Πιο ώριμη και λαμπερή από ποτέ, αν και η ίδια θεωρεί πως είναι μια απλή, κανονική γυναίκα, η Κατερίνα Παπουτσάκη, που πρωταγωνιστεί στην «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και, για δεύτερη σεζόν, στη σειρά εποχής της ΕΡΤ «Τα καλύτερά μας χρόνια», μιλά για τις ισορροπίες μεταξύ δουλειάς και οικογένειας, αυτά που λατρεύει να κάνει με τους δύο γιους της, Μάξιμο και Κίμωνα, τη βάση της σχέσης της με το σύζυγό της, Παναγιώτη Πιλαφά, αλλά και για την ελευθερία που νιώθει κάθε καλοκαίρι όταν επισκέπτεται τα αγαπημένα της νησιά.
Μια λέξη-κλειδί, στην οποία αναφέρεται συχνά, είναι η «εξέλιξη», αυτό που η ίδια αναζητά εσωτερικά στην υποκριτική και στο τραγούδι, στις διαπροσωπικές της σχέσεις, στη σχέση της με το χρόνο και στην αγάπη.
Από τη Σόνια Μαγγίνα
Σε πετυχαίνω σε μια περίοδο ιδιαίτερα γεμάτη.
Είναι δύσκολη περίοδος γιατί το ένα σκοντάφτει στο άλλο –γυρίσματα, πρόβες, παραστάσεις, ποδοσφαιρικοί αγώνες–, αλλά και πολύ ωραία, δημιουργική και γεμάτη καλλιτεχνικά. Είμαι χαρούμενη για όλα όσα κάνω, την τηλεοπτική σειρά, που είναι στη δεύτερη σεζόν, και την «Αυλή των θαυμάτων» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, που πηγαίνει πολύ καλά, με καλλιτεχνική και εισπρακτική ανταπόκριση. Μπορεί οι παραστάσεις στο Μέγαρο να ολοκληρώνονται αυτό το Σάββατο, το ταξίδι μας όμως δεν έχει φτάσει στο τέλος του καθώς ήδη γίνονται συζητήσεις για τη συνέχειά του.
Νιώθεις πως ανθίζεις υποκριτικά στην «Αυλή των θαυμάτων»;
Νιώθω πως εξελίσσομαι μέσα από κάθε δουλειά και αισθάνομαι αρκετά ώριμη, δεδομένου ότι έχω να κάνω θέατρο από τον Ιανουάριο του 2020, αφού μετά ξέσπασε η πανδημία. Ο χρόνος που πέρασε με γέμισε λαχτάρα για τη θεατρική έφραση, η οποία ακριβώς για αυτόν το λόγο έχει ωριμάσει. Αυτό μάλιστα συμβαίνει σε ένα πολύ δυνατό πλαίσιο, με καταπληκτικούς συναδέλφους –είναι όλοι ένας κι ένας και όλοι μαζί ένα υπέροχο σύνολο–, με επικεφαλής τον σκηνοθέτη, Χρήστο Σουγάρη, ο οποίος είναι πολύ οργανωμένος και μεθοδικός, ήξερε εξαρχής τι ήθελε, δεν το έψαχνε στην πορεία. Ομολογώ ότι δεν έχω ξανασυναντήσει κάποιον τόσο προγραμματισμένο και στοχευμένο. Κάθε σκηνοθέτης έχει το δικό του τρόπο, τη μέθοδο όμως του Χρήστου δεν την έχω ξαναβιώσει σε αυτόν το βαθμό. Είναι εντυπωσιακό το πόσο διευκόλυνε τα πράγματα και πόσο αρμονικά κύλησαν τα πάντα. Φυσικά, συμβάλλουν η εκπληκτική μουσική του Στέφανου Κορκολή, ο οποίος δημιούργησε ένα μιούζικαλ που έχει όλες τις αρετές των μεγάλων αντίστοιχων παραγωγών, και οι στίχοι του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, που είναι πάντα καίριοι και δραματουργικά ολόσωστοι, μπαίνουν βαθιά στην ψυχοσύνθεση και στα συναισθήματα των ηρώων. Μουσική και στίχοι συνδυάζονται τόσο αρμονικά που συνθέτουν ένα ονειρεμένο αποτέλεσμα. Εξίσου σπουδαίες είναι η δραματουργική επεξεργασία της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου και οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού. Δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ ελληνικό μιούζικαλ σε αυτήν τη μορφή, για αυτό και είναι μια εξαιρετική πρόταση η συγκεκριμένη παράσταση.
