Μας υποδέχεται στο σπίτι της ντυμένη απλά. Τα μαλλιά της πλούσια και καλοχτενισμένα και η χειραψία της ζεστή, στοιχεία που μαρτυρούν μια πραγματική σταρ! Μια «Εθνική Σταρ», για την ακρίβεια, καθώς η πορεία της όλα αυτά τα χρόνια στο χώρο είναι σταθερή, με επιτυχίες, εξώφυλλα, φανατικούς οπαδούς, αλλά και με εχθρούς κάποιες φορές. Η δεύτερη κατηγορία δεν την αφορά. Την αφορούν η δουλειά της και ο κόσμος.

Η Μιμή Ντενίση, λίγο πριν την πρεμιέρα της, στις 24 Οκτωβρίου, στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», φωτογραφίζεται σε εμβληματικά μέρη της Αθήνας αναδεικνύοντας επτά Έλληνες σχεδιαστές, αφού, όπως αναφέρει η ίδια, «είμαι Ελληνίδα και αγαπώ τη χώρα μου, δεν είμαι εθνικίστρια και δεν αγαπώ τον εθνικισμό».

Να ξεκινήσουμε με μια προσωπική διαπίστωση; Όταν υπάρχει κάτι στο μυαλό σας, δεν το εγκαταλείπετε μέχρι να υλοποιηθεί. Έτσι, κάνατε το «Σμύρνη μου αγαπημένη», ολοκληρώθηκε με μεγάλη επιτυχία, παρ’ όλα αυτά, όμως, η «Σμύρνη» δούλευε ακόμη στο μυαλό σας. Δεν είχε τελειώσει.
Το είχα αποφασίσει από τότε που έπαιζα στη «Σμύρνη» – δεν είναι μια ιδέα που μου ήρθε μετά και δεν είναι και μια δική μου ιδέα. Όταν δημιουργούσα το «Σμύρνη μου αγαπημένη», το 2012 –στη σκηνή ανέβηκε το 2014–, δεν είχε ακόμη ξεκινήσει το προσφυγικό. Ήταν λίγο καρμικό να γίνει από μένα η Σμύρνη. Το 2022 κλείνουμε εκατό χρόνια από τη θλιβερή εκείνη ημερομηνία και δεν υπήρχε κάποιο σχετικό έργο. Φυσικά, μετά άρχισε μια ατέλειωτη σειρά «Σμύρνης», αλλά κι αυτό καλό είναι.

Είχα πάντα στην καρδιά μου να κάνω τη «Σμύρνη», ήθελα όμως να είμαι έτοιμη γιατί πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο θέμα. Δεν θα μπορούσα να την πραγματοποιήσω πριν από είκοσι χρόνια, καθώς δεν διέθετα την ίδια εμπειρία στη συγγραφή και, επιπλέον, απαιτούνταν πολλή έρευνα. Στις παραστάσεις της «Σμύρνη», όμως, ερχόταν κόσμος και με ρωτούσε τι έγινε μετά με την οικογένεια που πρωταγωνιστούσε στην ιστορία. Κι εγώ τους απαντούσα πως αυτή η οικογένεια γεννήθηκε στο μυαλό μου, δεν είναι αληθινή. Μοιάζει ωστόσο με πολλές οικογένειες. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως έπρεπε να γράψω τη συνέχεια. Έτσι μου μπήκε η ιδέα, χωρίς φυσικά να την έχω μορφοποιήσει – αν η πλοκή θα τοποθετούνταν στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα, τι ενδιαφέρον θα έβρισκα. Στη συνέχεια, όμως, το βρήκα.


