Η Μαρία Τζομπανάκη μίλησε στο HELLO! και τον Γιάννη Βίτσα για τη ζωή στην Αμερική, πώς βίωσε τους μήνες της καραντίνας εκεί και αποκάλυψε ότι πριν γνωρίσει τον σύζυγό της ήταν εντελώς μόνη της για οχτώ ολόκληρα χρόνια.
Το 2016 παντρεύτηκες το σύζυγό σου και από τις φωτογραφίες φαίνονταν στο πρόσωπό σου η πληρότητα και η γαλήνη που ένιωθες. Τι θεωρείς ότι πρόσφερε στη ζωή σου; Είναι δύσκολο το ότι εκείνος ζει στην Αμερική;
Ο Γιάννης ζει στην Αμερική από 18 χρονών. Όταν αγαπάς και σέβεσαι έναν άνθρωπο, η απόσταση δεν έχει καμία σημασία. Βέβαια, παίζει ρόλο και η ηλικία. Αν ήμαστε 25 ετών, ίσως να ήταν πολύ δύσκολο. Τώρα που είμαστε ώριμοι, ξέρουμε και τι θέλουμε. Οι αποστάσεις, όπως όλα, είναι στο μυαλό μας, εξαρτώνται από την αντιμετώπισή μας. Εγώ μπαίνω στο αεροπλάνο, κοιμάμαι και φτάνω.
Τα πρώτα χρόνια στις ΗΠΑ ήταν δύσκολα;
Μου έλειπαν πολύ η Ελλάδα, η κουλτούρα μας, οι φίλοι μου, η οικογένειά μου, το παιδί μου και η δουλειά μου. Όμως οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε. Διαφορετικά, υποφέρουμε. Τον Γιάννη τον εμπιστεύομαι ως άνθρωπο. Δεν είναι μόνο ο σύζυγός μου, είναι και ο καλύτερός μου φίλος, η οικογένειά μου και λίγο πατέρας μου. Αισθάνομαι τη στοργή του, την οποία του ανταποδίδω. Ακόμα κι αν τσακωθούμε, ξέρω πως μετά από λίγο θα είμαστε αγαπημένοι. Στους ανθρώπους που αγαπάς βαθιά λες αυτά που νιώθεις χωρίς να τους προσβάλλεις και να φοβάσαι ότι θα συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο και κακό.
Ήταν σοκαριστικό για σένα το πρώτο διάστημα της πανδημίας, το οποίο βίωσες στη Νέα Υόρκη;
Ναι, ήταν σοκαριστικό. Μπήκαμε σε καραντίνα πριν από όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Ήταν εφιαλτικό! Ο Γιάννης, ως χημικός μηχανικός, μου έλεγε τι επρόκειτο να συμβεί, πως, επειδή δεν πρόσέχε κανείς γύρω μας, οφείλαμε να προστατευτούμε διπλά. Πέρασα πεντέμισι μήνες κλεισμένη μέσα σε έναν ουρανοξύστη κοιτάζοντας τη ζωή από ψηλά. Δεν μπορούσα ούτε να πάω στο γυμναστήριο ούτε να κυκλοφορήσω στους κοινόχρηστους χώρους καθώς ήταν πολύ επικίνδυνη η κατάσταση. Εκεί πραγματικά ζορίστηκα. Έπειτα ήρθα εδώ και έζησα την άλλη καραντίνα, τη δική μας, που ήταν πολύ πιο ανθρώπινη.
Πώς διένυσες εκείνους τους μήνες;
Έκανα διάφορα πράγματα, έγραφα, διάβαζα. Είμαι γραμμένη σε ένα τμήμα μάθησης και έκανα κάποια μαθήματα φιλοσοφίας. Έτρωγα επίσης τα πολύ ωραία φαγητά που έφτιαχνα και πήρα μερικά κιλά.
Τι έγραφες;
Ένα πολύ ωραίο βιβλίο, το οποίο πρόκειται να εκδώσω κάποια στιγμή. Δεν το ξεκίνησα τότε, αλλά το συνέχισα πολύ δυνατά. Έχει να κάνει με την πορεία και τη διαδρομή ενός πολύ σπουδαίου ανθρώπου που έχει φύγει από τη ζωή.
Είναι αλήθεια ότι, πριν γνωρίσεις, ερωτευτείς και παντρευτείς τον Γιάννη, ήσουν επί οκτώ χρόνια μόνη σου;
Ναι, ήμουν εντελώς μόνη μου. Ήταν πολύ ωραία εκείνα τα χρόνια. Μίλησα πολύ με τον εαυτό μου, έμαθα πράγματα για μένα που δεν είχα ποτέ σκεφτεί. Έτσι, όταν ήρθαν τα επόμενα όμορφα χρόνια της ζωής μου, η σχέση μου με τον Γιάννη και ξεχωριστά συμβάντα σε επαγγελματικό επίπεδο, διαπίστωσα μεγάλη διαφορά στη συμπεριφορά μους. Είχα γαλήνη, «μια ησυχία», όπως μου λένε κάποιες φορές. Ακούω τους ανθρώπους πολύ περισσότερο πλέον, τους κοιτάζω μέσα στα μάτια και θέλω να τους καταλάβω. Μόνοι μας θα φύγουμε από αυτήν τη ζωή, αλλά δεν ζούμε μόνοι μας. Είμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο και η συμπεριφορά μας επιδρά στη ζωή του. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε γιατί έτσι δημιουργείται η αρνητικότητα. Σπρώχνεις με κακή ενέργεια τη ζωή του άλλου κι εκείνος, αντίστοιχα, θα σπρώξει τη δική σου. Έπειτα πέφτεις στο γκρεμό, στη θλίψη, στο θυμό, στο φόβο.