Πέθανε σε ηλικία 94 ετών ο συγγραφέας και φιλόσοφος Μίλαν Κούντερα. Ο Κούντερα γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929 σε μία μεσοαστική και ιδιαίτερα καλλιεργημένη οικογένεια στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας. Ο πατέρας του, Λούντβιχ Κούντερα (1891-1971), ήταν σημαντικός μουσικολόγος και πιανίστας, μαθητής του μεγάλου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ (Leoš Janáček). Ο Μίλαν διδάχτηκε πιάνο από τον πατέρα του και αργότερα σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Έτσι, μουσικολογικές επιρροές εμφανίζονται συχνά στο έργο του, όπως στο βιβλίο του Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, στο οποίο ενθέτει πεντάγραμμα με μελωδίες του Μπετόβεν ως εκφραστικό μέσο μιας συγκεκριμένης ψυχολογικής κατάστασης.
Ο Κούντερα ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του στο Μπρνο το 1948 και έπειτα σπούδασε Λογοτεχνία και Αισθητική στη Σχολή Τεχνών του Πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα. Έπειτα από δύο ακαδημαϊκούς κύκλους μετεγγράφηκε στη Σχολή Κινηματογράφου της Ακαδημίας Θεάματος της Πράγας και αρχικά παρακολούθησε διαλέξεις στη σκηνοθεσία και στη σεναριογραφία.
Ο ίδιος ανήκε σε μια γενιά νεαρών Τσέχων που διαθέτοντας ελάχιστη έως ανύπαρκτη τριβή με την προπολεμική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, η ιδεολογία τους επηρεάστηκε δραστικά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική κατοχή. Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια ο Κούντερα γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας με ενεργή κοινωνική και πολιτική δράση, η οποία το 1950 οδήγησε στην απότομη παύση των ακαδημαϊκών σπουδών του.
Την ίδια χρονιά ο Μίλαν Κούντερα και ο συγγραφέας Ζαν Τρεφούλκα εκδιώχθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα με την κατηγορία των “αντικομματικών δραστηριοτήτων”. Αργότερα, το 1962, ο Τρεφούλκα θα περιγράψει το γεγονός στη νουβέλα του Happiness Rained On Them ενώ το 1967 και ο ίδιος ο Κούντερα θα εμπνευστεί και θα βασίσει εκεί το κύριο θέμα του μυθιστορήματός του Το Αστείο.
Με την αποφοίτησή του, το 1952, ο Κούντερα προσλήφθηκε από τη Σχολή Κινηματογράφου ως εισηγητής στην Παγκόσμια Λογοτεχνία.
Το 1956 επανεντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και αποβλήθηκε για δεύτερη φορά το 1970. Μαζί με άλλους συγγραφείς της κομμουνιστικής μεταρρύθμισης, όπως ο Πάβελ Κόχουτ, είχε μερική ανάμειξη στην Άνοιξη της Πράγας του 1968. Η σύντομη αυτή περίοδος μεταρρυθμιστικής δράσης κατεστάλη βίαια από τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968.
Ο Κούντερα παρέμεινε για μερικά χρόνια ακόμα προσκείμενος στον μεταρρυθμιστικό τσέχικο κομμουνισμό και παράλληλα συγκρούστηκε σφοδρά μέσω του τύπου με τον συμπατριώτη του συγγραφέα Βάτσλαβ Χάβελ. Η συλλογιστική του Κούντερα πρότεινε κατά βάση ότι θα έπρεπε να κυριαρχήσει η ψυχραιμία, αναφέροντας ότι “κανένας δεν φυλακίζεται, ακόμα, για τις απόψεις του” και ισχυριζόμενος ότι “η σπουδαιότητα του Φθινοπώρου της Πράγας ίσως τελικά αποβεί ιστορικά σημαντικότερη από εκείνη της Άνοιξης της Πράγας”.
Εν τέλει ο Κούντερα παραιτήθηκε από τα μεταρρυθμιστικό του όραμα και μετακόμισε στη Γαλλία το 1975. Δίδαξε για λίγα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Ρενκαι πολιτογραφήθηκε Γάλλος το 1981.
Το 1985 ο Κούντερα έλαβε το βραβείο Jerusalem Prize. Η ομιλία του κατά την παραλαβή του βραβείου βρίσκεται τυπωμένη στη συλλογή δοκιμίων του “Η τέχνη του Μυθιστορήματος”. Το 1987 Κέρδισε το Αυστριακό Κρατικό βραβείο (The Austrian State Prize) Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Το 2000 βραβεύτηκε με το Διεθνές Βραβείο Herder (Herder Prize). To 2007 τιμήθηκε με το Τσεχικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Θρυλείται επίσης ότι είχε εξεταστεί η συμμετοχή του ως υποψήφιου βράβευσης για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Οι χαρακτήρες του Κούντερα, σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν, αναγνωρίζονται ως πλάσματα της φαντασίας του. Ενδιαφέρεται περισσότερο για τις λέξεις και τις σκέψεις των χαρακτήρων του παρά για την εξωτερική τους εμφάνιση. Ο ίδιος παραθέτει σε πρώτο πρόσωπο τον σχολιασμό των χαρακτήρων του μέσα σε εντελώς τριτοπρόσωπα γραμμένες ιστορίες. Στο μη-μυθοπλαστικό βιβλίο του Η Τέχνη του Μυθιστορήματος τονίζει ότι η φαντασία του αναγνώστη αυτόματα ολοκληρώνει την εικόνα του συγγραφέα ενώ εκείνος ως δημιουργός επικεντρώνεται μόνο στον αναγκαίο βαθμό, καθώς η φυσική παρουσία δεν είναι χαρακτηριστική στην κατανόηση του χαρακτήρα.
