Ο Γιάννης Τσιμιτσέλης και η Κατερίνα Γερονικολού σε μια όμορφη κοινή συνέντευξη και φωτογράφηση για το περιοδικό HELLO! , μίλησαν για όλα στη Σόνια Μαγγίνα.
Οι δυο τους ζουν κάτω από την ίδια στέγη, συνεργάζονται στην τηλεόραση και το θέατρο, και κάνουν σχέδια για το μέλλον.
Ο Γιάννης Τσιμιτσέλης και η Κατερίνα Γερονικολού είναι ένα από τα πιο ταιριαστά και ερωτευμένα ζευγάρια της εγχώριας showbiz.
Με τη νέα χρονιά, ανοίγει και ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή σας, με τη σειρά της ΕΡΤ «Κι όμως είμαι ακόμα εδώ», στην οποία συμπρωταγωνιστείτε.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΕΡΟΝΙΚΟΛΟΥ: Είναι η τρίτη ή η τέταρτη φορά που μας προτείνουν να συμπρωταγωνιστήσουμε σε τηλεοπτική δουλειά, κάτι που γνωρίζει ελάχιστος κόσμος. Οι λόγοι που μας οδήγησαν να πούμε το ναι αυτήν τη φορά ήταν το σενάριο της Κωνσταντίνας Γιαχαλή και του Παναγιώτη Μαντζιαφού, η εταιρεία παραγωγής Tanweer και η παρουσία του Σπύρου Ρασιδάκη στη σκηνοθεσία. Ήταν τα αρχικά κομμάτια του παζλ που μας έκαναν να πιστέψουμε πως αυτή πρέπει να είναι η πρώτη σειρά που θα κάνουμε από κοινού.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΜΙΤΣΕΛΗΣ: Είναι πολύ όμορφη δουλειά. Βλέποντας το υλικό που έχουμε γυρίσει, καταλαβαίνουμε ότι είναι άρτιο. Είναι ευχάριστη σειρά, γλυκόπιοτη, με ωραία επιλογή προσώπων – πάντα λέω πως το θέμα δεν είναι να έχεις τους καλύτερους, αλλά τους καταλληλότερους. Έχουμε τους κατάλληλους ανθρώπους σε κάθε πόστο. Κάνουμε τρεις ημέρες γυρίσματα για κάθε επεισόδιο, σε μια εποχή στην οποία όλα τα σίριαλ πραγματοποιούν γυρίσματα σαν να είναι καθημερινά καθώς, δυστυχώς, έχουν παρέλθει οι εποχές κατά τις οποίες είχαμε το περιθώριο των γυρισμάτων επτά και δέκα ημερών ανά επεισόδιο.
Κ.Γ.: Πολύ σημαντικό είναι το ότι πρόκειται για μια σειρά για όλη την οικογένεια –απευθύνεται σε θεατές από 8 ετών και άνω– αφού ουσιαστικά μιλά για την αγάπη που πρέπει να έχουμε όλοι στη ζωή και στην καθημερινότητά μας παρά τις δυσκολίες. Ξεκινά φέρνοντας στο προσκήνιο δύο αποστειρωμένους κόσμους: μιας υποχόνδριας γυναίκας που φοβάται να ζήσει τη ζωή της γιατί πιστεύει πως θα πεθάνει νέα, όπως η μητέρα της, και μιας κλινικής και μιας οικογένειας γιατρών που είναι πλούσιοι και επιτυχημένοι, αλλά πάσχουν συναισθηματικά. Ιδιαίτερα ο Αλέξανδρος, τον οποίο υποδύεται ο Γιάννης, ζει εντελώς αποστειρωμένα, κυρίως μέσα στο εργαστήριό του, με ελάχιστους φίλους και έχοντας μια σχέση χωρίς πάθος, απλώς για να υπάρχει. Η ένωση αυτών των δύο κόσμων είναι πολύ ενδιαφέρουσα και ανατρεπτική.
