Η παράσταση «Βότκα Μολότοφ», στην οποία πρωταγωνιστεί η Κατερίνα Γερονικολού και η οποία ανεβαίνει από τις 16 Ιουνίου στο Αίθριο Θέατρο του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», όσα τη φοβίζουν και όσα τής δίνουν χαρά, τα τρία κομβικά σημεία της προσωπικής της διαδρομής, οι κακοποιητικές συμπεριφορές που έχει βιώσει στη δουλειά της, η φιλία καρδιάς με τη Μιμή Ντενίση, η απώλεια του πατέρα της, η σχέση της με τον Γιάννη Τσιμιτσέλη και όλα όσα αγαπά σε εκείνον, η διεθνής παραγωγή «The wedding veil journey», αλλά και οι «Κουραμπιέδες από χιόνι», που θα βγουν στη μεγάλη οθόνη τα Χριστούγεννα. Η Κατερίνα Γερονικολού μίλησε από καρδιάς στο HELLO! και τον Γιάννη Βίτσα.
Την Παρασκευή 16/6 είναι η πρεμιέρα της θεατρικής παράστασης «Βότκα Μολότοφ», στην οποία πρωταγωνιστείς.
Πράγματι, είμαστε μια ανάσα πριν από την πρεμιέρα και έχουν κορυφωθεί τόσο το άγχος όσο και ο ενθουσιασμός μου. Πρόκειται για τη διασκευή της Ελένης Ράντου και του Νιλ Σάιμον στα κωμικά διηγήματα του Αντόν Τσέχοφ. Το συγκεκριμένο πάντρεμα είναι πολύ τρελό συγγραφικά και πολύ ωραίο ταυτόχρονα. Στο παρελθόν, μάλιστα, το είχε ανεβάσει με μεγάλη επιτυχία και η ίδια η Ελένη Ράντου. Η ιστορία είναι σπονδυλωτή και όλοι οι ηθοποιοί –ο Τάσος Χαλκιάς, ο Πάνος Σταθακόπουλος, η Βίβιαν Κοντομάρη, ο Χάρης Χιώτης, ο Ιωάννης Απέργης, η Παναγιώτα Βιτετζάκη, η Γιούλη Τσαγκαράκη κι εγώ– παίζουμε διάφορους ρόλους. Ο Τάσος Χαλκιάς υποδύεται τον Αντόν Τσέχοφ και όλοι οι ρόλοι που έχει σκεφτεί αναβιώνουν μπροστά στα μάτια των θεατών. Είναι κωμωδία και ιδανική παράσταση για το καλοκαίρι και το Αίθριο Θέατρο του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος».
Σε ποιους ρόλους θα σε δούμε;
Σε τέσσερις διαφορετικούς. Ενσαρκώνω μία γυναίκα λαϊκής καταγωγής, μία αριστοκρατικής, μία ιερόδουλο και μία ιδιοκτήτρια γραφείου τελετών. Υποκριτικά είναι μεγάλη πρόκληση για μένα. Σκηνοθετεί ο πολύ αγαπημένος μου Νικορέστης Χανιωτάκης, με τον οποίο είχαμε ξανασυναντηθεί πριν από δέκα χρόνια, στον «Κουλοχέρη του Σποκέιν», όπου έπαιζε και ο αείμνηστος Τάκης Σπυριδάκης.
Αν μείνεις ένα χρόνο εκτός θεάτρου, σου λείπει;
Το θέατρο απαιτεί πολλή συγκέντρωση και ενέργεια και είναι ο μεγαλύτερος βαθμός έκθεσης για έναν ηθοποιό. Εννοείται ότι και το σινεμά και η τηλεόραση έχουν έκθεση, αλλά εκεί υπάρχει η προστασία του σκηνοθέτη και του μοντάζ. Στο θέατρο, για όσο βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή, η αδρεναλίνη είναι στο peak, μια συνθήκη που με αγχώνει, αλλά και με ικανοποιεί βαθύτατα. Κάθε βράδυ καρδιοχτυπάς. Υπό αυτή την έννοια, δεν μου λείπει το άγχος μιας παράστασης. Ένα χρόνο που έμεινα εκτός, είχα ηρεμήσει από αυτό το καρδιοχτύπι, από την άλλη, όμως, αποζητούσα την επαφή με το κοινό.
