Η Κατιάνα Μπαλανίκα μίλησε στο HELLO! και στη Σόνια Μαγγίνα και μίλησε για την καριέρα της, την οικογένειά της, τη φετινή της συνεργασία με τον Γιώργο Καπουτζίδη στη θεατρική παράσταση «42497» και πολλά άλλα.
Κυρία Μπαλανίκα, πώς νιώθετε που έχετε ένα ρόλο με νούμερο –είστε ο αριθμός 5 συγκεκριμένα– και όχι με ένα όνομα;
Είναι τέτοια η δομή του έργου που νιώθω πως αυτό που διαδραματίζεται είναι κάτι που έως ένα βαθμό συμβαίνει και στην εποχή μας. Λίγο-πολύ, όλοι έχουμε ένα νούμερο, είτε τράπεζας είτε για άλλη χρήση, και κάποιοι μάς γνωρίζουν μόνο ως νούμερο. Αυτό είναι αποτέλεσμα της τεχνολογίας που, όσο περνούν τα χρόνια, προχωρά όλο και πιο γρήγορα – για το καλό μας υποτίθεται. Πραγματικά, όμως, δεν ξέρω αν είναι για το καλό μας. Θεωρώ πως δεν είναι πολύ μακριά το να είμαστε μόνο ένα νούμερο.
Έχετε το ρόλο της μεγαλύτερης σε ηλικία από τους οκτώ ήρωες.
Η οποία είναι και η μόνη, λόγω ηλικίας, που έχει μνήμες από μια άλλη Γη, από μια άλλη ζωή. Κουβαλά μνήμες η ηρωίδα μου, αλλά πρέπει να έχει τα αντανακλαστικά που απαιτεί η εποχή στην οποία ζει πλέον και στην οποία δεν υπάρχει το συναίσθημα. Πρέπει να φέρεται σύμφωνα με τις οδηγίες της σύγχρονης κοινωνίας και της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί.
Τι περνάει στο θεατή το έργο του Γιώργου Καπουτζίδη;
Πιστεύω πως περνάει αυτό που ζούμε: την εξέλιξη του νέου ανθρώπου, την αποβολή από την κοινωνία των μεγαλύτερων σε ηλικία, μια νεολαία που βαδίζει προς την αδιαφορία και την απουσία συναισθήματος. Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν ακόμη εκείνοι που ελπίζουν, εκείνοι που αισθάνονται κάτι διαφορετικό. Το βασικότερο στοιχείο του έργου είναι ο άνθρωπος και το γεγονός ότι, σε όποια εποχή κι αν τον τοποθετήσεις, υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί, άνθρωποι γεμάτοι συναίσθημα και άνθρωποι δίχως ίχνος συναισθήματος, εκείνοι που νοιάζονται και εκείνοι που αδιαφορούν. Στο σύνολό της, η ανθρώπινη κοινωνία αποτελείται από λίγο έως πολύ ίδιους χαρακτήρες στη βάση τους, όπως έχουμε δει στο παρελθόν, όπως διαπιστώνουμε στο παρόν και όπως φανταζόμαστε το μέλλον.
Η Κατιάνα Μπαλανίκα σε μία αποκαλυπτική συνέντευξη στο HELLO!
Ερμηνευτικά, τι σας ιντριγκάρει στο ρόλο;
Καταρχήν, μου αρέσει πολύ που ο Γιώργος κινεί μέσα μου πράγματα τα οποία έχουν να κάνουν με συναίσθημα – πέραν της κωμωδίας, την οποία πάντα όλοι μού προτείνουν. Όχι πως είναι άσχημο να κάνεις κωμωδία, αλλά συνήθως μου προτείνουν μόνο κωμωδίες. Ο Γιώργος και στο προηγούμενο έργο του, «Όποιος θέλει να χωρίσει… να σηκώσει το χέρι του!», το οποίο ήταν κωμικό, μου είχε δώσει ένα στιγμιότυπο που ήταν ένα μικρό δράμα, ένα καθαρά συναισθηματικό κομμάτι. Τώρα μου ανέθεσε ένα ρόλο που είναι κορμός μέσα στο έργο: η Πέντε είναι η αφορμή που ξυπνά το συναίσθημα σε κάποιους από τους ήρωες που είναι πιο συναισθηματικοί από τους υπόλοιπους, αλλά δεν μπορούν να αναγνωρίσουν αυτό που νιώθουν. Αυτό μου αρέσει γιατί μπορώ να εκφράζομαι διαφορετικά, πέρα από την κωμωδία, παρότι έχω αρκετές κωμικές ατάκες.
Θα θέλατε να έχετε παίξει περισσότερους δραματικούς ρόλους;
Εννοείται! Στη σχολή δεν είχα παίξει ποτέ σε κωμωδία. Μετά κάπως ήρθαν τα πράγματα…
Θεωρείτε πως εγκλωβιστήκατε στο ρόλο της κωμικής;
Όχι. Άλλωστε δεν είμαι κωμική, απλώς χρησιμοποίησα το χιούμορ που έχω ως άνθρωπος, το οποίο απέδωσε και εντέλει με χαρακτήρισε.
