Aπό τη Σόνια Μαγγίνα
Την πρώτη ημέρα του καλοκαιριού, στο δεύτερο τέταρτο του 20ού αιώνα, έμελλε να γεννηθεί ένα ηλιόλουστο κορίτσι με αστραφτερό χαμόγελο, ακαταμάχητο αισθησιασμό και μοναδική φωτογένεια.
Η γεννημένη ως Νόρμα-Τζιν Μόρτενσον την 1η Ιουνίου 1926, στη σύντομη αλλά πολυτάραχη ζωή της, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της, γι’ αυτό και ως σήμερα παραμένει iconic φιγούρα του σεξαπίλ και είδωλο της μόδας και της ποπ κουλτούρας. Ήταν μια γυναίκα που λάτρεψαν ο φακός της κάμερας και ένας ολόκληρος πλανήτης, αλλά η ίδια, σημαδεμένη από δύσκολα παιδικά χρόνια, δεν αγάπησε αρκετά τον εαυτό της. Η μητέρα της, μοντέρ στα RKO στούντιο, είχε ασταθή ερωτική ζωή και η μικρή Νόρμα-Τζιν δεν γνώριζε ποιος ήταν ο πατέρας της, ο οποίος είχε εξαφανιστεί προτού γεννηθεί.
Pαράλληλα, η Γκλάντις Μπέικερ αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με την ψυχική της υγεία, με αποτέλεσμα η κόρη της να μπει σε ορφανοτροφείο και να αλλάξει έντεκα ανάδοχες οικογένειες. Μέχρι που, το 1942, μόλις στα 16 της, αποφάσισε να παντρευτεί τον 21χρονο τεχνίτη αεροσκαφών Τζέιμς Ντόχερτι, σε ένα γάμο που κράτησε τέσσερα χρόνια. Ήδη είχε αρχίσει να ανοίγει το χρώμα των μαλλιών της, το σκούρο καστανό και η Νόρμα-Τζιν έμεναν πίσω και η ξανθιά Μέριλιν ερχόταν στο προσκήνιο με το πατρικό όνομα της μητέρας της, Μονρόε.
Ο πρώτος σύζυγός της δεν επιθυμούσε η γυναίκα του να ασχοληθεί με το χώρο της μόδας, στον οποίο είχε αρχίσει να κάνει φωτογραφίσεις ως μοντέλο μαγιό. Χώρισαν τον Σεπτέμβριο του 1946, την ίδια χρονιά που γεννήθηκε η κατάξανθη Μέριλιν Μονρόε. Μέσω των φωτογραφίσεων προσέλκυσε πολλά βλέμματα, μεταξύ των οποίων και του προέδρου της κινηματογραφικής εταιρείας RKO Pictures, που της πρότεινε να κάνει ένα δοκιμαστικό. Ο ατζέντης της όμως τη συμβούλεψε να προτιμήσει μια μεγαλύτερη εταιρεία, όπως η 20th Century Fox. Από το 1947 έως το 1950, έκανε περάσματα σε δέκα περίπου ταινίες, αλλά, το 1950, με δύο σχετικά μικρούς ρόλους σε δύο εξαιρετικές ταινίες, τη «Ζούγκλα της ασφάλτου» του Τζον Χιούστον και το «Όλα για την Εύα» με την Μπέτι Ντέιβις, ξεχώρισε. Άρχισε να παίρνει μεγάλους, πρωταγωνιστικούς αλλά και τυποποιημένους ρόλους: της ελαφρόμυαλης αλλά ασύλληπτα σέξι ξανθιάς. Tο 1951, με την ταινία «Ερωτική Φωλιά», έδωσε το πρώτο δείγμα του ταμπεραμέντου της, ενός συνδυασμού αισθησιασμού και αθωότητας.
Το 1952, με το «Ο Βαρνάβας, η Εντβίνα, η μαϊμού και το Μπογκόμολετς», εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως πλατινέ ξανθιά, μια εικόνα που αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της, ενώ το 1953 ήρθε το θρυλικό «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθιές», που την εκτόξευσε. Την ίδια χρονιά ο Χιου Χέφνερ αγόρασε τις γυμνές φωτογραφίες που είχε βγάλει η Μέριλιν το 1949 και την έκανε γυμνό εξώφυλλο στο «Playboy». Ξέσπασε σκάνδαλο, που δεν κατάφερε όμως να ανακόψει την πορεία της. Το 1953 επίσης έζησε ένα θυελλώδη έρωτα με τον αστέρα του μπέιζμπολ Τζο ντι Μάτζιο, τον οποίο παντρεύτηκε στις 14 Ιανουαρίου 1954. Ο γάμος τους διήρκεσε μόλις εννέα μήνες, γεμάτους σκηνές ζηλοτυπίας, καβγάδες και χειροδικίες – η ηθοποιός είχε θεαθεί αρκετές φορές με μώλωπες σε κινηματογραφικά σετ.
