Η Αντιγόνη Κουλουκάκου, την οποία παρακολουθούμε στη σειρά του Mega “Η γη της Ελιάς” παραχώρησε συνέντευξη στο περιοδικό HELLO! και στη Μαρία Κολλιάτσα. Η ηθοποιός μίλησε για τη συμμετοχή της στη σειρά και την πορεία της στον χώρο της μόδας.
Στο ευρύ κοινό συστήθηκες μέσα από τη σειρά του Mega «Η γη της ελιάς». Πώς προέκυψε η συνεργασία;
Μου τηλεφώνησε ο ίδιος ο Ανδρέας Γεωργίου. Μου αρέσει η ανθρώπινη επαφή, θέλω να ξέρω με ποιον έχω να κάνω, οπότε εκτίμησα πολύ το γεγονός ότι επικοινώνησε ο ίδιος για να μου προτείνει ένα ρόλο, χωρίς ωστόσο να μπει σε λεπτομέρειες. Κατάλαβα ότι εκεί υπάρχει μια ομάδα που λειτουργεί ως οικογένεια και, την ίδια στιγμή, σέβεται τις ιεραρχίες. Δεν μου ανέλυσε το ρόλο γιατί αυτό είναι κομμάτι της Βάνας Δημητρίου (σ.σ. η σεναριογράφος), η οποία με κάλεσε στη συνέχεια και μου μίλησε για την ηρωίδα που θα υποδυόμουν. Αυτό έγινε στην εκπνοή του 2020, ενώ βρισκόμουν στην Ελλάδα με την προοπτική ότι θα έφευγα ξανά για την Ιταλία. Η τελευταία μου δουλειά ήταν στο θέατρο, στην «Τρισεύγενη» με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, σε σκηνοθεσία του σπουδαίου Κώστα Τσιάνου, και τηλεοπτικά έκανα guest εμφάνιση στη σειρά «Έλα στη θέση μου» για δέκα επεισόδια. Ύστερα από αυτές τις συνεργασίες, δεν είχα κάποια πρόταση που να με κρατά στην Ελλάδα. Με είχαν πιάσει και οι τάσεις φυγής μου, οπότε θα επέστρεφα στην Ιταλία. Όταν άκουσα ότι η σειρά θα γυριζόταν στη Μάνη –τον τόπο καταγωγής μου– και τα ονόματα των συναδέλφων που θα έπαιρναν μέρος, δεν μπορούσα να πω όχι.
Σε προβλημάτισε το ότι πρόκειται για μια καθημερινή σειρά με πολύωρα γυρίσματα; Σκέφτηκες πως θα έπρεπε να δώσεις περισσότερη ενέργεια και χρόνο;
Δεν το σκέφτηκα έτσι. Δεν έχω αυτές τις προσλαμβάνουσες. Δεν διαχωρίζω τις δουλειές, όπως κάποιοι παλιότεροι που έλεγαν ότι όποιος κάνει θέατρο δεν κάνει τηλεόραση. Στο δικό μου μυαλό σημασία έχουν ο ρόλος, το σενάριο και οι συνεργάτες. Σε αυτό στάθηκα πολύ τυχερή καθώς είναι άνθρωποι με τους οποίους ήθελα να συνεργαστώ. Τώρα, σε ό,τι αφορά τις ώρες δουλειάς που απαιτεί ένα καθημερινό σίριαλ, το είδα ως πρόκληση.
Έχεις υπάρξει και μοντέλο. Και πώς θα μπορούσες να μη γίνεις; Ήσουν και είσαι μια κούκλα.
Δεν ήμουν το πρότυπο ομορφιάς.