Το θέατρο από τη μία σε φοβίζει, σου προκαλεί καρδιοχτύπι, αλλά σου δίνει και μεγάλη χαρά. Στη ζωή σου τι σε φοβίζει και τι σου δίνει μεγάλη χαρά;
Με φοβίζουν τα αναπάντεχα, αυτά που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Ίσως να ακουστεί πολύ κλισέ, αλλά αυτό που μου δίνει χαρά είναι να νιώθω οικειότητα με πρόσωπα και καταστάσεις, να βρίσκομαι σε ασφαλές περιβάλλον –σε ένα οικογενειακό τραπέζι ή πίνοντας καφέ με φίλους– και να μπορώ να πω τα πάντα και να μοιραστώ τα μυστικά μου. Όποτε νιώθω άνετα είναι για μένα μια όμορφη στιγμή, σημαίνει ότι όλα πάνε καλά.
Στα αναπάντεχα ανήκει σίγουρα και η απώλεια του πατέρα σου. Τι σε δίδαξε αυτή η συνθήκη ζωής;
Μία από τις αγαπημένες μου δουλειές είναι το σίριαλ «Κι όμως είμαι ακόμα εδώ», που προβάλλεται πάλι από την ΕΡΤ1, τα απογεύματα. Τη λάτρεψα αυτήν τη σειρά διότι μου δόθηκε ένας ρόλος σχεδόν αυτοβιογραφικός – αν και δεν είμαι υποχόνδρια. Θέλω, όταν τελειώνει η ημέρα, να λέω ότι την έζησα όπως θα έπρεπε να τη ζήσω, χωρίς τους λάθος ανθρώπους δίπλα μου, χωρίς τοξικότητα, με μια δουλειά που με ικανοποιεί, με συνεργασίες που επιλέγω και που με κάνουν ευτυχισμένη. Το περιβάλλον μάς κάνει αυτούς που είμαστε. Η απώλεια λοιπόν εμένα με δίδαξε ότι επειδή στη ζωή συμβαίνουν αναπάντεχα, δεν τα ελέγχουμε όλα και δεν γνωρίζουμε πόσο θα ζήσουμε, οφείλουμε να δίνουμε αξία στην κάθε μας μέρα. Με έμαθε να ζω τη στιγμή. Είναι λάθος να λέμε «θα πάω ταξίδι με τον αγαπημένο μου σε ένα χρόνο». Όχι ότι αυτό σημαίνει πως δεν με νοιάζει τι θα γίνει σε πέντε χρόνια ή πως αδιαφορώ για το μέλλον μου, αλλά αυτό που μπορώ να ζήσω τώρα θέλω να το ζήσω τώρα.
Έχεις κάνει ψυχοθεραπεία;
Όχι, δεν έχω κάνει και, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, είμαι από τους ελάχιστους.
Αντιμετωπίζεις όμως τη ζωή με ωριμότητα και σοφία.
Ένα από τα αγαπημένα μου χόμπι είναι το διάβασμα. Το να διαβάζω ωραία αναγνώσματα ψυχολογίας και αυτοβελτίωσης, αλλά και μυθιστορήματα και πιο φιλοσοφικά βιβλία μού προσφέρει πολλά. Ίσως αυτό να είναι η ψυχοθεραπεία μου, να διαβάζω τις σκέψεις έξυπνων ανθρώπων.
Υπάρχει βιβλίο που σε επηρέασε καταλυτικά;
Ένα πολύ ωραίο βιβλίο που είχα διαβάσει στα 20 μου είναι το «Μην το σκέφτεσαι… Ζήσε!», που ουσιαστικά σου λέει ότι όταν δηλητηριάζεσαι, άλλαξε τη σκέψη σου. Κάνε κάτι άλλο. Παίξε τένις, χόρεψε, βγες βόλτα. Μη βουλιάζεις στη δύσκολη στιγμή σου. Μπορεί να ακούγεται απλό, αλλά έτσι ουσιαστικά παλεύεις τη δυσκολία.
Ποια είναι τα τρία πιο κομβικά σημεία στη ζωή σου;
Όταν μείναμε στην οικογένεια χωρίς τον μπαμπά, όταν πέρασα στη Νομική, γεγονός που με δίδαξε ότι όταν προσπαθείς σκληρά για κάτι, δεν πάει χαμένος ο κόπος σου, και ο επαγγελματικός μου στόχος, που είναι η διάρκεια στη δουλειά μου – και την αναφέρω ως δουλειά γιατί μου προσφέρει οικονομικές απολαβές. Διαφορετικά, θα την αποκαλούσα πάθος γιατί αυτό είναι.