Πώς επιλέξατε η συνέχεια της «Σμύρνης» να αρχίσει από τη Θεσσαλονίκη;
Διότι η Αθήνα εκείνο τον καιρό δεν είχε το ίδιο ενδιαφέρον. Υπήρχαν μόνο οι ντόπιοι και οι προσφυγικές συνοικίες, χωρίς ιδιαίτερες διενέξεις μεταξύ τους. Αντίθετα, η Θεσσαλονίκη τότε ήταν πολύ πιο κοσμοπολίτικη πόλη, με την έννοια του πολυεθνικού χαρακτήρα. Είχε μεσολαβήσει και η πυρκαγιά του 1917, με αποτέλεσμα να βρεθούν πολλοί άνθρωποι στους δρόμους.

Υπήρχαν 70.000 ντόπιοι, αλλά και Πόντιοι, Μικρασιάτες, Θρακιώτες, καθώς και η εβραϊκή κοινότητα, η οποία κυριαρχούσε. Επομένως, είχα έναν καμβά για να δημιουργήσω ένα πιο ενδιαφέρον έργο: ποια είναι η σχέση του ντόπιου με τον πρόσφυγα, του Εβραίου με τον ντόπιο και τον πρόσφυγα, ενώ, επιπρόσθετα, όλα τα μεγάλα κοινωνικά ρεύματα ξεκίνησαν από εκεί.

Ο κομμουνισμός στην ουσία άρχισε από την πόλη της Θεσσαλονίκης με τον Μπεναρόγια και συνέχεια εμφανίστηκαν το ΣΕΚΕ και το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά και ο φασισμός με την Εθνική Ένωσις «Ελλάς». Αυτό το περιβάλλον, σε συνδυασμό με τα καπνεργοστάσια και τις απεργίες σε Καβάλα, Δράμα και Θεσσαλονίκη, μου έδωσε το περιθώριο να σκιαγραφήσω μια πιο καλή υπόθεση και πιο ενδιαφέροντες ήρωες.

Σας έλκουν όμως έργα με εθνικό πρόσημο. Το είδαμε με τη «Θεοδώρα», έπειτα με την «Μπουμπουλίνα» και τώρα με τη «Σμύρνη».
Με ενδιαφέρουν και με ιντριγκάρουν κυρίως τα σπουδαία, τα ουσιαστικά θέματα. Την κατηγορία «υπερπαραγωγή» την έχω ξεπεράσει. Το «κάνω υπερπαραγωγή» δεν μου λέει τίποτα. Από την υπερπαραγωγή που έχει μόνο σκηνικά και κοστούμια και καθόλου ουσία, προτιμώ ένα μικρό έργο, με ουσιαστικό λόγο, κι ας παίζουν δύο άτομα.

Στην εποχή μας, τα πολλά χρήματα πρέπει να διοχετεύονται σε δουλειές που έχουν νόημα, που λένε κάτι στο θεατή, με στόχο να τον ψυχαγωγήσουν και όχι τον διασκεδάσουν, να γεμίσουν την ψυχή του. Η «Σμύρνη» μού απέδειξε ότι αυτό θέλει ο κόσμος, ο οποίος την τελευταία μισή ώρα έκλαιγε.

Επομένως, δεν πήγε στο θέατρο για να διασκεδάσει, αλλά για να γεμίσει τη ψυχή του με κάτι
όμορφο και ουσιαστικό. Πάντα λοιπόν πραγματεύομαι τέτοια θέματα και, επειδή η χώρα μας προσφέρει άπειρες σχετικές επιλογές, έχω την υπερηφάνεια –και τον εγωισμό, αν θες– να λέω ότι εγώ έκανα την αρχή. Ξεκίνησα μάλιστα να ασχολούμαι με αυτά τα ζητήματα όταν ορισμένοι τα σνόμπαραν πολύ. Στη «Θεοδώρα» και τη «Λασκαρίνα», για παράδειγμα, αντιμετώπισα μεγάλη ειρωνεία με το επιχείρημα πώς και θυμήθηκα τα εθνικά θέματα. Θυμήθηκα τα εθνικά θέματα γιατί είμαι Ελληνίδα και αγαπώ τη χώρα μου, δεν είμαι εθνικίστρια και δεν αγαπώ τον εθνικισμό. Δεν θέλω όμως αυτές οι υποθέσεις να δίνονται και να χαρίζονται σαν σημαία σε ακραίους. Θέλω να ανήκουν σε όλους τους Έλληνες.

