Είναι μία από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες ηθοποιούς, έχοντας υπηρετήσει με σπάνιο ήθος και ευγένεια την υποκριτική τέχνη, η οποία τη φετινή σεζόν πρωταγωνίστησε στη σειρά “Αγάπη Παράνομη”, που βασίζεται στο ομότιτλο διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μίλησε στο περιοδικό HELLO! και στη Σόνια Μαγγίνα για την τέχνη και τη ζωή, το χρόνο που περνά και τη θέση της γυναίκας, ενώ αναφέρθηκε στις ρίζες της, τους μεγάλους σταθμούς της ζωής της, επαγγελματικούς και προσωπικούς.
Μια «Αγάπη Παράνομη», γεννημένη σε μια άλλη εποχή, στις αρχές του 1900, σηματοδοτεί την τηλεοπτική επιστροφή σας καθώς τα τελευταία δώδεκα χρόνια επί της ουσίας έχετε παίξει σε δύο τηλεοπτικές σειρές, εξαιρώντας συμμετοχές ενός επεισοδίου στη «10η Εντολή». Αλήθεια, εσείς το νιώθετε ως επιστροφή;
Για μένα, όλοι οι τομείς που σχετίζονται με τη δουλειά μου –θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση– είναι εξίσου σημαντικοί και γοητευτικοί, για τους δικούς του, ξεχωριστούς λόγους ο καθένας. Ποτέ δεν είπα «τώρα θα σταματήσω να κάνω αυτό για να πριμοδοτήσω κάτι άλλο». Όλοι ήταν αδιάσπαστοι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας που έρχονταν ή χάνονταν από τη ζωή μου λόγω συγκεκριμένων αντικειμενικών συνθηκών. Δεν το νιώθω λοιπόν ως επιστροφή, αλλά ως συνέχεια σε ένα συναρπαστικό ταξίδι.
Γιατί είναι πιο αραιές οι τηλεοπτικές εμφανίσεις σας;
Ο μοναδικός γνώμονας στο ταξίδι αυτό ήταν πάντα η ποιότητα της κάθε πρότασης που μου γινόταν και το κατά πόσον αυτή διέθετε τα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά που με ενδιέφεραν. Μίλησα πιο πριν για τις αντικειμενικές συνθήκες. Όταν, στα χρόνια της κρίσης, έπαψαν να γίνονται πραγματικά ενδιαφέρουσες –για τα δικά μου κριτήρια– σειρές, το θέατρο, που εξακολουθούσε να μου παρέχει υψηλής ποιότητας προτάσεις και στάθηκε όρθιο ως τέχνη παρά τις οικονομικές αντιξοότητες, ήταν μονόδρομος. Ποτέ δεν θα έλεγα ναι σε μια σειρά που δεν θα με κάλυπτε καλλιτεχνικά μόνο και μόνο για τα χρήματα ή για να έχω μια παρουσία στη μικρή οθόνη. Τώρα, όμως, που άρχισαν να γίνονται πολύ πιο σημαντικές δουλειές στην τηλεόραση, είπα με χαρά ναι σε μια πολύ υψηλών προδιαγραφών πρόταση. Η σειρά «Αγάπη Παράνομη» είχε ό,τι ακριβώς αποζητούσα: ένα υπέροχο σενάριο από την Ελένη Ζιώγα, βασισμένο σε ένα σπουδαίο διήγημα της ελληνικής λογοτεχνίας με πολύ δυνατή ιστορία και καταπληκτικούς χαρακτήρες, μια δυναμική παραγωγή που δεν φοβήθηκε τις τεράστιες απαιτήσεις της αναπαράστασης μιας άλλης εποχής, έναν εξαιρετικό σκηνοθέτη, τον Νίκο Κουτελιδάκη, πολύ καλούς καλλιτεχνικούς συντελεστές και άξιους συναδέλφους. Επιπλέον, η πρόταση αυτή ήρθε σε μια πολύ ιδιαίτερη εποχή, κατά την οποία, λόγω της πανδημίας, δεν είχα θεατρικές υποχρεώσεις κι έτσι μπορούσα να ανταποκριθώ θετικά.
