Το όνομα Μπριζίτ Μπαρντό είναι συνώνυμο με τη θηλυκότητα, τη γαλλική φινέτσα και τη μόδα, καθώς το χτένισμα της εξακολουθεί να αναπαράγεται από εκατομμύρια γυναίκες.
Η Μπριζίτ Μπαρντό όταν έκανε την εμφάνισή της στη μεγάλη οθόνη τη δεκαετία του ’50, παρουσιάστηκε ως η απάντηση της Ευρώπης στην Μέριλιν Μονρό, που μεσουρανούσε επίσης την ίδια εποχή.
Όμως η ΒΒ («Μπεμπέ», το παρατσούκλι από τα αρχικά του ονόματός της) κατέληξε να γίνει κάτι παραπάνω από ένα sex symbol, αφού βοήθησε στη γυναικεία χειραφέτηση και τάραξε τον υποκριτικό συντηρητισμό της εποχής. Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς, με την εκ φύσεως αντισυμβατική προσωπικότητά της.
Η Μπριζίτ Αν Μαρί Μπαρντό γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1934 στο Παρίσι. Ο πατέρας της Λουί Μπαρντό ήταν μηχανικός και δούλευε στην οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής βιομηχανικών αερίων. Η μητέρα της Μαρί Μισέλ ασχολούνταν με το χορό και τη ποίηση, και ήταν αυτή που διέκρινε το ταλέντo στην κόρη της και πάντα την παρότρυνε να ασχοληθεί με τη μουσική και το χορό.
Αφού σπούδασε σε ωδείο, σε ηλικία 15 ετών έκανε το πρώτο της εξώφυλλο για το περιοδικό ELLE, τον Μάρτιο του 1950. Ο νεαρός γάλλος, σκηνοθέτης Ροζέ Βαντίμ μαγεύτηκε από την εικόνα της.
Ο 21χρονος τότε Βαντίμ, εργαζόταν ως βοηθός του σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ. Του έδειξε το περιοδικό και του πρότεινε να χρησιμοποιήσουν το μοντέλο στην ταινία. Ο Αλεγκρέ συμφώνησε και ο Βαντίμ ανέλαβε να τη βρει. Ερωτεύτηκαν αστραπιαία και μόλις η Μπριζίτ Μπαρντό ενηλικιώθηκε παντρεύτηκαν, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της.
Και ο Βαντίμ έπλασε την Μπαρντό
Η παγκόσμια φήμη της αυξάνεται κατακόρυφα σε ηλικία 22 ετών, χάρη στη ταινία του άνδρα της, Ροζέ Βαντίμ, «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα». Η ταινία λογοκρίθηκε και απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ, καθώς θεωρήθηκε προκλητική για την εποχή της, όμως έκανε θρίαμβο στη Γαλλία.
Κι όμως τα παραπάνω βοήθησαν για να δημιουργηθεί ο μύθος της. Τα μαλλιά, το μακιγιάζ, τα ρούχα της κοπιάρονται από όλες τις γυναίκες. Το μπικίνι έρχεται στη μόδα και η Μπαρντό το κάνει διάσημο. Η Σιμόν Ντε Μποβουάρ στο δοκίμιό της «Το σύνδρομο της Λολίτας» (1959) περιέγραψε την Μπαρντό ως την «ατμομηχανή της γυναικείας ιστορίας» και τη χαρακτήρισε ως την πρώτη και πιο απελευθερωμένη γυναίκα της μεταπολεμικής Γαλλίας.
Νεαρή μητέρα
Η Μπαρντό χώρισε με τον Βαντίμ και δύο χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε τον Γάλλο ηθοποιό, Ζακ Σαριέ, με τον οποίο απέκτησε το μοναδικό της παιδί, τον Νικολά-Ζακ Σαριέ, τo 1960.