Στο χώρο σας είναι βασική αρετή να είσαι χαμαιλέοντας, να προσαρμόζεσαι όχι μόνο στο ρόλο, αλλά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, και σε νέο εργασιακό περιβάλλον;
Είμαι γενικά ευπροσάρμοστη, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχω δυσκολευτεί. Είμαι κάπως ευαίσθητη σε πιο ζόρικες συμπεριφορές, μεγαλώνοντας όμως έχω μάθει να το διαχειρίζομαι. Παραδέχομαι ωστόσο ότι έχω σταθεί τυχερή. Ως επί το πλείστον, έχω δουλέψει με ωραίους ανθρώπους και έχω κάνει πολύ καλές συνεργασίες, τόσο σε ανθρώπινο όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο.
Υπάρχει στο θέατρο κάτι που θέλεις πολύ να κάνεις;
Πολλά πράγματα. Έχω πολλά και ποικίλα όνειρα. Έχω πολλά ενδιαφέροντα, τα οποία είναι διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά στον παρονομαστή τους είναι η καλλιτεχνική έφραση. Λατρεύω το μιούζικαλ, θέλω όμως να παίξω και ρόλους πρόζας, ενδεχομένως και πιο δραματικούς, καθώς και χαρακτήρες από έργα μεγάλων συγγραφέων. Από την άλλη, αγαπώ πολύ και το τραγούδι, γι’ αυτό και δουλεύω προς αυτή την κατεύθυνση τον τελευταίο χρόνο και δισκογραφώ – ετοιμάζω και κάτι καινούριο μετά την «Πεταλούδα». Αγαπώ πολύ επίσης την τηλεόραση, μέσω της οποίας βρίσκομαι σε μια δουλειά υψηλής αισθητικής και είμαστε όλοι υπερήφανοι που συμμετέχουμε σε αυτήν.
Περνάς τα καλύτερά σου τηλεοπτικά χρόνια στη σειρά της ΕΡΤ;
Το πιστεύω αυτό. Είμαι κι εγώ πιο ώριμη, αλλά πρόκειται και για μια καλοδουλεμένη σειρά σε όλα τα επίπεδα. Υπάρχει νοιάξιμο από όλους τους συντελεστές, την αγαπάμε πολύ όλοι. Είμαστε μια πολύ καλή αλλά και πολύ δεμένη ομάδα και πιστεύουμε πολύ σε αυτήν τη δουλειά. Πιστεύω πως ήρθε για να μείνει, θα παίζεται και θα ξαναπαίζεται όπως οι ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Η ΕΡΤ έχει κάνει σπουδαία βήματα σε αυτό το άνοιγμά της προς τη μυθοπλασία και έχει αναδείξει ένα φρέσκο πρόσωπο που έχει ωραία πράγματα να προτείνει. Είναι πολύ σημαντικό ότι αυτό το άνοιγμα έγινε εν μέσω πανδημίας, καθώς οι καλλιτέχνες εν γένει έχουν πληγεί, και δημιουργεί θέσεις εργασίας σε ποιοτικά αναβαθμισμένες σε σχέση με παλαιότερα παραγωγές. Η τηλεόραση έχει αποκτήσει μεγάλη δύναμη αυτή την περίοδο, κατά την οποία το θέατρο και όλοι οι κλειστοί καλλιτεχνικοί χώροι αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες λόγω της πανδημίας. Είναι η στιγμή της τηλεόρασης. Γι’ αυτό, είναι σπουδαίο το ότι γίνονται καλές δουλειές και προσφέρονται ποιοτικές σειρές στον κόσμο.
Μια τρίτη σεζόν της σειράς θα την ήθελες;
Νομίζω πως είναι κάτι που συζητιέται ήδη. Υπάρχει άλλωστε ένα πολύ δυνατό σενάριο από την Κατερίνα Μπέη και τον Νίκο Απειρανθίτη, το οποίο έχει αποδώσει πολύ όμορφα συγκεκριμένες εποχές –από τα τέλη των ’60s και τα ’70s μέχρι σήμερα–, με ωραία πλοκή και ραφιναρισμένους διαλόγους, και στο οποίο μπορεί να δοθεί συνέχεια.