Γ.Τ.: Φέρνει τα πάνω κάτω στη ζωή τους, ειδικά μετά τη λανθασμένη διάγνωση του Αλέξανδρου, ο οποίος λέει στην Κατερίνα (σ.σ. η ηρωίδα της Κατερίνας Γερονικολού) πως της μένουν έξι μήνες ζωής. Αυτό το λάθος την απελευθερώνει και, από υποχόνδρια, γίνεται πολύ σπάταλη και ζει κάθε δευτερόλεπτο στο έπακρο, αλλά εγκλωβίζει τον Αλέξανδρο. Είναι το πρώτο σφάλμα της καριέρας του και είναι ένα σφάλμα που μπορεί να καταστρέψει έναν άνθρωπο και την κλινική του. Γι’ αυτό, την παρακολουθεί στενά προσπαθώντας να σώσει ό,τι σώζεται. Είναι ένα λάθος που φέρνει κοντά δύο ανθρώπους, τους απελευθερώνει, τους κάνει πιο ολοκληρωμένους, γιατί αρχίζουν να ζουν και να νιώθουν, δεν είναι πια κλεισμένοι στο δικό τους χωροχρόνο και μικρόκοσμο.
Κ.Γ.: Δημιουργούνται πολλές αστείες καταστάσεις επειδή ξεβολεύονται και οι δύο και, όταν η Κατερίνα απελευθερώνεται, κεντρίζει το ενδιαφέρον του Αλέξανδρου. Είναι μια ιστορία γεμάτη συναίσθημα, αλλά με καθαρά κωμική ματιά. Γι’ αυτό μου αρέσει και η ώρα που επέλεξε η ΕΡΤ να την προβάλλει, Σαββατοκύριακο στις 20:00. Επίσης, μου αρέσει που ξεκινά από την ιδέα του θανάτου για να μιλήσει για τη ζωή.
Το ότι είναι κωμωδία ήταν ένα παραπάνω κίνητρο για σας, όσον αφορά το τι θέλετε να προσφέρετε στον κόσμο σε αυτή την ιδιαίτερη συνθήκη που ζούμε;
Γ.Τ.: Ο κόσμος έχει πάντα ανάγκη την κωμωδία, σε οποιαδήποτε συνθήκη. Θέλει όμως και την κρητική βεντέτα και τη βεντέτα από τη Μάνη, θέλει να φάει την καρύδα του και να πάει σε μια φάρμα, τα θέλει όλα. Απλώς, πρέπει να υπάρχει ισορροπία στο ότι, για παράδειγμα, τρώει τα φαγητά του «MasterChef» και μετά διαγωνίζεται ως μοντέλο στο «GNTM».
Κ.Γ.: Από την άλλη, δεν υπάρχουν πολλές κωμωδίες. Κατά τη γνώμη μου, έλειπε μια σειρά σαν τη δική μας, κωμική, με συναίσθημα, στην οποία, παρότι δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ ξένους όρους, ταιριάζει πολύ ο χαρακτηρισμός «feelgood». Είναι μια τηλεοπτική σειρά αποσυμπίεσης.
Γ.Τ.: Να σημειώσουμε ότι, μετά από αρκετά χρόνια κατά τα οποία ήταν παγωμένη, η ΕΡΤ πλέον κάνει άλματα στο να φτιάξει την εικόνα της επενδύοντας πολύ και στη μυθοπλασία.
Κ.Γ.: Γι’ αυτό και είναι πολύ βασικό το ότι, σε συζητήσεις μας με ιθύνοντες στην ΕΡΤ, έχει ειπωθεί πως «ναι, μας ενδιαφέρει και η τηλεθέαση, πρωτίστως όμως μας ενδιαφέρει αυτό που προβάλλουμε να είναι ποιοτικό». Είναι πολύ ανακουφιστικό αυτό.
Γ.Τ.: Σου φεύγει πολύ μεγάλο βάρος όταν δουλεύεις σε ωραίο περιβάλλον και κάνεις μια καλή δουλειά χωρίς να έχεις πάνω από το κεφάλι σου τη λαιμητόμο της τηλεθέασης, του φόβου της διαφήμισης και του να κοπεί η σειρά. Προσωπικά, θα ήθελα όλες οι σειρές της ελληνικής τηλεόρασης να πιάνουν τους στόχους τους και να μην κόβεται καμία. Στην ΕΡΤ ωστόσο υπάρχει μια ελευθερία δημιουργίας παραπάνω σε σχέση με ένα ιδιωτικό κανάλι.