Γέννησε στο σπίτι της, καθώς στάθηκε αδύνατο να βγει από το σπίτι, επειδή κάθε διέξοδος ήταν μπλοκαρισμένη από δημοσιογράφους. Η γέννηση του Νικολά αποτέλεσε παγκόσμιο θέμα συζήτησης, με τον ευτυχή πατέρα και σύζυγο J να ανακοινώνει στους δημοσιογράφους τις πρώτες πρωινές ώρες της 11ης Ιανουαρίου ότι το βρέφος έχει γαλανά μάτια και ζυγίζει 3.200 γραμμάρια.
Δύο χρόνια μετά το ζευγάρι χώρισε και η Μπριζίτ Μπαρντό παρέδωσε στον πρώην σύζυγό της την πλήρη κηδεμονία λέγοντάς του ότι δεν ήθελε το παιδί και πως ποτέ δεν ήταν έτοιμη να γίνει μητέρα. Το συγκεκριμένο περιστατικό σόκαρε την κοινή γνώμη των 60’s που κατέκρινε έντονα την ηθοποιό για το γεγονός ότι εγκατέλειψε το παιδί της για να συνεχίσει την ανέμελη ζωή της.
Έτσι ο Νικολά μεγάλωσε με τους παππούδες από την πλευρά του μπαμπά του. Ο Σαριέ αργότερα μετακόμισε με τον γιο τους στη Νορβηγία και η Μπαρντό λέγεται πως τον έβλεπε δύο φορές τον χρόνο.
Πλέον, δεν έχουν καμία σχέση και επαφή, ενώ η Μπαρντό έχει αποκτήσει ακόμα και δισέγγονα. H ηθοποιός Anne Charrier είναι η μία από τις εγγονές της.
“Δεν μπορείς να πεις ότι αυτό το φτωχό παιδί ήρθε την κατάλληλη στιγμή και μου έδωσε αυτό που μου έλειπε”, δήλωσε στη Le Parisien τον Σεπτέμβριο του 2022.
Απόπειρα αυτοκτονίας
Το Χόλιγουντ την ζητάει επίμονα όμως αυτή δεν δέχεται καμία πρόταση και παραμένει στη Γαλλία. Αγοράζει μια έπαυλη στο Σαιν-Τροπέ, την περίφημη villa La Madrague και διοργανώνει ξέφρενα πάρτι με εκλεκτούς καλεσμένους. Ο τύπος είτε θα την λατρεύει είτε θα την κατακρίνει.
Η μεγάλη κοινωνική πίεση που δέχτηκε για τις πράξεις της ως γυναίκα και μητέρα, η ασφυκτική πολιορκία των δημοσιογράφων, οδήγησαν ανήμερα των εικοστών έκτων γενεθλίων της σε απόπειρα αυτοκτονίας, με χάπια,
«Είμαι μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, έχω μια μύτη και ένα στόμα, έχω αισθήματα και σκέψεις, αλλά η ζωή μου γίνεται ανυπόφορη. Η ψυχή μου δεν μου ανήκει πια. Για μένα, το βεντετιλίκι είναι μια βιτρίνα. Δεν μπορώ να ζήσω όπως επιθυμώ. Η ύπαρξή μου είναι απλά υπόγεια. Ναι, θέλω να αισθανθώ το φρέσκο αέρα σπίτι μου, δεν μπορώ να ανοίξω το παράθυρο, γιατί θα υπάρχει ένας φωτογράφος καθισμένος στη στέγη απέναντι. Υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή μου για τα οποία δεν μπορώ να πω ότι μου ανήκουν», θα πει η ίδια χρόνια μετά, περιγράφοντας το αφόρητο φορτίο της δημοσιότητας.
Δυο χρόνια αργότερα, ξεκίνησε να ασχολείται παθιασμένα με τα δικαιώματα των ζώων και έγινε χορτοφάγος.
Τρίτος γάμος
Το 1966 παντρεύτηκε για τρίτη φορά με τον Γερμανό εκατομμυριούχο Γκίντερ Ζακς, με τον οποίο χώρισε δυο χρόνια αργότερα.
Ακολούθησε ένα σύντομο ειδύλλιο με τον στιχουργό Σερζ Γκενσμπούρ, ο οποίος την ερωτεύτηκε τρελά και τις έγραψε πλήθος από τραγούδια που έκανε διάσημα, όπως το περίφημο «Je T’ Aime» και το «Bonnie and Clyde» της ομώνυμης ταινίας.