Η υστεροφημία μιας δουλειάς σε ενδιαφέρει;
Ως αυτοσκοπός όχι, δεν με ενδιαφέρει ούτε αποτελεί κριτήριο. Φυσικά, αν προκύψει, είναι πολύ ευχάριστο. Με ενδιαφέρει να εξελίσσομαι, να αισθάνομαι δημιουργική, να ανανεώνεται το ενδιαφέρον μου, να μεταπηδώ από είδος σε είδος και να μην παγιώνομαι μόνο σε ένα ούτε να χαρακτηρίζομαι από μια μανιέρα. Είναι πολύ σημαντικό για μένα να μπορώ να ελίσσομαι σε διαφορετικά είδη και να επιστρέφω σε ένα συγκεκριμένο πιο γεμάτη και με μεγαλύτερη ορμή και εμπειρία έχοντας ταξιδέψει και σε άλλες περιοχές.
Θεωρείς πως κινδύνεψες να εγκλωβιστείς σε μανιέρα;
Όπως ανέφερα, δεν αγαπώ καθόλου την παγίωση, αυτό που λέμε «μανιέρα», γι’ αυτό και κάνω τα πάντα για να ξεγλιστρώ. Πιστεύω πως γενικά υπήρξα αρκετά προσεκτική και τα έχω καταφέρει – και είμαι πολύ υπερήφανη για αυτό.
Ποιες θεωρείς κομβικές στιγμές στην καριέρα σου;
Όλες τις δουλειές, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Καθεμία ήταν ένα λιθαράκι εξέλιξης και αυτογνωσίας. Είμαι ευγνώμων για το πώς μου έχουν έρθει τα πράγματα και ανυπομονώ για τα καινούρια που θα προκύψουν.
Την απόφαση να δισκογραφήσεις πώς την πήρες;
Το σκεφτόμουν εδώ και χρόνια. Απλώς, μέχρι τώρα δεν ήξερα τι έχω να πω μέσα από το τραγούδι. Το ότι μου αρέσει πολύ να τραγουδώ δεν μου φαινόταν αρκετό για να κάνω ένα βήμα παραπάνω. Αισθανόμουν πως θα έπρεπε να έχω κάτι να προτείνω για να έχει νόημα, και αυτή η στιγμή ήρθε. Ξεκίνησε με τη «Σκλάβα», σε στίχους και μουσική Τάκι Τσαν και σε συνεργασία με τον παραγωγό Γιώργο Λαιμό, ο οποίος ουσιαστικά μου γνώρισε αυτά τα κομμάτια, τον τρόπο, το στυλ και την προσέγγιση στην ερμηνεία. Είναι φίλος μου ο Γιώργος, ήξερε τι ψάχνω, οπότε στις επιλογές που μου σύστησε αναγνώρισα αμέσως ένα μικρό θησαυρό. Ακολούθησε η «Πεταλούδα», σε στίχους της Σεμέλης (σ.σ. Παπαβασιλείου), που είναι εκπληκτική.
Μέσα σε όλο αυτό το τρέξιμο, πώς φροντίζεις τον εαυτό σου;
Αυτή είναι μια καλή ερώτηση! Μέσα σε όλα αυτά να προσθέσουμε και το ότι δεν κοιμάμαι ιδιαίτερα καλά έχοντας μικρό παιδί, το οποίο θήλαζα τα πρώτα δύο χρόνια, μαζί με γυρίσματα, πρόβες και όλα όσα έκανα. Είναι λίγο τρέλα όλο αυτό, αλλά θα πάρω μια ανάσα όταν ολοκληρωθούν οι παραστάσεις στο Μέγαρο. Το δύσκολο όταν έχεις παιδιά είναι να λείπεις τα βράδια από το σπίτι σου λόγω θεάτρου.
Σε πιο ιδανικές συνθήκες, πώς φροντίζεις τον εαυτό σου ως γυναίκα;
Προσπαθώ, όσο αυτό είναι εφικτό, να κοιμάμαι –για παράδειγμα, μία ώρα παραπάνω αφού βάλω τα παιδιά στο σχολικό λεωφορείο–, να κάνω έναν καλό καθαρισμό προσώπου, να με περιποιηθώ με ένα προσεκτικό ντεμακιγιάζ ή να βάλω τις κρέμες μου. Ίσως να κάνω και ένα μασάζ, που με ευχαριστεί πολύ, αλλά συνήθως δεν προλαβαίνω. Επίσης, θέλω να ξεκινήσω να γυμνάζομαι, κάτι που αποτελεί πολύ σημαντική φροντίδα για τον εαυτό μας.
