Το 1982, ο στενός φίλος της Αλίκης Βουγιουκλάκη, δημοσιογράφος και φωτογράφος Μαρίνος Κουσουμίδης επιμελήθηκε μια ειδική έκδοση αφιερωμένη στη Ζωή Λάσκαρη, ιδιαίτερα δυσεύρετη και σπάνια σήμερα. Μια φωτοβιογραφία που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βασδέκη, με εξαιρετικό φωτογραφικό υλικό και κάποιες λίαν αποκαλυπτικές συνεντεύξεις της Λάσκαρη,- στον Λευτέρη Παπαδόπουλο και τον δημιουργό της έκδοσης- στις οποίες δεν μασά τα λόγια της για τίποτα και για κανέναν και δεν χαρίζεται ούτε στον ίδιο της τον εαυτό:
«Φοβάμαι τη μοναξιά την απογοήτευση, το θάνατο. Αγαπώ τη ζωή. Μου αρέσει να δουλεύω να κουράζομαι να αναπνέω, να διασκεδάζω. Φοβάμαι να μείνω χωρίς συντροφιά. Θα πέθαινα αν με υποχρέωναν να ζήσω μόνη μου σε κάποιο έρημο νησί. Μου αρέσει να έχω ανθρώπους δίπλα μου. Μου έλειψαν η ξέγνοιαστη ηλικία και το αίσθημα της ασφάλειας. Θέλω να με αγαπούν για να αισθάνομαι ασφαλής. Έχω ανάγκη από τους ανθρώπους. Γεννήθηκα μέσα σε ένα σπίτι όπου όλοι μου μιλούσαν για το βασιλιά. Ο πατέρας μου που δεν τον γνώρισα ήταν βαφτισιμιός του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο πατέρας μου, αξιωματικός σκοτώθηκε σε ένα ξενοδοχείο από κομμουνιστές το 1944. Ήμουν βρέφος τότε, λίγων μηνών. Αμέσως μετά ήρθε κι ο θάνατος της μητέρας μου- πέθανε από τον καημό της. Μεγάλωσα στα χέρια του παππού και της γιαγιάς μου, μέσα σε ένα κλίμα που ξεχείλιζε από μίσος για τους κομμουνιστές. Κάποτε που είδα τον Λυκουρέζο, στις αρχές, με την “Αυγή” στην τσέπη του μου ήρθε να τον πνίξω. Μια μέρα ύστερα από πολλές πιέσεις δέχτηκα να πάμε με τον Αλέξανδρο σε μια συναυλία του ΚΚΕ εσωτερικού. Κάποια ώρα ζητήθηκε να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τα θύματα του εμφυλίου, τους κομμουνιστές. Σηκώθηκαν όλοι, σηκώθηκα και εγώ. Και τότε συνειδητοποίησα ότι στεκόμουν όρθια για να τιμήσου τους νεκρούς μιας παράταξης που μέλη της είχαν σκοτώσει τον πατέρα μου! Ένιωσα ντροπή για τον εαυτό μου. Πρόδινα τον πατέρα μου και επειδή δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο ξέσπασα σε γοερά κλάματα. Αλλά αυτό το κλάμα, τι μυστήριο, σα να με λύτρωσε. Σαν να με απελευθέρωσε! Από την ώρα εκείνη δεν είχα πια κανένα μίσος για τους κομμουνιστές. Στις τελευταίες εκλογές, κατέβηκα στο Σύνταγμα ανεμίζοντας σημαίες της Νέας Δημοκρατίας και φωνάζοντας “Ράλλης”. Κανείς όμως δεν ξέρει ότι την Κυριακή που πήγα να ψηφίσω είχα στην τσάντα μου ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ εσωτερικού και αυτό έριξα στην κάλπη».
«Δεν μπορώ να κάνω κάτι αν δεν μου κάνει κέφι. Μου είναι αδύνατον. Δεν μπορώ να επιβληθώ στον εαυτό μου και πω τώρα θα το κάνεις γιατί πρέπει να το κάνεις. Δεν μπορώ… Μου είναι αδιανόητο να κάνω πράγματα που δεν μου πάνε. Όταν όμως κάτι μου κάνει κέφι, τότε πετά, είμαι ακούραστη».