Έχεις περάσει όμως και δυσκολίες σε αυτήν τη δουλειά. Έχεις ζήσει κακοποιητικές συμπεριφορές. Πώς τις αντιμετώπισες τότε;
Πολύ δύσκολα. Θεωρητικά, αν είχα απανωτά τέτοιες συνεργασίες, θα είχα εγκαταλείψει το χώρο καθώς δεν έχει νόημα να υποβάλλουμε εν γνώσει μας τον εαυτό μας σε ψυχολογικά αδιέξοδα. Ευτυχώς, όμως, με τον καιρό, άλλαξε η σκέψη μου και είπα: «Ναι, έχω περάσει και δύσκολα, αλλά στη ζωή μου ήρθαν η Μιμή Ντενίση, η Ελένη Ράντου, ο Σπύρος Ρασιδάκης και όχι μόνο. Ήρθαν πολλοί θετικοί άνθρωποι που με αγάπησαν, τους εμπιστεύτηκα και τους έβαλα στην καρδιά μου». Δεν μένω λοιπόν σε εκείνες τις στιγμές.
Όταν τις βίωνες όμως;
Πάντα είναι δύσκολο να σε κάνουν να αισθάνεσαι λίγος, να αισθάνεσαι ότι δεν ανήκεις εκεί.
Και πώς το άντεξες;
Υπήρχε το πείσμα, ότι δεν θα λυγίσω, θα τα καταφέρω. Ουσιαστικά, είναι ένας πόλεμος και με τον εαυτό σου. Καταλαβαίνω γιατί το άντεξα τότε –έχουν περάσει και δέκα χρόνια–, τώρα όμως δεν θα το έκανα.
Τώρα θα εγκατέλειπες την παράσταση;
Ναι, τώρα θα έφευγα.
Σκέφτηκες τότε να εγκαταλείψεις και το χώρο;
Όχι, διότι συνέχισα με πολύ καλούς συνεργάτες και πολύ ωραίες συνεργασίες και επουλώθηκαν οι πληγές.
Ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος στη ζωή σου είναι και η Μιμή Ντενίση, με την οποία μοιάζει να έχετε σχέση κόρης – μάνας.
Ίσως στην αρχή της σχέσης μας. Τώρα είμαστε περισσότερο φίλες. Μου αρέσει σε εκείνη το ότι δεν χάνει ποτέ την ευγένειά της, ότι την ενδιαφέρει να αισθάνονται ωραία οι ηθοποιοί. Για να ανθίσουμε, θα πρέπει κάποιος να ρίχνει νερό στη γλαστρούλα μας και όχι σκουπίδια. Η Μιμή, με τη φυσική ευγένεια και το ταλέντο της στη δουλειά, με πήγε πολλά βήματα μπροστά. Στο χώρο μας γνωρίζεις αξιόλογους ανθρώπους, πολύ διαφορετικές προσωπικότητες, και δεν μπορείς να μην κερδίσεις εμπειρίες. Μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον είκοσι άτομα καλλιεργημένα, με γνώσεις και επίπεδο, από τα οποία δεν γίνεται να μην έχω πάρει πράγματα.
Για ποιο χαρακτηριστικό αυτών των φωτισμένων ανθρώπων είπες «πρέπει να το υιοθετήσω στη ζωή μου»;
Ομαδοποιώντας κάποια κοινά τους στοιχεία, θα έλεγα ότι είναι άνθρωποι που δουλεύουν πολύ σκληρά, δεν σταματούν ποτέ, διαβάζουν συνεχώς, αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα το καθετί, προσέχουν τη λεπτομέρεια, σέβονται τους άλλους και αγαπούν το θέατρο και τους ηθοποιούς και φυσικά είναι χορτασμένοι, γιατί έχουν λάβει αγάπη στη ζωή τους. Όλα αυτά τούς προσφέρουν μια σιγουριά, και γι’ αυτό είναι γενναιόδωροι και δοτικοί.
Αν σου ζητούσα να ζωγραφίσεις τον πίνακα της ζωής σου δέκα χρόνια μετά, τι θα περιελάμβανε;
Σίγουρα θα είχε πράσινο μέσα, θα ήμουν κάπου στην εξοχή και θα ήθελα αυτοί που αγαπώ σήμερα να είναι μέσα στον πίνακα.