Μαζί στο σπίτι, στο θέατρο και στην τηλεόραση. Πώς είναι να συνυπάρχετε παντού;
Κ.Γ.: Απόλυτα φυσιολογικό, και συγκεκριμένα για φέτος θα το χαρακτήριζα και σωτήριο. Διότι όταν φεύγουμε το πρωί από το σπίτι για γύρισμα, μετά πηγαίνουμε στο θέατρο και επιστρέφουμε μετά τις 12 τα μεσάνυχτα, θα είχαμε αποξενωθεί αν ήμαστε σε διαφορετικές σειρές και θέατρα. Δεν κυνηγήσαμε το να δουλέψουμε μαζί, απλώς συνέβη. Δεν δημιουργήθηκαν αποστάσεις μεταξύ μας επειδή, αν και δουλεύουμε δεκαπέντε ώρες την ημέρα –τουλάχιστον μέχρι την Κυριακή, όταν και ολοκληρώνονται οι παραστάσεις–, είμαστε σε καθημερινή επαφή.
Γ.Τ.: Συμφωνώ με αυτό που λέει η Κατερίνα. Επιπλέον, υπάρχουν περισσότερα κοινά σημεία αναφοράς. Πολλοί δεν θέλουν να φέρνουν τη δουλειά στο σπίτι, από την άλλη, όμως, είναι φυσικό να συζητάμε για αυτήν, πόσο μάλλον όταν αποτελεί κοινή εμπειρία. Δεν έχουμε νιώσει να έχει επιφέρει μεγάλη τριβή. Θεωρώ πως μεγάλη τριβή επέφερε σε όλους μας η καραντίνα.
Κ.Γ.: Ακριβώς! Η καραντίνα ήταν 24ωρη συνύπαρξη. Τι αρνητικό μπορεί να έχει το να εργάζεσαι με το σύντροφό σου στον ίδιο χώρο;
Αλήθεια, πώς περάσατε την καραντίνα, ειδικά την πρώτη;
Γ.Τ.: Η πρώτη, στο ξεκίνημά της τουλάχιστον, είχε την αίσθηση πενθήμερης. Δεν γνωρίζαμε ακόμη πόσο φονικός είναι ο ιός, πόσο δύσκολη θα είναι η κατάσταση. Η αρχική αίσθηση ήταν πως καθόμαστε σπίτι, βλέπουμε τον άνθρωπό μας και ξεκουραζόμαστε σκεπτόμενοι πως είναι κάτι παροδικό. Δεν πέρασε όμως, οπότε επήλθε μια αίσθηση ιδρυματισμού φτάνοντας στο σημείο να λέμε «δεν την παλεύω, θέλω να βγω έξω».
Κ.Γ.: Η πενθήμερη έγινε 60ήμερη.
Γ.Τ.: Τώρα είναι μια ανάμνηση. Στις επόμενες καραντίνες, δούλευα, οπότε έβγαινα από το σπίτι για να πάω για γύρισμα και δεν τις βίωσα τόσο έντονα. Νιώθω, όπως όλοι μας, αυτό το πνίξιμο που υπάρχει, της απαγόρευσης. Κακά τα ψέματα, αυτήν την στιγμή δεν είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι, είμαστε υπόδουλοι της νόσου COVID-19.
Κ.Γ.: Ακριβώς έτσι το βίωσα κι εγώ. Επιπλέον, επειδή εμείς δουλεύουμε στην ψυχαγωγία, νιώθουμε το φόβο του κόσμου. Έχει διαμορφωθεί μια περίεργη, δύσκολη κατάσταση, κι εμείς πρέπει να προσπαθήσουμε ακόμα περισσότερο να κάνουμε τον κόσμο να διασκεδάσει, να χαμογελάσει, να ξεχαστεί. Επίσης, δεν είναι εύκολη η δουλειά υπό τέτοιες συνθήκες. Κάνουμε συνεχώς rapid και PCR τεστ και φοβόμαστε για το αν θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε γιατί έχουμε την ιδιαιτερότητα να δουλεύουμε χωρίς μάσκες. Είναι συλλογική δουλειά, είμαστε 30-35 ηθοποιοί στη σκηνή, άλλοι 30 στα γυρίσματα της σειράς, και κινδυνεύει να καταρρεύσει ένα ολόκληρο οικοδόμημα.
