούμπ που έκανε καριέρα στην Αίγυπτο με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ομάρ Σαρίφ. Ήμασταν οι μόνοι νέοι και αναγκαστικά κάναμε παρέα.»
Εκεί γνώρισε και τον σύζυγό της τον Ιταλό δημοσιογράφο Μάνλιο Μαραντέι. «Με ρώτησε γιατί δεν έτρωγα τίποτα, του έδειξα το τραπέζι στο οποίο συνωστίζονταν ένας κόσμος ολόκληρος, σε σημείο να μη βρίσκει ο Μάριος τρόπο να πλησιάσει, με ρώτησε αν του επέτρεπα να μου φέρει ο ίδιος ένα πιάτο, μου το έφερε, γεμάτο, και ύστερα από τέσσερα χρόνια παντρευτήκαμε.»
Μαζί του απέκτησε την κόρη της, δημοσιογράφο Ιρένε Μαραντέι που της χάρισε δύο εγγόνια και είχε τον άχαρο ρόλο να ανακοινώσει τον θάνατό της σήμερα.
Η Ροζίτα Σώκου είχε τιμηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής της με πολλές διακρίσεις για το έργο της, ανάμεσα σε αυτές: Το 1986 τιμήθηκε από τη Γαλλική Κυβέρνηση με το παράσημο του Ιππότη του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών (Chevalier de l’ Ordre des Arts et des Lettres) για τις υπηρεσίες της στον κινηματογράφο. Το 1988 το Ίδρυμα Μπότση της απένειμε βραβείο για την προσφορά της στη δημοσιογραφία ενώ το 2009 η ΕΣΗΕΑ την τίμησε για την καταξιωμένη δημοσιογραφική της πορεία, το επαγγελματικό ήθος της και την προσφορά της στον κλάδο.
Διαβάστε επίσης:
Έφυγε από τη ζωή η Ροζίτα Σώκου – Η ανάρτηση της κόρης της (hellomagazine.com)