Η αλήθεια είναι ότι οι ατάκες της Σάσας, για παράδειγμα, που ερμηνεύσατε στο «Ντόλτσε Βίτα», απαντώνται πολύ συχνά στα social media.
Το έχω υπόψη μου. Ακόμα και μικρά παιδιά έρχονται και μου μιλούν για τη Σάσα. Χαίρομαι που γνωρίζουν εκείνη τη δουλειά γιατί ήταν μια πολύ έντονη και καλή τηλεοπτική σειρά.
Είναι κάπως αυτονόητο το ότι θα παίζετε στα έργα του Γιώργου Καπουτζίδη; Αυτό που σας συνδέει είναι κάτι παραπάνω από απλή συνεργασία;
Η επανασύνδεση με τον Γιώργο, μετά το σίριαλ «Σαββατογεννημένες», που έγινε το 2019 με το «Όποιος θέλει να χωρίσει…», μας έφερε πολύ κοντά, κατά μια έννοια άλλαξε τη ζωή μας. Συζητήσαμε και νιώσαμε πολλά πράγματα. Δεν είναι όμως αυτονόητο το ότι θα συνεργαζόμαστε. Αλίμονο!
Περίπου αυτά ανέφερε και ο Γιώργος Καπουτζίδης, ότι έχετε αλλάξει ο ένας τη ζωή του άλλου.
Πράγματι, ισχύει αυτό. Αγαπηθήκαμε, και μάλιστα πολύ.
Στην εποχή μας βλέπουμε στο χώρο του θεάτρου γυναίκες να βρίσκουν δύναμη και φωνή να καταγγείλουν τα κακώς κείμενα. Εσείς, όταν ξεκινούσατε την καριέρα σας, πώς βιώσατε την εποχή σας; Είχαν οι γυναίκες δύναμη να αντιδράσουν – ακόμα κι αν αυτό δεν έφτανε στο φως της δημοσιότητας, όπως σήμερα;
Δεν μπορώ να μιλήσω συνολικά. Κάποιες ίσως μπορούσαν, άλλες πάλι όχι. Πάντως δεν είχαν υπάρξει ποτέ δημόσιες καταγγελίες. Ήταν μια διαφορετική εποχή και υπήρχε άλλος τρόπος δράσης και αντίδρασης. Εγώ δεν είχα ποτέ προβλήματα. Συνήθως ήμουν σε προστατευμένες δουλειές. Τότε ήταν και πιο έντονο το στοιχείο της θεατρικής παρέας που σχημάτιζε θιάσους, κάτι που ενδεχομένως να ήταν και μια μορφή προστασίας. Εγώ συνεργαζόμουν για πολύ καιρό με τον Γιώργο Μαρίνο και μετά μπήκα, ας πούμε, κανονικά στο θέατρο.
Ποιους μετράτε ως συνεργασίες ή ανθρώπους-σταθμούς στην καριέρα σας;
Σίγουρα ο Γιώργος Μαρίνος ήταν σταθμός. Επίσης, ο Σταμάτης Φασουλής και η Άννα Παναγιωτοπούλου, η Κάτια Δανδουλάκη, η Ελένη Ράντου, με την οποία συνεργαστήκαμε πολλά χρόνια, είναι ένας υπέροχος άνθρωπος και γίναμε καλές φίλες, και ο Γιώργος Καπουτζίδης.
Απωθημένα έχετε;
Δεν έχω, αλλά δεν θέλω και να έχω. Δεν μου αρέσει να έχω απωθημένα.
Σε αυτήν τη φάση όπου είστε, τι απολαμβάνετε, τι σας δίνει χαρά;
Μου δίνει μεγάλη χαρά το θέατρο, όπως και τα εγγόνια μου – ειδικά όταν τα έχω κοντά μου, διότι ζουν μακριά. Οπότε, επειδή τα εγγόνια μου δεν είναι εδώ, τη μεγαλύτερη χαρά μού την προφέρουν το θέατρο και η παρέα του θεάτρου. Είναι όλοι νέα παιδιά, κάτι πολύ σημαντικό. Ομολογώ ότι παίρνω ζωή.
Με ποιους ανθρώπους έχετε τόσο δυνατούς δεσμούς ώστε να τους θεωρείτε οικογένεια;
Η Κάτια, η Ελένη και ο Γιώργος, που ανέφερα νωρίτερα, είναι οι άνθρωποι από το θεατρικό χώρο που είναι οικογένεια για μένα. Υπάρχουν ωστόσο κι άλλοι άνθρωποι, εκτός καλλιτεχνικού χώρου, τους οποίους νιώθω έτσι.