Έχοντας δουλέψει στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, τι σας τρέφει ως καλλιτέχνες από το κάθε μέσο;
Γ.Τ.: Και τα τρία έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, την υποκριτική, αλλά είναι πολύ διαφορετικά. Πιστεύω πως η βάση του ηθοποιού πρέπει να είναι το θέατρο και αυτά που εφαρμόζει στη σκηνή να τα μεταφέρει στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη. Κάθε μέσο έχει τη γλύκα του. Δεν είμαι άνθρωπος που θα σνομπάρει την τηλεόραση – δόξα τω Θεώ, τα τελευταία 21-22 χρόνια βρίσκομαι στην τηλεόραση, ζω από αυτήν και την απολαμβάνω. Το σινεμά είναι μεγάλη μου αγάπη, αλλά είμαι, δυστυχώς, σε λάθος χώρα. Έχει πολλά θέματα ο κινηματογράφος στην Ελλάδα, όχι λόγω COVID, που έχει επηρεάσει παγκοσμίως την κινηματογραφική παραγωγή, αλλά λόγω αγοράς, η οποία είναι πολύ μικρή. Όταν το μάτι του θεατή έχει εκπαιδευτεί στα blockbusters του εξωτερικού, είναι δύσκολο να αντεπεξέλθουμε και να ανταγωνιστούμε αυτές τις ταινίες. Επομένως, πρέπει να παίξουμε πιο έξυπνα, να βασιστούμε στο σενάριο, αλλά κι εκεί έχουμε θέματα. Μια πολύ σοβαρή προσπάθεια έγινε από τη Μιμή Ντενίση φέτος με την ταινία «Σμύρνη μου αγαπημένη», μια πολύ ακριβή για τα ελληνικά δεδομένα παραγωγή, η οποία έδειχνε ακόμα πιο ακριβή απ’ όσο πραγματικά κόστισε.
Κ.Γ.: Παρ’ όλα αυτά, όταν είδαμε στον κινηματογράφο τη «Σμύρνη», όταν είδαμε αυτή την ιστορία στα ελληνικά, ένιωσα πολύ υπερήφανη. Νομίζω πως πρέπει να τη δουν όλοι οι Έλληνες, ιδίως οι νέοι, καθώς μπορεί να αλλάξει η κοσμοθεωρία τους αν έρθουν αντιμέτωποι με τη δυστυχία που έζησαν οι Έλληνες και την παραλληλίσουν με αυτήν που βιώνουν στις μέρες μας οι Σύροι πρόσφυγες. Ζώντας εκ των έσω αυτή την ταινία, θεωρώ πως αποτελεί μια παρακαταθήκη, ένα ορόσημο, και θα προβάλλεται για πολλά χρόνια. Παρά τον κορονοϊό, ο οποίος της στερεί την αθρόα προσέλευση που της αξίζει, βρίσκεται στην κορυφή του ελληνικού box office και δεν θα σταματήσει να είναι στις αίθουσες. Δίνοντας στη Μιμή Ντενίση τα εύσημα που της αρμόζουν, να σημειώσουμε ότι πίσω από το όραμά της κρύβεται η εταιρεία παραγωγής Tanweer, η οποία το έκανε πραγματικότητα. Η δύναμη του κινηματογράφου είναι ακριβώς αυτή, ότι οι ταινίες ζουν για πάντα, έχουν την προοπτική να παίζονται στο διηνεκές. Στο θέατρο, από την άλλη, αυτό που βιώνεις έχοντας ζωντανό απέναντί σου το κοινό είναι ακατανίκητο. Ξέρεις αμέσως αν αρέσει ή δεν αρέσει κάτι και, όταν αρέσει, το νιώθεις ολοζώντανα. Στη δε τηλεόραση, μπαίνεις στα σπίτια του κόσμου – αυτή είναι η δύναμή της και τη σέβομαι. Δεν θα ήθελα να απέχω συνειδητά από κανένα μέσο για μακρύ χρονικό διάστημα γιατί το ένα συμπληρώνει το άλλο.
Κατερίνα, έχοντας παίξει και στις δύο παραστάσεις και στην ταινία, η «Σμύρνη» έχει μια ιδιαίτερη θέση μέσα σου;
Κ.Γ.: Υποδύομαι το ρόλο της Ζαχαρούλας από το 2014, επί τρία χρόνια στο θέατρο, στη «Σμύρνη μου αγαπημένη», στην ομότιτλη ταινία και δύο χρονιές στην παράσταση-σίκουελ, στο «Από Σμύρνη… Σαλονίκη», που ενδεχομένως να έχει ακόμη μέλλον στην Κύπρο και, φυσικά, τη Θεσσαλονίκη, την πόλη στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία. Η Ζαχαρούλα είναι ένα μικρό κομμάτι μου, το οποίο δεν είμαι έτοιμη να αποχωριστώ. Ο ρόλος της έχει μια αθωότητα και μια ελαφράδα που λατρεύω, είναι ένα αντίβαρο στις δυστυχίες και τις αγριότητες που συμβαίνουν γύρω της.