Έχετε νιώσει ποτέ το βάρος ενός ατελέσφορου έρωτα;
Λίγο-πολύ, όλοι έχουμε ζήσει τέτοιες εμπειρίες, που σίγουρα ήταν οδυνηρές. Ευτυχώς, όμως, ποτέ δεν είχα την τεράστια ατυχία να βιώσω μια τόσο δραματική ιστορία σαν αυτήν που πραγματεύεται η σειρά.
Πόσο έχει αλλάξει η τηλεόραση από την εποχή του «Κίτρινου Φακέλου» και των «Βαμμένων κόκκινων μαλλιών», σειρές στις οποίες είχατε πρωταγωνιστήσει και οι οποίες είχαν χαρακτηριστεί για την ποιότητα αλλά και για την τόλμη τους;
Τότε ζούσαμε στα χρόνια της οικονομικής αφθονίας, η ιδιωτική τηλεόραση ήταν στο ξεκίνημά της, οι δημιουργοί μπορούσαν να ονειρεύονται, υπήρχαν οι δυνατότητες να γίνονται εκπληκτικές σειρές με πολύ απαιτητικές παραγωγές και αξιόλογα σενάρια. Φυσικά, και τότε γίνονταν παράλληλα πολλές ευτελείς δουλειές. Το θέμα ήταν πόσο ψηλά έβαζες εσύ τον πήχη και πόσο αποφασισμένος ήσουν να μην κάνεις συμβιβασμούς. Εγώ είχα την τιμή να συναντηθώ με ένα σπουδαίο σκηνοθέτη και δάσκαλο, τον Κώστα Κουτσομύτη, που με έκανε συνταξιδιώτισσα στο όραμά του. Δουλεύαμε σε ένα καθεστώς αποκλειστικά καλλιτεχνικού προσανατολισμού, αλλά και με την υπέροχη διάθεση που χαρίζει μια ωραία μεγάλη παρέα. Επίσης, υπήρχε η πολυτέλεια του άπειρου χρόνου, που μπορούσες να εκμεταλλευτείς δημιουργικά. Αργότερα ήρθε η κρίση και όλα άλλαξαν. Πλέον, ωστόσο, που γίνονται ξανά προσπάθειες να βγούμε από το τέλμα, αισθάνομαι ότι επικρατεί στα πλατό –καθαρά για οικονομικούς λόγους– μια απίστευτη πίεση να γίνουν τα πράγματα γρήγορα, ότι μας κυνηγά ο χρόνος. Αυτό όμως είναι εις βάρος της ποιότητας. Εννοείται, βέβαια, πως γίνονται και σήμερα εξαιρετικές δουλειές.
Σας ελκύουν οι πιο σκοτεινοί, πιο δραματικοί ή, αν θέλετε, πιο ταλαιπωρημένοι ρόλοι;
Για μένα μεγαλύτερη σημασία έχει η σειρά αυτή καθαυτήν, το τι έχει να πει στον κόσμο και πόσο άρτιο είναι το συνολικό αποτέλεσμα. Σε μια τέτοια σειρά, θα μου άρεσε να παίξω οποιονδήποτε ρόλο, που δεν θα ήταν απαραίτητο να έχει τα χαρακτηριστικά που αναφέρατε. Θα μπορούσε να είναι μια πολύ απλή γυναίκα με μεγάλη ανθρώπινη ζεστασιά.
Θελήσατε ποτέ να εκτονώσετε την κωμική πλευρά σας στη δουλειά σας;
Ναι, πολλές φορές έχω παίξει στο θέατρο χαρακτήρες με έντονη κωμική διάθεση και το έχω απολαύσει. Η τελευταία φορά ήταν στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.
