Για τις δυσκολίες που πέρασε στον πρώτο της γάμο μίλησε μεταξύ άλλων σε συνέντευξή της στον Γιάννη Βίτσα και το περιοδικό Hello!, η διάσημη μαγείρισσα Μαρία Εκμεκτσίογλου.
Παραδέχεται ότι σκέφτηκε ακόμα και την αυτοκτονία προκειμένου να γλιτώσει τον εφιάλτη.
Ήμουν σε χρυσό κλουβί, αλλά χωρίς πορτάκι! Πήγα νύφη σε μια πολύ εύπορη, αλλά αυταρχική οικογένεια. Γλίτωσα από έναν αυστηρό πατέρα, αλλά, στη νέα μου οικογένεια, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα από αυτά που ονειρευόμουν. Δεν άνοιγαν τις πόρτες τους στον έξω κόσμο και βρέθηκα εγκλωβισμένη.
Πώς το βίωσες;
Δύσκολα. Φαντάσου ότι ήμουν 19 χρονών και η κουνιάδα μου 55. Μόνο όποια έχει βιώσει ανάλογη κατάσταση μπορεί να με καταλάβει. Και με το σύζυγό μου είχαμε διαφορά ηλικίας. Ήμουν σε μια πολύ τρυφερή ηλικία και μεγάλωσα απότομα κι έπρεπε να μεγαλώσω και να δυναμώσω για να αντεπεξέλθω. Σε αντίθετη περίπτωση, θα είχα χάσει τα μυαλά μου.
Από πού πιστεύεις ότι άντλησες αυτήν τη δύναμη;
Θεωρώ ότι μου την έδωσε ο Θεός διότι προσευχόμουν κάθε μέρα. Για να ελευθερωθώ, έφτασα στο σημείο να σκεφτώ ακόμα και την αυτοκτονία. Είχα πάει σε όλα τα φαρμακεία της Θεσσαλονίκης και είχα αγοράσει ασπιρίνες, όπως έβλεπα στις ταινίες. Ήταν πιο αθώα εκείνα τα χρόνια… Πίστευα ότι, παίρνοντας τις ασπιρίνες, θα κοιμόμουν, δεν θα ξυπνούσα και δεν θα ξαναζούσα εκείνο τον εφιάλτη.
Εκείνη την εποχή δεν είχες επαφή με τους γονείς σου;
Νόμιζα ότι οι γονείς μου με είχαν ξεχάσει, ενώ, στην πραγματικότητα, η πεθερά και η κουνιάδα μου έκρυβαν τα γράμματά τους. Τότε δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα και, για να μιλήσω με τη μητέρα μου, περίμενα έξι ώρες στη γραμμή, προκειμένου να με συνδέσουν με Κωνσταντινούπολη. Ήταν δύσκολο να κρατήσω επαφή. Επιπλέον, είχαν κλείσει τα σύνορα για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και οι γονείς μου δεν μπορούσαν να με επισκεφθούν.
Την ημέρα που πέθανε η πεθερά μου, ανακάλυψα στο κλειδωμένο κομοδίνο της περίπου διακόσια γράμματα της μητέρας μου στα οποία αναρωτιόταν γιατί δεν τους έγραφα και τι μου είχε συμβεί.
Με έπαιρναν τηλέφωνο, αλλά απαντούσε πάντα η κουνιάδα μου.
Τη συγχώρησες την πεθερά σου;
Όχι. Ξέρω ότι πρέπει να το κάνω, αλλά δεν τα έχω καταφέρει. Ούτε την κουνιάδα μου έχω συγχωρήσει. Δεν έχω βρει ακόμη τη δύναμη, κι ας πέθανε στα χέρια μου, εγώ την κήδεψα. Ακόμα και η κόρη της δεν πήγε στην κηδεία της.
Σου ζήτησε συγγνώμη πεθαίνοντας;
Όχι. Με κοίταζε στο τέλος, αλλά δεν είχε τη δύναμη να το κάνει. Ήταν κακιά γυναίκα. Ήταν η κακιά μάγισσα του παραμυθιού. Παρ’ όλα αυτά, για μένα ήταν ένα πανεπιστήμιο. Μου έμαθε τη ζωή, πώς να στέκομαι δυνατή στις δυσκολίες που συνάντησα στο δρόμο μου. Για να μπορέσω να επιβιώσω με μια τέτοια πεθερά και κουνιάδα, απέκτησα μια τεράστια δύναμη, την οποία δεν ξέρω πού βρήκα.