Γιάννη, κι εσύ δούλεψες στην ταινία «The black bachelor», αντιδρώντας δημόσια μάλιστα σε κριτική;
Γ.Τ.: Δεν αντέδρασα στην κριτική, αντέδρασα στον πρόλογό της. Ο καθένας έχει μια άποψη για αυτό που βλέπει, κι εγώ δεν θα διαφωνήσω με κάποιον. Το κακό χιούμορ με ενοχλεί. Έχω δεχθεί πολλές κακές κριτικές –και καλές, αλλά για τις κακές μιλάμε τώρα– και δεν με έχουν ενοχλήσει. Στην εποχή μας, όλο το feedback που παίρνουμε ως ηθοποιοί, όπου κι αν εμφανιζόμαστε, καταλήγει και μαζεύεται σε μια πλατφόρμα που λέγεται instagram. Είναι το προσωπικό κανάλι επικοινωνίας του κόσμου κι εκεί δέχεσαι συγχαρητήρια ή αποδοκιμασίες. Για παράδειγμα, αυτό που έζησα πριν από λίγες ημέρες, όταν προβλήθηκε η ταινία «…Για πάντα» στον Alpha, δεν το έχω ξαναζήσει. Υπήρξαν τουλάχιστον χίλια stories και θετικά σχόλια για το πόσο τους άγγιξε. Έχω συγκινηθεί και έχω κλάψει με αυτή την ταινία όταν έκανα τη διασκευή του σεναρίου, σε γύρισμά της και στην πρώτη της προβολή και δεν περίμενα ότι θα μου συμβεί και με σχόλια θεατών.
Κ.Γ.: Την ταινία «…Για πάντα» τη θεωρούμε και οι δύο ένα ορόσημο στην πορεία μας, μια κουκκίδα που θα μείνει στη διαδρομή μας για πάντα, όπως λέει και ο τίτλος. Ως ηθοποιοί, είμαστε εντελώς εκτεθειμένοι στο «μπράβο» αλλά και στο «είσαι χάλια». Τόση επιδοκιμασία και δοτικότητα από τον κόσμο δεν τις περιμέναμε, δεν τις είχαμε ξανανιώσει.
Γ.Τ.: Πράγματι, είναι σταθμός για πολλούς λόγους. Ήταν η πρώτη μου παραγωγή, έχω ζήσει αυτή την ταινία από την αρχική της ιδέα μέχρι το μεδούλι της.
Πολύ προσωπικό είναι και το θαλασσινό σου τηλεοπτικό project, Γιάννη, το «Fishy».
Γ.Τ.: Είναι το δεύτερο εγχείρημά μου σε επίπεδο παραγωγής και η ανταμοιβή μου είναι η ανανέωση με το Mega για δεύτερη σεζόν, του χρόνου. Φέτος κάναμε 14 εκπομπές, του χρόνου πάμε για 28. Είναι κι αυτό ένα παιδί μου, ένα δημιούργημά μου από την αρχική ιδέα μέχρι το όλο στήσιμό της ως ταξιδιωτική εκπομπή, με δικό μου format, στο οποίο μπλέκω ψάρεμα, νησιά, σκάφη, μαγειρική και συνεντεύξεις. Πιστεύω πως του χρόνου θα είναι ακόμα καλύτερη.
Εσύ, Κατερίνα, απόλαυσες το «Fishy» ταξίδι σου;
Κ.Γ.: Απόλαυσα πολλές εκπομπές γιατί ήμουν σε πολλά ταξίδια. Όποτε δεν είχα γυρίσματα για την ταινία «Σμύρνη μου αγαπημένη», ήμουν με τον Γιάννη. Προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε γυρίσματα και διακοπές. Πέρασα πολύ ωραία και, επειδή έχει πολλά σχέδια για τη νέα σεζόν, του έχω πει να μην ταξιδεύω μαζί του ως κοπέλα του, πρέπει να βρω κάποιο ρόλο στην εκπομπή. Θα έκανα οτιδήποτε, εκτός από το να κουβαλώ.