Νιώσατε ποτέ εγκλωβισμένη στην εικόνα της ωραίας γυναίκας ή της δραματικής ηθοποιού;
Όχι. Κατ’ αρχάς, ποτέ δεν θεώρησα ότι είχα την εικόνα της ωραίας γυναίκας ούτε υποδύθηκα κάποιο χαρακτήρα προβάλλοντας την όμορφη εμφάνισή του. Πάντα με απασχολούσε ο ψυχισμός της ηρωίδας μου κι αυτόν υπηρετούσα, ακόμα και χαλώντας την εξωτερική της εμφάνιση στο έπακρο όταν αυτό ήταν στοιχείο του ρόλου. Δεν ένιωσα επίσης ποτέ εγκλωβισμένη στην εικόνα της δραματικής ηθοποιού. Σχεδόν δεν καταλαβαίνω τον όρο, γιατί μπορεί να περνάς, για παράδειγμα, διαδοχικά από έργα Αισχύλου, Τσέχοφ ή Μπέρνχαρτ –δραματουργίες δηλαδή που δεν έχουν καμία σχέση η μία με την άλλη–, να ερμηνεύεις ρόλους εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους ή να υπηρετείς σκηνοθετικές ματιές με εντελώς ξεχωριστά στυλ, οπότε δεν πλήττεις ποτέ, δεν επαναλαμβάνεσαι και κάθε φορά πειραματίζεσαι με νέες φόρμες, που μπορεί να ποικίλλουν από τον ψυχολογικό ρεαλισμό μέχρι τον εξπρεσιονισμό, το γκροτέσκο, την αφαίρεση και ό,τι άλλο απαιτούν το έργο και η άποψη του σκηνοθέτη.
Η εξωτερική σας εμφάνιση πού σας ωφέλησε και πού σας κόστισε προσωπικά και επαγγελματικά;
Δεν αξιολόγησα ποτέ την εμφάνισή μου σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια. Προσπαθούσα πάντα να έχω πολύ καλή φυσική κατάσταση ώστε να μπορώ να ανταποκρίνομαι στις πολύ έντονες απαιτήσεις ενός ρόλου, είτε επρόκειτο για μια δίωρη παράσταση αρχαίας τραγωδίας στην Επίδαυρο είτε για περιοδεία ή για κάποια άλλη παράσταση με ιδιαίτερη κινησιολογία.
Ποια είναι η σχέση σας με το χρόνο που περνά;
Λυπάμαι που έχουν φύγει η νιότη μου και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου κι αυτό με φέρνει όλο και πιο κοντά στη φθορά και στο θάνατο, αλλά είμαι ακόμη εδώ, με πολλές ανοιχτές πιθανότητες να μάθω και να ζήσω πολλά. Εκείνο που εύχομαι είναι να έχω την υγεία μου.
Όταν έχετε ένα ρόλο στο χαρτί, πώς τον ζωντανεύετε και τον κάνετε δικό σας;
Πάντα, μα πάντα, υπηρετώ την άποψη του σκηνοθέτη. Από τις πρώτες μας συζητήσεις, ακούω με διάπλατα αφτιά τις σκέψεις του για το έργο και συμμετέχω με ενθουσιασμό στις αναλύσεις των χαρακτήρων και των σχέσεών τους. Διαβάζω πολλές φορές το έργο για να μη μου ξεφύγει κάποια χρήσιμη πληροφορία ή λεπτομέρεια – πολλές φορές το κλειδί του ρόλου βρίσκεται σε εκείνα που λένε οι άλλοι για αυτόν. Ψάχνω υλικό οπουδήποτε, στις μελέτες ή στα άρθρα που έχουν γραφτεί για το έργο –όσο πιο σπουδαίο το κείμενο τόσο πιο πολύ και το υλικό–, και βλέπω πίνακες, φωτογραφίες και οτιδήποτε θα μπορούσε να με εμπνεύσει ως προς την εποχή ή το σκηνοθετικό ύφος. Συγκεκριμένα, για τη Διαμάντω που υποδύομαι στη σειρά, συμβουλεύτηκα πίνακες Ελλήνων ζωγράφων και φωτογραφίες ξένων περιηγητών με στιγμιότυπα από την αγροτική ζωή της εποχής. Μελέτησα πώς θέριζαν με το δρεπάνι, πώς έγνεθαν, πώς κρατούσαν τη ρόκα, τις στάμνες κ.τ.λ. Βέβαια, όταν πια έρθει η ώρα να ερμηνεύσεις, όλα αυτά τα στοιχεία, η στάση του σώματος, το περπάτημα, ο ρυθμός της ομιλίας, σου έχουν γίνει δεύτερη φύση και έχεις το πλαίσιο για να βάλεις την ψυχή, να αφήσεις τη φαντασία σου να ποτιστεί από την κατάσταση του ρόλου και να τον νιώσεις να σε κυριεύει και να γίνετε ένα.