Έτσι, για τον Κούντερα το αναγκαίο ενδέχεται να αποφεύγει την κατάδειξη της φυσικής παρουσίας, ακόμα και του εσωτερικού κόσμου των χαρακτήρων του. Κάποιες φορές πάλι, ένα συγκεκριμένο γνώρισμα ίσως αποτελέσει την εστία της ιδιοσυγκρασίας του χαρακτήρα.
Ο Φρανσουά Ρικάρ ισχυρίζεται ότι ο Κούντερα λειτουργεί στο σύνολο του έργου του περισσότερο με ένα ενιαίο πρίσμα παρά με σεναριακή αυτοτέλεια στο κάθε δημιούργημά του.
Η θεματική καθώς και οι επεκτάσεις της εμπεριέχονται σ’ αυτό το γενικό όραμα. Κάθε νέο βιβλίο εκδηλώνει την πιο πρόσφατη θέση της προσωπικής του φιλοσοφίας. Και κάποιες από τις επεκτάσεις αυτές αφορούν την εξορία, τη ζωή πέρα από δεδομένες έννοιες όπως η αγάπη, η τέχνη, η σοβαρότητα, στην ιστορία ως μια συνεχή επανάληψη και στην ευχαρίστηση που μπορεί να περιέχει μια λιγότερο “σημαντική” ζωή (François Ricard, 2003).
Αρκετοί από τους χαρακτήρες του Κούντερα προβάλλονται ως παράγωγα τέτοιων επεκτάσεων ολοκληρωτικά αναπτυσσόμενων στο σύνολο της ανθρωπότητας. Οι ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων φαίνονται ασαφείς, ενώ συχνά άνω του ενός κύριοι χαρακτήρες χρησιμοποιούνται, ακόμα και στο σημείο της πλήρους διακοπής της παρουσίας του ενός και της συνέχειας της πλοκής με κάποιον καινοφανή.
Όπως έχει αναφέρει ο Φίλιπ Ροθ σε συνέντευξή του στο “The Village Voice”: “Η ενδόμυχη ζωή γίνεται κατανοητή υπό μια θεώρησή της ως το προσωπικό μυστικό του καθενός, ως πολύτιμη και ως η βάση της μοναδικότητάς του.”
Τα πρώιμα μυθιστορήματα του Κούντερα εξερευνούν το δίπολο τραγικότητας και κωμικότητας του ολοκληρωτισμού, παρ’ όλα αυτά ο ίδιος δεν τα θεωρεί πολιτικό σχολιασμό, σχολιάζοντας πως “Η καταδίκη του ολοκληρωτισμού δεν αξίζει ένα μυθιστόρημα”.
Κατά τον Μεξικανό μυθιστοριογράφο Κάρλος Φουέντες, ο Κούντερα “βρίσκει ενδιαφέρουσα την ομοιότητα μεταξύ του ολοκληρωτισμού και του αμνημόνευτου όσο και συναρπαστικού οράματος μιας εναρμονισμένης κοινωνίας όπου η προσωπική και κοινωνική ζωή ταυτίζονται υπό μια μοναδική θέληση και μοίρα…” Η εξερεύνηση του μαύρου χιούμορ μας τέτοιας φαύλης ομοιότητας θέματος φαίνεται βαθιά επηρεασμένη από τον επίσης Τσεχοσλοβάκο μυθιστοριογράφο Φραντς Κάφκα.
Ο Κούντερα αυτοπροσδιορίζεται ως μυθιστοριογράφος χωρίς μήνυμα. Για παράδειγμα, στην Τέχνη του Μυθιστορήματος, μια συλλογή από δοκίμιά του, ανακαλεί ένα περιστατικό με κάποιον Σκανδιναβό εκδότη, διστακτικό στην προοπτική της έκδοσης του μυθιστορήματος Αποχαιρετιστήριο Πάρτυ εξαιτίας του διαφαινόμενου μηνύματος κατά των εκτρώσεων. Ο συγγραφέας εξηγεί πως όχι μόνο ο εκδότης εσφαλμένα προσέδωσε μήνυμα στο έργο αλλά και ότι ο ίδιος “…είναι ευτυχής με την παρεξήγηση. Είχα επιτύχει ως μυθιστοριογράφος. Είχα επιτύχει στη συντήρηση της ηθικής ασάφειας της περίστασης. Είχα μείνει πιστός στην ουσία της τέχνης του μυθιστορήματος: στην ειρωνεία. Και η ειρωνεία δε δίνει δεκάρα για μηνύματα!”
Ο Κούντερα είχε επίσης παρεμβάλει στο έργο του θέματα σχετικά με τη μουσική, αναλύοντας την τσέχικη παραδοσιακή μουσική παραθέτοντας τη διαδρομή απ’ τον Λέος Γιάνατσεκ έως τον Μπέλα Μπάρτοκ. Ευρύτερα στη γραφή του εισάγει μουσικά αποσπάσματα στο κείμενο (για παράδειγμα στο βιβλίο του Το Αστείο) ή συζητά περί του Άρνολντ Σένμπεργκ και της Ατονικότητας.