Τον εαυτό σας πώς τον βλέπετε στην οθόνη, με άνεση ή με κριτικό μάτι;
Γ.Τ.: Και με άνεση και με κριτικό μάτι. Αν και, μετά από τόσα χρόνια, ό,τι αλλαγές είναι να γίνουν γίνονται πριν ολοκληρωθεί η δουλειά. Τον πρώτο καιρό, βρίσκεις περισσότερα να διορθώσεις, ενώ, όσο περνούν τα χρόνια, μαζεύεις εμπειρίες και ανακαλύπτεις τα πατήματά σου, αυτά λιγοστεύουν. Πάντα, όμως, υπάρχει στην άκρη του μυαλού μου η σκέψη «θα μπορούσα να το κάνω και καλύτερα». Η οπτική μου ωστόσο δεν είναι αυτή ενός αγνού θεατή, προσέχω περισσότερα, πιο εξειδικευμένα πράγματα. Σε ό,τι παρακολουθήσω ως θεατής, αν δεν με παρασύρει η ιστορία, θα παρατηρήσω λεπτομέρειες της παραγωγής, του φωτισμού, της σκηνοθεσίας κ.λπ.
Κ.Γ.: Ζηλεύω –με την καλή έννοια– το ότι ο Γιάννης ξέρει τι θέλει από τον εαυτό του και πώς να το πραγματοποιήσει. Έχει μια σιγουριά για τα πατήματά του, το ποιος είναι και τι θέλει να δώσει σε ένα ρόλο. Εγώ είμαι πιο ανασφαλής και αγχωμένη. Έχουμε μικρή διαφορά ηλικίας, μόλις τέσσερα χρόνια, αλλά ο Γιάννης επαγγελματικά με περνά δέκα χρόνια. Ξεκίνησε την πορεία του στα 18 του, ουσιαστικά μεγάλωσε μέσα στο επάγγελμα, είναι σαν να είναι σπίτι του. Εγώ έχω πιο κριτικό μάτι απέναντί μου, θα απογοητευτώ αν νιώσω πως δεν έκανα κάτι καλά και σίγουρα αισθάνομαι τεράστια ανακούφιση όταν θεωρώ πως κάτι έχει πάει καλά. Είμαι λίγο διχασμένη, πότε θέλω να με πνίξω, πότε λέω «ουφ, καλά πήγε αυτό!».
Με τι προσωπικά πλάνα προχωράτε στη ζωή;
Γ.Τ.: Μετά τις σκέψεις που μας έχει προκαλέσει η πραγματικότητα στην οποία ζούμε, αλλά και η σειρά, με τις λανθασμένες διαγνώσεις, νομίζω πως προχωράμε μέρα με τη μέρα. Είναι αστείο να κάνουμε μακροπρόθεσμα σχέδια. Μπορεί να έχουμε στο μυαλό μας κάτι, αλλά ζούμε τη στιγμή γιατί, όπως είδαμε, τα πάντα μπορεί να ανατραπούν. Αυτό ισχύει στην επαγγελματική αλλά και στην προσωπική ζωή μας. Ουσιαστικά, θέλουμε να είμαστε μαζί και να περνάμε καλά.
Κ.Γ.: Εμένα μου αρκεί το ότι ξυπνώ κάθε μέρα και είμαι με τον άνθρωπο που έχω επιλέξει, όχι επειδή πρέπει να είμαι μαζί του, αλλά επειδή θέλω όσο τίποτα άλλο να είμαι μαζί του.
Τι αγαπάτε να κάνετε μαζί;
Γ.Τ.: Κυρίως να βλέπουμε ταινίες.
Κ.Γ.: Αυτή την περίοδο, μετά θα κάνουμε και ταξίδια. Τώρα είμαστε στο χουχούλιασμα του καναπέ λόγω πολλών ωρών δουλειάς. Η αλήθεια είναι ότι ταιριάζουμε όσον αφορά το πώς θέλουμε να διασκεδάζουμε, να είμαστε με φίλους ή να πηγαίνουμε στο θέατρο ως θεατές.
Γ.Τ.: Φαγητά, τραπεζώματα με φίλους –με αποστάσεις, μάσκες και τεστ πλέον–, όλα τα παρεΐστικα μας αρέσουν, όπως και το να κάνουμε διάφορες εξορμήσεις οι δυο μας.