Η σειρά του Νίκου Κουτελιδάκη και της Ελένης Ζιώγα διαδραματίζεται σε μια εποχή έντονης πατριαρχίας και καταπίεσης της γυναίκας. Από τότε έχουν αλλάξει πολλά. Πόσο όμως έχουν αλλάξει;
Έχει περάσει πάνω από αιώνας από τότε, βρισκόμαστε σε ένα χωριό της Κέρκυρας το 1906. Οι γυναίκες ήταν αναλφάβητες, απόλυτα υποταγμένες στη μοίρα που τους επιφύλασσε η πατριαρχική κοινωνία, υποταγμένες στη θέληση του πατέρα, του αδελφού και του συζύγου αργότερα. Δεν είχαν δικαίωμα στην ελευθερία ούτε στην οικονομική ανεξαρτησία, η ζωή τους έπρεπε να υπακούει στους κανόνες που έθετε εκείνη η αυστηρή, συντηρητική κοινωνία με τις απαγορεύσεις, τα ταμπού και τις θρησκευτικές επιταγές. Αλίμονο σε όποια τολμούσε να ερωτευτεί, να βιώσει τη σεξουαλικότητά της! Ήταν για πάντα στιγματισμένη και την περίμεναν η ταπείνωση, ο κοινωνικός αποκλεισμός και συχνά ο θάνατος, είτε ως τιμωρία από κάποιο θιγμένο αρσενικό είτε ως αυτοκτονία. Ακόμα κι αν έπεφτε θύμα σεξουαλικής επίθεσης και βιασμού, πάλι εκείνη δαιμονοποιούσαν. Από τότε, ναι, έχουν αλλάξει πολλά. Οι γυναίκες σπουδάζουν, συμμετέχουν στην αλυσίδα της οικονομίας, έχουν δικαίωμα ψήφου. Έχουν δοθεί αγώνες για να κατακτηθούν τα αυτονόητα σήμερα δικαιώματά μας. Προσωπικά, ξεκίνησα τη ζωή και την καλλιτεχνική πορεία μου σε αισιόδοξα χρόνια, υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι θα αλλάζαμε τον κόσμο. Τόσες δεκαετίες μετά, αισθάνομαι σαν να κάνουμε ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω. Δεν είναι μόνο το ότι οι γυναίκες πολύ συχνά αντιμετωπίζονται με τη γνωστή χλευαστική, σεξιστική διάθεση ακόμα και σε χώρους όπου κανονικά δεν θα το περίμενε κανείς, όπως στην πολιτική, στα πανεπιστήμια, στην επιστήμη και στις επιχειρήσεις, και οι αμοιβές των δύο φύλων έχουν τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ τους. Πλέον βλέπουμε και τα απίστευτα φαινόμενα του διαδικτυακού σεξουαλικού διασυρμού, του bullying στα social media, την έξαρση της ενδοοικογενειακής βίας και της κουλτούρας του βιασμού και, το χειρότερο, τις γυναικοκτονίες από τους ίδιους τους συντρόφους τους. Οπότε, σωστά αναρωτιέται κάποιος πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα και συνειδητοποιεί πόσο δρόμο έχουμε ακόμη μπροστά μας μέχρι να καταλάβουν επιτέλους όλοι ότι κάθε πληγωμένη γυναίκα είναι δυνάμει η μητέρα τους, η αδελφή τους, η κόρη τους. Αν δεν σέβεσαι κάθε γυναίκα, δεν σέβεσαι ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό και δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος.