Ο Ντι Μάτζιο, χορτασμένος από δόξα και αποθέωση στα 38 του, ήθελε μια σύζυγο μητέρα και νοικοκυρά, η Μέριλιν ήταν σε πορεία εκτόξευσης στα αστέρια. Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στο «There’s no business like show business» και ακολούθησε το «Επτά χρόνια φαγούρα», που είχε μία από τις εμβληματικότερες κινηματογραφικές σκηνές όλων των εποχών: τη Μονρόε να στέκεται πάνω σε μια σχάρα, με τον αέρα να ανασηκώνει το λευκό φόρεμά της. Το 1955 ήταν η χρονιά που ερωτεύτηκε σφόδρα το θεατρικό συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ, μια ένωση που ο επίσης συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ περιέγραψε γλαφυρότατα ως «τη στιγμή που το Μεγάλο Αμερικανικό Μυαλό συνάντησε το Μεγάλο Αμερικανικό Κορμί». Ήταν ο μακροβιότερος γάμος της σταρ, όμως, χρόνο με το χρόνο, αποξενωνόταν. Ο Μίλερ αφοσιώθηκε στη δουλειά του κι εκείνη βυθίστηκε στο αλκοόλ και στις ναρκωτικές ουσίες.
Ο διαφορετικός τρόπος ζωής τους προκάλεσε ανεπανόρθωτη ρήξη στη σχέση τους – για πολλούς ένας από τους σημαντικότερους παγκοσμίως συγγραφείς, ο Άρθουρ Μίλερ, ήταν ο διανοούμενος που διέλυσε ψυχικά τη Μέριλιν Μονρόε. Ο ίδιος επέρριψε τις ευθύνες στην ηθοποιό δηλώνοντας: «Ήταν μια γυναίκα στοιχειωμένη από τα φαντάσματα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας, την οποία δεν κατάφερε να βάλει ποτέ πίσω της και να δει τον κόσμο ως αναγεννημένη ενήλικη. Ήταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου και όλα όσα βίωσα μέσα σε αυτά τα χρόνια ήταν εξίσου έντονα με τα μεγαλύτερα δράματα που έχει επινοήσει η πένα μου». Χώρισαν το 1961 λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων και τρόπου ζωής. Ενδιάμεσα η Μονρόε γύρισε την ταινία «Ο πρίγκιπας και η χορεύτρια», όπου, σύμφωνα με τους κριτικούς, κατάφερε να επισκιάσει ακόμα και τον σερ Λόρενς Ολίβιε, αλλά και το αξεπέραστο μιούζικαλ «Μερικοί το προτιμούν καυτό». Το 1961 έπαιξε στην ταινία «Οι Αταίριαστοι», που αποδείχθηκε ότι ήταν η τελευταία τόσο της ίδιας όσο και του Κλαρκ Γκέιμπλ, που πέθανε δεκαπέντε ημέρες μετά το τέλος των γυρισμάτων.
Το 1962 ξεκίνησε γυρίσματα για το «Something’s gotta give», που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί η Μέριλιν βρέθηκε νεκρή στις 5 Αυγούστου 1962, μόλις στα 36 της χρόνια. Η επίσημη εκδοχή ήταν η αυτοκτονία με υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Ανεπίσημα, έχουν κυκλοφορήσει αμέτρητες θεωρίες συνωμοσίας, με κυριότερη αυτήν που την ήθελε σε ερωτική σχέση με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζον Φ. Κένεντι. Ο Μίλερ δεν πήγε καν στην κηδεία της, σε αντίθεση με τον Ντι Μάτζιο, που εμφανίστηκε συντετριμμένος. Η ιστορία κατέγραψε το θάνατο ενός συμβόλου του σεξ και μιας γυναίκας που ήταν η επιτομή του στυλ. Στην πραγματικότητα, η Μέριλιν Μονρόε ήταν πολύ περισσότερα: ήταν μια ταλαντούχα ηθοποιός, που χόρευε και τραγουδούσε, έπαιζε σε κωμωδίες και δράματα με την ίδια ευχέρεια, αλλά επισκιάστηκε από την ίδια της τη λάμψη.
Ήταν μια πρωτοπόρος στη βιομηχανία του Χόλιγουντ καθώς το 1952, στο άρθρο της «Wolves I have known» («Λύκοι που έχω γνωρίσει»), περιέγραψε τις συμπεριφορές σεξουαλικής εκμετάλλευσης που υπέστη ως νεαρή ηθοποιός, ίδρυσε δική της εταιρεία παραγωγής το 1955, η οποία είχε επιτυχημένη πορεία, διεκδίκησε μεγαλύτερες αμοιβές, ίσες με των αντρών ηθοποιών, τo 1957, όταν επρόκειτο να συνεργαστεί με τον Φρανκ Σινάτρα –το στούντιο την έθεσε σε διαθεσιμότητα, εκείνη δεν υποχώρησε και, όταν επέστρεψε σε σετ, είχε κερδίσει υψηλότερο μισθό και καταξίωση–, πάλεψε ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις και υπέρ της LGBTQ+ κοινότητας και ήταν βαθιά πολιτικοποιημένη – γι’ αυτό και, όταν ο τρίτος σύζυγός της, Άρθουρ Μίλερ, κυνηγήθηκε από τον μακαρθισμό, είχε την τόλμη να τον υπερασπιστεί δημόσια. Ήταν μια γυναίκα με βαθιά τραύματα και φόβο για τη μοναξιά και την εγκατάλειψη και, ταυτόχρονα, αυτόφωτα λαμπερή, πολυσύνθετη και ανεξερεύνητη.
photos: marilynmonroe