Παρότι είστε πολυφωτογραφημένο και προβεβλημένο ζευγάρι, η προσωπική σας ζωή είναι εν πολλοίς αθέατη.
Γ.Τ.: Δεν είναι κάτι που έχουμε επιδιώξει, είναι στάση ζωής. Δεν θέλαμε ποτέ, ούτε εγώ ούτε η Κατερίνα, αλλά και ούτε ως ζευγάρι, να προκαλέσουμε ή να δημιουργήσουμε καταστάσεις. Ζούμε και αναπνέουμε, δουλεύουμε, περνάμε ωραία τη ζωή μας και μας αρκεί αυτό.
Κ.Γ.: Νομίζω πως αν δεν μας έφερναν οι δουλειές κοντά, αν δεν ταιριάζαμε επαγγελματικά, θα ήμαστε εντελώς αθέατοι ως ζευγάρι. Η ψυχοσύνθεσή μας δεν μας αφήνει να βγάλουμε προς τα έξω το πώς είμαστε εκτός δουλειάς. Προφανώς θα κάνουμε κοινές συνεντεύξεις και εμφανίσεις για επαγγελματικούς λόγους, αλλά μόνο όσο χρειάζεται.
Τι θυμάστε πιο έντονα ο ένας από τον άλλο από τον πρώτο καιρό της σχέσης σας;
Κ.Γ.: Με εντυπωσίασε ο χαρακτήρας του Γιάννη, είναι προσγειωμένος και φυσιολογικός. Δεν ακούγεται ίσως πολύ ενδιαφέρον, αλλά για μένα είναι το πιο ενδιαφέρον, το ότι, ενώ έχω να κάνω με έναν άνθρωπο που έχει καταφέρει πολλά, είναι φυσιολογικός, ειλικρινής και αυθεντικός.
Γ.Τ.: Δεν θα πρωτοτυπήσω. Ο πρώτος καιρός κάθε ζευγαριού είναι τέλειος, τι να πρωτοθυμηθώ; Είναι κάτι μεταξύ δύο ανθρώπων, αόριστο για τους άλλους και συγκεκριμένο μόνο για αυτούς.
Πού ταιριάζετε και πού διαφέρετε;
Γ.Τ.: Σίγουρα διαφέρουμε στο θέμα της οργάνωσης. Η Κατερίνα –ίσως και λόγω ζωδίου– έχει τα κουτάκια και τη συμμετρία της, εγώ είμαι πιο ελεύθερο πνεύμα και πιο ακατάστατος σε σκέψη και εκτέλεση. Συμφωνούμε όμως στην ψυχή του πράγματος, σε πολλούς τομείς της καθημερινότητάς μας. Έχουμε πολλά κοινά σημεία αναφοράς και ίδιο τρόπο σκέψης.
Κ.Γ.: Εγώ θα πω απλώς ότι διαφέρουμε αρκετά, αλλά πιστεύω πως ταιριάζουμε πολύ.
Σας ενοχλεί που σας ρωτούν τόσο συχνά για το αν σκοπεύετε να παντρευτείτε ή να κάνετε ένα παιδί;
Γ.Τ.: Από τη μία είναι κάπως ενοχλητικό, από την άλλη το θεωρώ λογικό. Εμένα δεν με ενοχλεί ποτέ η ερώτηση, με ενοχλούν οι απαντήσεις. Εσύ μπορείς να ρωτήσεις ό,τι θέλεις, έχω εγκέφαλο μέσα στο κεφάλι μου –και φυσικά το δικαίωμα και την ελευθερία– για να κρίνω αν θέλω να απαντήσω και πώς.
Κ.Γ.: Απλώς, δεν θα αλλάξει από τη μία εβδομάδα στην άλλη η απάντηση σε μια επαναλαμβανόμενη ερώτηση, οπότε τη θεωρώ περιττή. Επίσης, αυτού του τύπου οι ερωτήσεις διαπλάθουν συνειδήσεις. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κοινωνία μας, πλέον είναι λίγο «επικίνδυνες» σχετικά με το τι θεωρούμε ευτυχισμένη σχέση και ευτυχισμένη κατάληξη ενός ζευγαριού. Δεν ταιριάζουν οι κοινωνικές νόρμες σε όλους τους ανθρώπους ούτε είναι η μοναδική αίσια κατάληξη ένας γάμος.