«Τον χαρακτήρα μου να τον χαλάσω σε αυτό το χώρο που λέγεται κινηματογράφος ή θέατρο αποκλείεται. Αυτή θα είμαι, αυθόρμητη, αληθινή, και όσοι με καταλαβαίνουν».
«Από τους παρτενέρ μου ξεχωρίζω ασυζητητί τον Αλέκο τον Αλεξανδράκη. Είναι το μάλαμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Για να μη σου πω ξανά τον Αλέκο τον Αλεξανδράκη και εκεί και πέρα όλοι οι άλλοι. Η συνεργασία μαζί του μου είναι αλησμόνητη».
«Πρέπει να πω ότι θα ήθελα πολύ ο Κούρκουλος να μπορούσε να είχε μείνει το παιδί που γνώρισα στον “Κατήφορο”. Δυστυχώς από την πρώτη αυτή ταινία μέχρι τη δέκατη έβδομη, το “Γυμνοί στο Δρόμο” το 1968 που ξανάκανα με τον Κούρκουλο ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Επαγγελματίας, αυτά… αλλά δεν με αφορά εμένα αυτού του είδους ο συνεργάτης. Κατάλαβες; Δεν με αφορά».
«Είμαι ευτυχής γιατί ξέρω πως αγαπήθηκα πολύ από τους άνδρες μου. Ο Τόλης έγραφε τραγούδια για μένα! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για μια γυναίκα; Ένα βράδυ, ενώ είχαμε χωρίσει το μεσημέρι για να έρθω εγώ στην Αθήνα και να παίξω κι αυτός να μείνει στη Θεσσαλονίκη όπου εμφανιζόταν σε ένα κέντρο, ναύλωσε αεροπλάνο και έτρεξε να με συναντήσει. Μαγευτικά πράγματα. Δεν νομίζω πως αυτό που λέω μπορεί να ενοχλήσει τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο ή τη Μαρινέλλα (σ.σ σύζυγο τότε του Τόλη Βοσκόπουλου), καθόλου. Ο άντρας μου κάνει μαγευτικά πράγματα για μένα κάθε μέρα. Όσο για τη Μαρινέλλα είναι φίλη μου. Ποτέ δεν είδα στα μάτια της κάτι που να με παγώνει. Και δεν πιστεύω ότι το παίζει. Αν το παίζει μπράβο της.
Τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο τον ερωτεύτηκα γιατί ένοιωσα άνετα μαζί του. Είχαμε έναν ελεύθερο διάλογο. Ισότιμα. Κι ένιωθα όταν μιλούσαμε πως αυτά που του εμπιστευόμουν ποτέ δεν θα τα χρησιμοποιούσε εναντίον μου. Ναι τον ερωτεύτηκα. Και ο έρωτας για μένα είναι το πιο άγιο, το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο».
«Είμαι πολυδάπανη. Μου αρέσουν και οι γούνες και τα κοσμήματα και τα κέντρα και τα ταξίδια. Πίστεψε με όμως ότι μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτά. Νομίζω ότι ο Αλέξανδρος εγκατέλειψε την πολιτική για την δικηγορία γιατί έτσι έκρινε πως έπρεπε να κάνει. Και άλλωστε εγώ με τη δουλειά μου κερδίζω πολλά χρήματα που μου επιτρέπουν να ικανοποιώ τις καταναλωτικές επιθυμίες μου. Κέρδιζα πάντα πολλά. Αλλά δεν έχω φράγκο! Τα έτρωγα όλα για να περνάω όμορφα. Αυτός πιστεύω ότι είναι ο προορισμός του χρήματος».
«Δεν μετανιώνω για τίποτα από όσα έχω κάνει μετανιώνω για πράγματα που δεν έχω κάνει, επειδή είχα διάφορες αναστολές. Δεν κοιτάζω ποτέ πίσω μου. Το θεωρώ γρουσουζιά, δειλία. Κάνω όνειρα για το μέλλον. Είναι τόσο όμορφο να μπορείς να κάνεις όνειρα».
«Δεν με τρομάζουν τα γηρατειά παρά μόνο ο θάνατος. Θα ήθελα να πεθάνω πάρα πολύ γριά. Τόσο γριά που να με έχει κουράσει η ζωή και να μη μου φαίνεται τρομερός ο θάνατος».