Εσείς τι μάχες έχετε δώσει ως γυναίκα, επαγγελματικά και προσωπικά; Ποιες έχετε κερδίσει, ποιες έχετε χάσει;
Πάντα προσδιόριζα τον εαυτό μου ως άνθρωπο και όχι ως γυναίκα. Πάντα αισθανόμουν ότι το φύλο μου δεν με καθιστά αυτόματα υποδεέστερη από κανέναν άντρα, από κανέναν άλλο άνθρωπο. Σε όποια σχέση κι αν έμπαινα, φιλική, ερωτική ή εργασιακή, θεωρούσα πως ήταν αυτονόητο ότι μεταξύ μας υπάρχουν μόνο ισότητα και ισοδυναμία. Από μικρό κορίτσι αυτό έφερα μέσα μου και γύρω μου κι αυτό συνεχίζω να φέρω. Ποτέ δεν με ενδιέφερε το πώς ήθελαν ή περίμεναν οι άλλοι από μένα να ζήσω τη ζωή μου. Ζούσα όπως μου το υπαγόρευαν η καρδιά και το πνεύμα μου. Όμως με πληγώνει βαθιά αυτό που βλέπω να συμβαίνει γύρω μου. Ταυτίζομαι με κάθε γυναίκα που διασύρεται, λοιδορείται, κακοποιείται, είτε ζει στην Ελλάδα είτε στην Αφρική ή στο Αφγανιστάν. Πονάω, θυμώνω, μου φαίνεται αδιανόητο, και δεν ξέρω πώς μπορεί πια να αλλάξει αυτός ο κόσμος.
Τι συναισθήματα κρατάτε μέσα σας από την πρώτη σας επαφή με το θέατρο;
Μια απόλυτη αίσθηση ομορφιάς, μαγείας και αρμονίας. Η αίσθηση ότι εκεί είναι το σπίτι μου, ότι εκεί ανήκω.
Μετά την πολύχρονη, στεμμένη με πρωτιές και διακρίσεις πορεία σας, τι σημαίνει η τέχνη σας για σας;
Η τέχνη είναι αυτό που μας εξανθρωπίζει, αυτό που μας φέρνει κοντά στον άλλο, που μας κάνει να καταλαβαίνουμε την κοινή μας καταγωγή, το πόσο ίδια στην ουσία τους είναι τα πράγματα που νιώθουμε, εκείνα που μας καθορίζουν και μας ονομάζουν ανθρώπους. Χωρίς την τέχνη, είμαστε απάτριδες.
Κάποια στιγμή, είχατε πει σε μια συνέντευξή σας ότι «η πρωτιά είναι βάρος». Νιώθετε ακόμη έτσι;
Δεν θυμάμαι με ποια αφορμή το είχα πει, ίσως εννοούσα πόσο μεγάλη ευθύνη έχεις όταν όλοι περιμένουν πολλά από σένα. Αυτό που θέλω τώρα είναι να βρίσκω κατευθείαν το κέντρο των πραγμάτων, εκείνο που έχει την πιο απόλυτη, την πιο αδιαμφισβήτητη ουσία, που είναι καθαρό και απέριττο, εκθαμβωτικό στην απλότητα και την αλήθεια του.
Από πού θεωρείτε πως πήγαζε η επιδίωξη της πρωτιάς;
Δεν ήταν κάτι που επιδίωκα. Τόσα χρόνια σε αυτή την τέχνη, ξέρω ότι «το θέατρο είναι γένους πληθυντικού», όπως έλεγε η σπουδαία δασκάλα μου Μάγια Λυμπεροπούλου. Με ενδιέφερε πάντα η παράσταση ως όλον, ήθελα να ανήκω σε ένα εξαιρετικό σύνολο και όχι να διασώζομαι σε μια κακή ή μέτρια παράσταση. Γι’ αυτό και πολύ συχνά αποφάσιζα να παίξω ρόλους μικρότερους από αυτούς που κάποιοι θα περίμεναν από μένα να επιλέξω. Αυτό όμως δηλώνει ακριβώς τα κριτήρια και τις προθέσεις μου. Προτιμώ να είμαι μέλος μιας εξαιρετικής ομάδας, να συνδιαλέγομαι και να συνδημιουργώ με καλλιτέχνες που εκτιμώ, αγαπώ και θαυμάζω.