Αλήθεια, πιστεύεις κάτι τέτοιο;
Τις εποχές που ήμουν εγώ μοντέλο, μεσουρανούσαν η Κάτια Ζυγούλη, η Βίκυ Καγιά και η Κατερίνα Γεωργιάδου. Η Κάτια περπατούσε στο δρόμο και γύριζε ακούσια το κεφάλι σου. Έχει τα πιο ωραία σχηματισμένα μάτια και βλεφαρίδες. Η Κατερίνα ήταν σαν άγγελος και η Βίκυ ήταν σούπερ μοντέλο, μεταμορφωνόταν. Δεν είχε την ομορφιά που διέθεταν οι άλλες, αλλά ήταν chic και είχε απίστευτο κορμί. Εγώ τι ήμουν; Ήμουν συγκλονιστικά αδύνατη –έχω συμμετάσχει σε σόου του Emporio Armani και ήμουν 48 κιλά–, με φράντζα και περίεργη εμφάνιση. Αυτό το περίεργο τους άρεσε, ενώ σε κάποιους άρεσε και το αρχαιοελληνικό παρουσιαστικό μου. Πριν από είκοσι χρόνια που ήμουν εγώ μοντέλο δεν ήταν η εποχή που προτιμούσαν αυτού του τύπου την ομορφιά. Τώρα με ζητούν περισσότερο απ’ ό,τι τότε επειδή έχουν αλλάξει τα ηλικιακά στάνταρ και επιθυμούν το μοντέλο να διαθέτει character. Οπότε, τους αρέσει που είμαι πλέον ηθοποιός. Βέβαια, αυτό το character το είχα από τότε χωρίς να κάνω κάτι, ήταν ανεπιτήδευτο, με άγνοια. Ο Αντριάνο Τσελεντάνο ήταν εκείνος που μου είχε πει: «Αντιγόνη, είσαι καλλιτέχνιδα, δεν είσαι μοντέλο». Τον θεωρώ επαγγελματικό μου πατέρα. Όταν τον γνώρισα, ήμουν μοντέλο σε ένα πολύ καλό γραφείο και είχα option να πάω στη Γαλλία για να κάνω «Vogue». Ο Τσελεντάνο –ο Φρανκ Σινάτρα της Ιταλίας– με ήθελε για το βιντεοκλίπ του τραγουδιού του «Per Sempre», που γυριζόταν σε έναν καταυλισμό. Εγώ νόμιζα ότι σε μένα είδε μια Τσιγγάνα. Ύστερα από χρόνια, κατάλαβα ότι του θύμιζα τη σύζυγό του σε νεαρή ηλικία, την κορυφαία Ιταλίδα ηθοποιό Κλαούντια Μόρι. Όταν μου είπε όμως ότι δεν είμαι μοντέλο, πίστεψα ότι δεν με έκρινε ικανή, το πήρα αρνητικά. Απέρριψα την πρόταση να παίξω στο βιντεοκλίπ και έφυγα για το Παρίσι, όπου έπαθα μεγάλη ήττα αφού δεν δημοσιεύτηκαν τελικά φωτογραφίες μου στη «Vogue». Εκεί σταμάτησα πλέον και το modeling. Εκείνη την εποχή, στα 23 σου χρόνια θεωρούσουν μεγάλη. Στην πορεία, επειδή πάντα έδινα βάση στις ανθρώπινες σχέσεις, διατήρησα επαφή με κάποιους σημαντικούς φωτογράφους που εκλαμβάνουν το μοντέλο ως μούσα. Πολύ γρήγορα, λοιπόν, μου αποδόθηκε αυτός ο τίτλος – ήμουν η μούσα του σπουδαίου Μουσταφά Σαμπά. Μεταξύ άλλων, μου έκανε την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία και βραβεύτηκα από τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Πολύ νωρίς έμαθα –πάλι εν αγνοία μου– τι σημαίνει να είσαι μούσα κάποιου και μέχρι σήμερα διατηρώ σχέσεις με κορυφαίους της δουλειάς, που με φωτογραφίζουν, όπως ο δικός μας Γιώργος Μαυρόπουλος.
Με την υποκριτική πώς ασχολήθηκες;
Ήμουν στη Ρώμη το 2003 για το τελευταίο μου haute couture –τότε δεν ήξερα ότι ήταν το τελευταίο μου– και μόλις είχα χωρίσει. Είχαμε κανονίσει τρία ζευγάρια να πάμε στο Μπαλί και δεν πήγα φυσικά. Τότε λοιπόν είδα μια ανακοίνωση για «εισαγωγή στην υποκριτική, την αγωγή της φωνής και την κινησιολογία». Γράφτηκα κι έμεινα. Το αποφάσισα στη στιγμή γιατί δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω. Πάντα ψαχνόμουν. Δεν ξέρω αν το αποφάσισα ορμώμενη από κάποια εσωτερική ανάγκη ή για να αποδείξω κάτι στον εαυτό μου. Από 3 χρονών έκανα ενόργανη και ρυθμική, όπως έχω κάνει και μπαλέτο, οπότε σκέφτηκα ότι το κομμάτι της κίνησης το είχα, ενώ είχα και μπάσα φωνή, την οποία ήθελα να δουλέψω. Θα μπορούσα βέβαια να προσθέσω ότι ένας ακόμα λόγος για να παρακολουθήσω τα μαθήματα ήταν το ότι δεν ήθελα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Έτσι, παρέτεινα τις σπουδές μου πάνω σε κάτι άλλο. Στη συνέχεια έμαθα ισπανικά και τουρκικά – το 2015 πήγα στην Κωνσταντινούπολη και έμαθα τη γλώσσα και έπαιξα σε ταινία. Μου αρέσει να μαθαίνω και να ταξιδεύω.
Διαβάστε περισσότερα στο HELLO!