Ζεις την αγωνία του χρόνου που περνά;
Θεωρώ πως όταν μπω στη δεκαετία των 40, θα δυσκολευτώ, όπως δυσκολεύτηκα μπαίνοντας στα 30. Στο μυαλό μας είναι όλα, αλλά, όπως και να το κάνουμε, τα ακούμε τα νούμερα. Οι αλλαγές όμως γίνονται σιγά σιγά και η φύση μάς δίνει τη δυνατότητα να τις επεξεργαστούμε και να τις αποδεχθούμε. Επίσης, για τον ηθοποιό ο χρόνος έχει ένα έξτρα ενδιαφέρον καθώς περνά πίστες. Ξεκίνησα από μαθήτρια στον «Λάκη τον Γλυκούλη», μετά έγινα 20άρα και τώρα, στην ταινία «Κουραμπιέδες από χιόνι», παίζω τη μαμά δύο παιδιών.
Φαίνεσαι άνθρωπος που αγαπά το σώμα και την επιδερμίδα του και δεν θα έμπαινε στη διαδικασία να κάνει πράγματα που θα αλλοίωναν την εξωτερική του εικόνα.
Δεν μου αρέσουν οι υπερβολές. Δεν ξέρω τι θα κάνω σε δέκα χρόνια από τώρα, αλλά μπορώ να πω ότι θαυμάζω τις γυναίκες που μεγαλώνουν όμορφα. Τώρα, το πώς γίνεται αυτό θα το δείξει ο χρόνος.
Έχεις κάνει κάτι μέχρι τώρα;
Όχι κάτι παρεμβατικό. Προσέχω πολύ το δέρμα μου και βάζω τις κρέμες μου με συνέπεια. Πιστεύω ότι όλα είναι θέμα ηλικίας. Θα κάνω οτιδήποτε χρειάζεται για να νιώθω εγώ καλά. Δεν είμαι σε τίποτα κατά, αλλά στην ώρα του.
Ολοκληρώσατε μόλις τα γυρίσματα της ταινίας «Κουραμπιέδες από χιόνι», που θα δούμε στους κινηματογράφους όλης της χώρας τον Δεκέμβριο. Τι πραγματεύεται;
Είναι –θέλω να είναι και θα είναι!– το γλυκό σας δίωρο τα Χριστούγεννα. Μια ταινία με καταπληκτικούς ηθοποιούς και πολύ γέλιο, καθώς πρόκειται για μια τρυφερή κωμωδία που γεμίζει αθωότητα και γλύκα από έναν παππού, τον Αλέξανδρο Αντωνόπουλο, ο οποίος προσπαθεί να βοηθήσει ένα κοριτσάκι που χρειάζεται την προστασία του. Μαζί με τα κινηματογραφικά παιδιά μου, θα γίνουν μια ωραία συμμορία και θα προσπαθήσουν να κοροϊδέψουν τους κατοίκους του χωριού, ανάμεσά τους εγώ, που είμαι η δασκάλα, ο Μελέτης Ηλίας, που είναι ο γιατρός, ο Μιχάλης Ρέππας, που είναι ο αστυνομικός, και οι κουτσομπόλες του χωριού, που είναι η Μαίρη Σταυρακέλλη και η Νικολέττα Βλαβιανού. Ο Γιάννης (σ.σ. Τσιμιτσέλης) με εξέπληξε πολύ ευχάριστα. Όχι ότι δεν του είχα εμπιστοσύνη, αλλά τον είδα σε πολύ ώριμη και δημιουργική φάση. Δόξα τω Θεώ, πήγαν όλα πολύ καλά, καθώς ήταν πολύ ακριβή και δύσκολη ταινία – ήταν εκτός έδρας, είχε παιδιά στα γυρίσματα, είχε χιόνι. Την υπογράφουν ο Μιχάλης Ρέππας και ο Θανάσης Παπαθανασίου και ο Χάρης και η Αγνή Χιώτη και πιστεύω ότι θα ψιλογεράσω –για να κάνω τη σύνδεση με πριν– και θα τη βλέπουμε ακόμη!
Η τριλογία του «The Bachelor» προβάλλεται από το Netflix και κάνει θραύση.
Ήταν τεράστια έκπληξη. Τρεις ταινίες που γυρίστηκαν το 2015, το 2017 και το 2019, κι αυτήν τη στιγμή είναι στις τρεις πρώτες θέσεις του top 10 στις ταινίες του Netflix. Χαίρομαι γιατί ανοίγει μια καινούρια πόρτα και εύχομαι να έχουν την ίδια τύχη και άλλες ελληνικές ταινίες.