Για ποιους ανθρώπους που συναντήσατε στη ζωή και τη δουλειά σας νιώθετε ευγνωμοσύνη και ότι χρωστάτε ένα ευχαριστώ;
Πρώτα, στους γονείς, στην οικογένεια και στους δασκάλους μου. Σε όλους τους ανθρώπους που αγάπησα και που με αγάπησαν, σε όλους όσοι με δίδαξαν κάτι, με επηρέασαν και με διαμόρφωσαν. Στους φίλους, τους έρωτες και τους συνεργάτες μου. Είναι μακρύς ο κατάλογος. Αν άρχιζα να λέω ονόματα, θα αδικούσα κάποιους. Από τον καθέναν έχω πάρει κάτι πολύτιμο, κάτι μοναδικό, και φυλώ μέσα μου με ευγνωμοσύνη αυτά τα διαμάντια.
Ποια γεγονότα θα χαρακτηρίζατε ως σταθμούς στην καριέρα σας και ποια στην προσωπική σας ζωή;
Είναι πια τόσο πολλά τα χρόνια, τόσο πολλοί οι ρόλοι που έπαιξα κι αγάπησα, που πραγματικά δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιους. Πάλι θα ήταν πολύ μακρύς ο κατάλογος. Ποιον να πρωτοαναφέρω και ποιον να αφήσω απέξω! Ήταν όλοι κρίκοι αυτής της πολύ μακριάς αλυσίδας που με έφερε μέχρι εδώ. Τόσα έργα, τόσοι σπουδαίοι συγγραφείς, με ποια κριτήρια να διαλέξω! Όσο για την προσωπική μου ζωή, θα πω η παιδική μου ηλικία, το χωριό μου, η Θεσσαλονίκη της εφηβείας μου, η Μεταπολίτευση, οι φίλοι, οι ποιητές, τα τραγούδια, η δραματική σχολή, ο πρώτος έρωτας, η Μάγια Λυμπεροπούλου. Διαπιστώνω ότι δεν διαχωρίζω τελικά την καλλιτεχνική μου πορεία από την προσωπική μου ζωή. Όλα ήταν ένα – η Αθήνα, ο Γιώργος Μιχαηλίδης και το Ανοιχτό Θέατρο, ο Μηνάς Χατζησάββας, οι μεγάλοι συγγραφείς, οι μεγάλοι ρόλοι, οι μεγάλοι έρωτες, η Επίδαυρος, το Εθνικό Θέατρο, η περιοδεία της «Μήδειας» σε όλο τον κόσμο, οι μεγάλοι σκηνοθέτες, η μεγάλη μου αγάπη, οι μεγάλες απώλειες, οι μεγάλες απώλειες παντός είδους.
Υπάρχουν ηθοποιοί που επιλέγουν συνειδητά να αποστασιοποιούνται από τον επαγγελματικό τους χώρο σε ό,τι αφορά φίλους, παρέες και σχέσεις και άλλοι με ιστό ζωής συνυφασμένο με τη δουλειά τους. Εσείς σε ποια κατηγορία ανήκετε;
Οι άνθρωποι που αγαπώ προέρχονται και από τους δύο χώρους, είναι μοιρασμένοι, θα έλεγα. Νομίζω ότι έτσι κρατιέται μια ενδιαφέρουσα ισορροπία.
Με το σύντροφό σας, με τον οποίο είστε μαζί πάνω από μία δεκαετία, έχετε δηλώσει πως είστε ο ένας για τον άλλο οικογένεια. Τι σας βοήθησε να ξεπεράσετε δυσκολίες και να μείνετε ενωμένοι;
Καμία δυσκολία! Όλα ήταν πολύ απλά και πολύ εύκολα από την αρχή. Αγάπη, ελευθερία και σεβασμός.
Η λέξη «οικογένεια» συμπεριελάμβανε ποτέ για σας το γάμο ή ένα παιδί;
Όχι, ποτέ.
Ποιες είναι οι ρίζες σας στη ζωή;
Οι γονείς μου, η παιδική μου ηλικία, η τέχνη, ο έρωτας, η αγάπη, ο σεβασμός στον άλλο, η φύση, η ανάγκη να επιμένω στο καλό.
Κοιτάζοντας πίσω στο χρόνο, τι αναπολείτε;
Όλα τα όμορφα και τα σπουδαία, τους ανθρώπους που αγάπησα και έχασα, τους φίλους που έφυγαν για πάντα.
Και τι θα αλλάζατε;
Όλα τα λάθη, τα άχρηστα και τα περιττά.
photos: Ιωάννα Τζετζούμη/Cube Digital Production