Πότε συνειδητοποίησες πως είσαι όμορφη;
Κάπου στη δευτέρα γυμνασίου καταλάβα πως κάτι νόστιμο υπάρχει πάνω μου γιατί μέχρι τότε δεν με κοίταζε άνθρωπος! Δεν ήμουν ιδιαίτερα θελκτική, ήμουν αλλού γενικά.
Πόνταρες ποτέ στην εξωτερική σου εμφάνιση στη δουλειά;
Ποτέ! Είναι ένα νόμισμα που έχει δύο όψεις – μπορεί, από τη μία, να διευκολύνει καταστάσεις και, από την άλλη, να τις δυσκολέψει πολύ. Μπορεί να γίνει διαβατήριο ή τροχοπέδη, εξαρτάται από το τι θέλει κάποιος. Οι δικοί μου στόχοι δεν βασίζονται εκεί. Άξονας ύπαρξης για μένα στο επαγγελματικό κομμάτι είναι να δουλεύω και να εξελίσσομαι. Άλλωστε η ομορφιά είναι υποκειμενική και φευγαλέα – δεν ξέρουμε πόσο ή πώς θα επηρεαστεί από το χρόνο. Σημασία έχει το πώς εξελίσσεις την προσωπικότητά σου και πώς προφυλάσσεσαι από το να επενδύσεις σε κάτι εφήμερο. Εξάλλου δεν πιστεύω πως είμαι ιδιαίτερα όμορφη. Είμαι μια απλή, κανονική γυναίκα, δεν θεωρώ πως είμαι κάτι φοβερό. Το σημαντικό είναι πως είμαι εντάξει με μένα, είμαι συμβατή με το μέσα μου.
Ποιο είναι το κριτήριό σου στη μόδα; Πώς δημιουργείς το στυλ σου;
Με ό,τι μου αρέσει, δεν ακολουθώ μόδες, trends, δεκαετίες. Άλλωστε στην εποχή μας υπάρχει ένα μπέρδεμα στυλ και δεκαετιών, ένα mix & match. Φορώ αυτό που μου αρέσει να βλέπω πάνω μου. Ψωνίζω από second-hand μαγαζιά και, όταν έχω χρόνο, ψάχνω για μοναδικά κομμάτια. Γενικά, όμως, δεν ασχολούμαι πολύ, τα βασικά κάνω. Επίσης, δεν μου αρέσει να ξοδεύω χρήματα σε ρούχα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είμαι σφιχτή με τα οικονομικά μου. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει, αλλά σε άλλους τομείς. Θέλω να βλέπω τους ανθρώπους χαρούμενους, θέλω να μοιράζομαι, οπότε πολλά χρήματα πηγαίνουν εκεί, στο να περνάμε καλά. Το έχω πάρει απόφαση ότι δεν θα αλλάξω σε αυτό τον τομέα, ότι έτσι είμαι. Κάποτε είχα μαζί με τον αδελφό μου ένα μπαρ, το Nueva Trova. Όποτε με έβλεπε να πλησιάζω το μαγαζί, με έδιωχνε. Ήμουν η καταστροφή της κάβας, κερνούσα όλο τον κόσμο, γνωστό και άγνωστο. Παντελώς ασύμφορη, δεν είμαι εγώ για επιχειρήσεις.
Τι είδους μαμά είσαι;
Νομίζω πως είμαι μια κανονική μαμά, που φροντίζει τα παιδιά της, τις δραστηριότητές τους κ.λπ. Μόνο τον τελευταίο μήνα δεν είμαι τόσο ενεργή όσο συνήθως. Ο μικρός είναι 3 ετών, αλλά με τον Μάξιμο, που είναι 9, κάναμε μια συζήτηση και κατάλαβε πως θα ήταν μόνο για ένα μήνα. Έτσι το αποφάσισα, αν και με πολλές ενοχές. Γενικά, είμαι πάρα πολύ εκεί – και θέλω να είμαι εκεί, όχι επειδή το προστάζει ένας κώδικας, τον οποίο έχω έτσι κι αλλιώς ως άνθρωπος, αλλά επειδή το θέλω και νιώθω ότι είναι απαραίτητο.