Ο Γιάννης Τσιμιτσέλης είναι ο σύντροφός σου και έχετε συνεργαστεί αρκετές φορές επαγγελματικά. Πώς είναι να συνυπάρχετε στο χώρο της δουλειάς;
Αυτό για κάθε ζευγάρι διαφέρει. Με τον Γιάννη, με κάποιον τρόπο, ταιριάζουμε και στη δουλειά, χωρίς αυτό να μας κάνει καλύτερο ή όχι ζευγάρι. Βλέπουμε τα πράγματα από κοινή σκοπιά, αγαπάμε τη δουλειά μας και αυτό μάς ενώνει. Την ταινία «…Για Πάντα» τη βλέπουμε και συγκινούμαστε ακόμη. Είμαστε περήφανοι για αυτά που έχουμε κάνει παρέα. Τυχαίνει να είναι δουλειές που εγώ προσωπικά χιλιοϋπογράφω. Δεν θα ήθελα να σταματήσουμε να συνεργαζόμαστε, ίσως να κάνουμε διαλείμματα γιατί κι εγώ θέλω να κάνω κι άλλα πράγματα, όπως κι εκείνος. Δεν θα ήθελα όμως αυτό να τελειώσει.
Τι αγαπάς στον Γιάννη; Ποια στοιχεία του χαρακτήρα του ξεχωρίζεις;
Αγαπώ το ότι είναι αυτοδημιούργητος, δυνατός και ήρεμος. Μου αρέσει η αγκαλιά του και σέβομαι το πόσο προσγειωμένος είναι. Παρόλο που είναι ένας άνθρωπος –όπως το βλέπω εγώ– που έχει ανέβει ένα βουνό, τα πόδια του βρίσκονται στους πρόποδες.
Τι παίρνεις από τη σχέση σου με τον Γιάννη και τι εκείνος από σένα;
Αυτό που με διδάσκει ο Γιάννης είναι η ψυχραιμία, την οποία εγώ δεν διαθέτω πάντα. Είναι ήρεμη δύναμη! Αυτό που παίρνει ο Γιάννης από μένα –υποθέτω, γιατί δεν το έχουμε συζητήσει ποτέ και μπορεί να έχω λανθασμένη εντύπωση– είναι την αίσθηση ότι όπως εγώ μπορώ να στηριχτώ πάνω του, έτσι κι εκείνος έχει άνθρωπο να στηριχτεί. Υπάρχει δηλαδή μια ισοτιμία που είναι απελευθερωτική. Όταν θέλω να χοροπηδήσω από τη χαρά μου για κάτι, ξέρω ότι αυτή η χαρά δίπλα στον Γιάννη θα διπλασιαστεί.
Ενώ η αγάπη είναι το ζητούμενο, πολλές φορές μπαίνουμε σε τοξικές σχέσεις χωρίς να το καταλάβουμε. Σου έχει τύχει ποτέ στο παρελθόν;
Μου έχει τύχει και σε φιλικές και σε προσωπικές σχέσεις. Έπρεπε όμως να τα ζήσω όλα αυτά για να καταλάβω την αξία των σχέσεων που δεν έχουν από πίσω τους μια ατζέντα και είναι απαλλαγμένες από ζήλιες, ανασφάλειες και δεύτερα συναισθήματα.
Όταν βίωνες τέτοιου είδους σχέσεις, το καταλάβαινες αμέσως και έφευγες ή η αγάπη σε έκανε να δίνεις ευκαιρίες;
Σε πιο μικρή ηλικία, έχω κάνει πολλά λάθη, αλλά, με το πέρασμα των χρόνων, με έχω συγχωρήσει για τις όποιες καθυστερήσεις μου να φύγω από αυτές τις σχέσεις. Δεν έχω βάλει ούτε ερωτηματικά ούτε άνω τελείες. Δεν κρατώ αρνητικά συναισθήματα.
Σε μια συνέντευξή σου είπες: «Κουράστηκα να με ρωτούν για το αν θα παντρευτώ και το αν θα κάνω παιδιά».