H απόσυρση
Το 1973, σε ηλικία μόλις 39 χρονών, αποσύρθηκε πλήρως από τον καλλιτεχνικό χώρο και τα φώτα της δημοσιότητας και αφιερώθηκε στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων. Μέσα από το ομώνυμο ίδρυμα της, το οποίο χρηματοδοτεί βγάζοντας σε δημοπρασία διάφορα προσωπικά της αντικείμενα και κοσμήματα.
Τα κύρια πεδία δραστηριοποίησης του ιδρύματος σχετίζονται με την αιχμαλωσία άγριων ζώων για την τοποθέτησή τους σε τσίρκα και ζωολογικούς κήπους, τις συνθήκες σφαγής των ζώων, την καταπολέμηση της ιπποφαγίας, την κατάργηση των πειραμάτων σε ζώα, την καταπολέμηση του παράνομου κυνηγιού, την εξάλειψη των αγώνων με ζώα (όπως οι ταυρομαχίες και κοκορομαχίες), καθώς και με την ευαισθητοποίηση σχετικά με την εγκατάλειψη των οικόσιτων ζώων.
Το 1985 ονομάζεται Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής από τον Πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν, αλλά η Μπαρντό αρνείται τον τίτλο.
«Χάρισα τα νιάτα μου και την ομορφιά μου στους άντρες. Θα χαρίσω τη σοφία και την εμπειρία μου στα ζώα» θα πει για να συμπληρώσει: «Υπήρξα πολύ ευτυχισμένη, πολύ πετυχημένη, πολύ όμορφη, πολύ διάσημη, πολύ πλούσια και πολύ δυστυχισμένη».
Τέταρτος γάμος
Το 1992 παντρεύτηκε στη Νορβηγία τον τέταρτο σύζυγο της, Μπερνάρ ντ’ Ορμάλ, πρώην σύμβουλο του ακροδεξιού ηγέτη Ζαν-Μαρί Λεπέν. Το 2003 κυκλοφόρησε βιβλίο όπου εκφράζει το σύνολο των προσωπικών της ιδεών για τη ζωή, μερικές από τις οποίες αντιπροσωπεύουν ανοιχτά ακροδεξιές απόψεις. Το 2004 καταδικάσθηκε σε χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για πρόκληση ρατσιστικού μίσους, όταν τα έβαλε με τους μουσουλμάνους της Γαλλίας.
Κι όχι μόνο αυτό. Σε άλλο απόσπασμα γράφει: «Γρονθοκοπούσα το στομάχι μου και ζητούσα από τον γιατρό μου μορφίνη… Δεν άντεχα την θέα του κορμιού μου όταν ήμουν έγκυος. Σαν να είχα καρκινικό όγκο μέσα μου, που πεταγόταν και μου χαλούσε το καλλίγραμμο σώμα μου. Πολλές φορές ευχόμουν να είχα γεννήσει κουτάβι, παρά μωρό», θα εξομολογηθεί σε ένα απόσπασμα της βιογραφίας της, κάτι που το πλήρωσε ακριβά, αφού αποζημίωσε τον γιο της Νικολά, αλλά και τον πρώην σύζυγό της με 28.000 δολάρια για ηθικές βλάβες που προκάλεσε στη ζωή του παιδιού της εξαιτίας των χαρακτηρισμών που του απέδωσε μέσα από το βιβλίο της αυτό.
Η Μπαρντό σήμερα
Η Μπριζίτ Μπαρντό έχει απομακρυνθεί τελείως από τα φώτα της δημοσιότητας, ζώντας με τον σύζυγό της στην έπαυλη του Σαιν-Τροπέ, την οποία έχει μετατρέψει σε φάρμα. Απολαμβάνει την ηρεμία της φύσης και τη συντροφιά των δεκάδων ζώων που φιλοξενεί και φροντίζει καθημερινά.
«Την έζησα τη ζωή μου… Ό,τι είναι να ’ρθει ας έρθει», δηλώνει.