Ο Μάξιμος έχει καταλάβει πόσο αναγνωρίσιμη είσαι;
Τελευταία, ίσως λίγο περισσότερο. Ήρθε και με είδε στην «Αυλή των θαυμάτων». «Καλή ήσουν, μαμά», μου είπε. Μου έκανε όμως και το εξής πολύ εύστοχο σχόλιο: «Και η παράσταση ήταν καλή, αλλά έχει πάρα πολλές απογοητεύσεις», λόγω αυτών που συμβαίνουν στους ήρωες του έργου, ειδικά στο δεύτερο μέρος. Γενικά, ωστόσο, δεν παρατηρεί την όποια αναγνωρισιμότητα, νομίζω πως την έχει στο μυαλό του ως κάτι που απλώς συμβαίνει κάποιες φορές. Όπως είπα, άλλωστε, κι εγώ είμαι ένας πολύ κανονικός άνθρωπος, δεν συμβαίνει κάτι στην καθημερινή μας ζωή που θα μπορούσε να του δημιουργήσει εντυπώσεις. Η μαμά είναι απλώς η μαμά.
Τι λατρεύεις να κάνεις με τα παιδιά σου;
Να περνάμε χαλαρό, άσκοπο χρόνο σε πάρκα και παιδικές χαρές –χαλαρώνω πολύ κι εγώ μέσα από αυτό–, και να πηγαίνουμε εκδρομές.
Μέχρι να έρθει το καλοκαίρι και να πάτε στη Δονούσα;
Αχ ναι, να έρθει το καλοκαιράκι! Δεν έχουμε όμως μόνο τη Δονούσα, έχουμε και τη Σητεία στην Κρήτη. Είναι οι δύο μεγάλες μου αγάπες. Η Σητεία είναι ο τόπος καταγωγής του πατέρα μου κι έχω περάσει υπέροχα παιδικά χρόνια εκεί, έχω καταπληκτικές αναμνήσεις – και πηγαίνω ακόμη για να δημιουργήσουν και τα παιδιά μου τις δικές τους. Η Δονούσα, που αποτελεί επιλογή μας τα τελευταία δέκα χρόνια, προσφέρει μια μοναδική αίσθηση. Δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις αυτοκίνητο ποτέ, περπατάς όλο το νησί ξυπόλητος, δεν φοράς τίποτα άλλο εκτός από μαγιό. Γενικά, είναι απελευθερωτική. Σε γειώνει και σου θυμίζει ποιος είσαι και ποια είναι τα σημαντικά και θεμελιώδη στη ζωή: να επικοινωνήσεις, να κολυμπήσεις, να φας, να γελάσεις, να κοιμηθείς και να είσαι με την οικογένειά σου. Για μας πλέον εκεί είναι ένας κύκλος φίλων που βλέπουμε κάθε καλοκαίρι, χωρίς να συναντιόμαστε τους χειμερινούς μήνες, σαν μια άλλη κοινωνία στην οποία ανήκουμε σαν να μη λείπουμε ποτέ από το νησί.
Με το σύζυγό σου, Παναγιώτη Πιλαφά, κάνατε ένα γάμο-εξπρές, σε ελάχιστο χρόνο αφότου γνωριστήκατε, αλλά ο χρόνος σάς δικαίωσε. Ποια είναι η βάση της σχέσης σας;
Μπορεί τότε να φάνηκε παράξενη η απόφασή μας να παντρευτούμε ενάμιση μήνα μετά τη γνωριμία μας, αλλά ήταν μονόδρομος. Ήταν δυνατό όλο αυτό που συνέβη ανάμεσά μας και νομίζω πως κάναμε την καλύτερη επιλογή. Αυτό που προσπαθούμε και δουλεύουμε πολύ είναι η επικοινωνία. Αυτή είναι η βάση της σχέσης μας, η επικοινωνία, όπως και η αγάπη.
Θα έλεγες πως νιώθεις ευτυχισμένη, ολοκληρωμένη;
Σε αυτήν τη φάση, θα έλεγα πως είμαι πολύ καλά. Χρειάζεται να βάλω ορισμένα πράγματα ακόμη σε τάξη, να τα οργανώσω, και κάποια όρια σε άλλα για να είμαι καλύτερα. Είναι απαραίτητο να δουλεύουμε με τον εαυτό μας και να εξελισσόμαστε για να τοποθετούμαστε καλύτερα στη ζωή και τις σχέσεις. Παρ’ όλα αυτά, αισθάνομαι πλήρης.