Δεν είναι ότι κουράστηκα ούτε θεωρώ ότι αυτή η ερώτηση γίνεται εκ του πονηρού. Θεωρώ ότι γίνεται στο πλαίσιο μιας ρουτίνας. Όμως, βλέποντας γύρω μας πόσο δύσκολη είναι κάποιες φορές η τεκνοποίηση, νομίζω πως με αυτή την επαναλαμβανόμενη ερώτηση είναι σαν να υποδεικνύουμε στη σύγχρονη γυναίκα ότι ο δρόμος για την ευτυχία είναι ο γάμος και η απόκτηση ενός παιδιού. Εγώ δεν πιστεύω ότι αυτά τα δύο είναι εχέγγυα ευτυχίας. Ούτε κατά του γάμου είμαι ούτε κατά των παιδιών. Το αντίθετο! Όταν βλέπω ευτυχισμένους γάμους, ζηλεύω με την καλή έννοια και το ίδιο συμβαίνει με τις όμορφες οικογένειες. Απλώς, δεν μου αρέσει να συνδέουμε την ευτυχία με αυτά τα δύο γεγονότα. Μπορείς να είσαι ευτυχισμένος και χωρίς αυτά και, αν τύχει να έρθουν ένα παιδί και ένας γάμος –μιλώ γενικότερα–, ωραίο είναι κι αυτό. Επίσης, αυτές τις ερωτήσεις δεν τις κάνουν με την ίδια συχνότητα στους άντρες.
Αισθάνεσαι ότι οι γυναίκες βιώνουν πιο συχνά ρατσισμό από τους άντρες;
Αισθάνομαι ότι οι γυναίκες είναι κακοπληρωμένες σε σχέση με τους άντρες. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στο δικό μας επάγγελμα, αλλά και γενικότερα. Συμβαίνει και στο Χόλιγουντ!
Αφού ανέφερες το Χόλιγουντ, φλέρταρες με το εξωτερικό. Πήρες μέρος σε μια ταινία με τίτλο «The wedding veil journey».
Έζησα μια καταπληκτική εμπειρία τον Δεκέμβριο, με τη συμμετοχή μου σε μια παραγωγή του Hallmark Channel, ενός ελεύθερου καναλιού στην Αμερική που κάθε Σάββατο βάζει μια καινούρια οικογενειακή ταινία. Στην πρώτη προβολή την είδαν 4 εκατομμύρια τηλεθεατές! Έκανα γυρίσματα στη Ρόδο και τη Βουλγαρία. Υποδύθηκα μια Ελληνίδα, απλώς μιλούσα στα αγγλικά, και συνεργάστηκα με ξένους ηθοποιούς, Άγγλους και Αμερικανούς κατά κύριο λόγο. Ήταν από τις πιο ωραίες εμπειρίες της ζωής μου. Είκοσι πέντε ημέρες που κράτησαν τα γυρίσματα, εγώ ζούσα ένα υπέροχο παραμύθι που δεν ήθελα να τελειώσει. Μέσω του ίδιου casting director, ο Γιάννης πρωταγωνίστησε σε μια αντίστοιχη ταινία.
Θα ήθελες να ανοίξεις τα φτερά σου στο εξωτερικό; Να είναι αυτή η ταινία η αφορμή για κάτι μεγαλύτερο;
Δεν θα το κυνηγούσα. Βέβαια, εννοείται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση πέρασα από οντισιόν. Απλώς, δεν θα το κυνηγούσα με την έννοια ότι δεν θα μπορούσα να ασχοληθώ κυρίως με αυτό. Αν γινόταν οντισιόν και κατάφερνα να πάρω το ρόλο, σαφώς και θα το έκανα, αλλά δεν είναι το όνειρό μου. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ζήσω στο εξωτερικό για ένα-δυο χρόνια.
Κάνεις δύσκολα αλλαγές στη ζωή σου;
Ναι. Εδώ προσπαθώ να αλλάξω τα μαλλιά μου και δεν τα καταφέρνω! (γέλια)
Τι θα ήθελες να σου φέρει ο χρόνος;
Υγεία και όλα τα υπόλοιπα να παραμείνουν στη ζωή μου όπως είναι τώρα.
ΦΩΤΟΓΡΑΦιεΣ: ΙΩΑΝΝΑ ΤΖΕΤΖΟΥΜΗ/ cube digital productions
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΟΣ ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΟΥΚΑΣ
ΜΑΚΙΓΙΑΖ – μαλλιΑ: ΚΕΡΑΣΙΑ ΚΟΥΗ
FASHION ASSOCIATE: ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΣΧΟΙΝΑΡΑΚΗΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΟ FAIRYTALE ATHENS PSYRRI (Λεωκορίου 16, Αθήνα) ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