Όλες αυτές οι δουλειές έχουν ως κοινό παρονομαστή –εκτός από το ότι έγιναν τεράστιες επιτυχίες– το ότι είναι αμιγώς δικά σας έργα. Έχουν τη δική σας συγγραφική υπογραφή.
Και μετά τα μιμήθηκαν κι άλλοι. Η απόδειξη της επιτυχίας είναι όταν σε μιμούνται πολλοί. Η «Μπουμπουλίνα», το 2000, δεν ήταν παλαιομοδίτικη, ήταν προχωρημένη. Ήρθαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες αργότερα και έβαλαν όλοι τις φουστανέλες και τα αρχαία. Ξεκίνησαν να κάνουν διασκευές από την «Γκόλφω» μέχρι τον «Αθανάσιο Διάκο».

Εγώ όμως χαίρομαι γιατί δεν τα έκανα για την επέτειο του 1821, τα έκανα γιατί πίστευα ότι έπρεπε να γίνουν είκοσι χρόνια πριν.

Ο χαρακτηρισμός της «Εθνικής Σταρ» που σας έχει αποδοθεί χρησιμοποιείται από κάποιους με την έννοια της σύγκρισής σας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Έχετε πράγματι πολλά κοινά: έχετε φέρει πρωτοπορία στο ελληνικό θέατρο, ενώ, στις θεατρικές δουλειές σας, έχετε τον έλεγχο σε όλα.
Αυτό είναι η αλήθεια, και η Αλίκη είχε τον έλεγχο σε όλα και η Αλίκη κατηύθηνε το πώς θα γίνει μια παράσταση, με τη διαφορά ότι εκείνη δεν έγραφε ούτε σκηνοθετούσε, ενώ πολλές φορές μού ζητούσε να της βρω ένα έργο που να της ταιριάζει.

Παρόλο που εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ τον εαυτό μου ως «Εθνική Σταρ», η Αλίκη είχε δηλώσει σε συνέντευξή της στο «Βήμα», το 1984: «Μετά από μένα, αν υπάρξει μια άλλη “Εθνική Σταρ”, αυτή θα είναι η Μιμή». Εγώ τότε δεν το πίστευα και της έλεγα «τι είναι αυτά που λες, Αλίκη μου!» και εκείνη μου απαντούσε «το μάτι το δικό μου δεν το έχει κανείς». Νομίζω πως αυτό τον τίτλο –τον οποίο θεωρώ τιμή μου– σου τον αποδίδει το κοινό. Όσο κι αν τον θέλεις εσύ, ό,τι κι αν κάνεις, μόνο η μακρά πορεία με πολύ κοινό που σε ακολουθεί, όπως της Αλίκης –την οποία, αν και την αγαπούσαν, υπήρχαν και ορισμένου που την κατηγορούσαν, όπως και μένα– σου αποδίδει τον τίτλο που σου αξίζει.

Το κοινό σας σας έχει αποδείξει ότι είναι πολύ πιστό.
Αυτό ισχύει, όσον αφορά και το θέατρο και την τηλεόραση. Ειδικά στην πρώτη περίπτωση, όμως, χαίρομαι γιατί οι αντιδράσεις του κόσμου, είτε στο θέατρο είτε στο δρόμο, δεν εμπεριέχουν το στοιχείο της απόστασης. Νιώθω την αγάπη και την εκτίμησή τους, οι οποίες εκφράζονται με οικειότητα. Δεν θα μου πουν, για παράδειγμα, «γεια σας, κυρία Ντενίση». Ένας δημοσιογράφος από σεβασμό θα μου το πει. Ένας θεατής όμως θα μου πει «γεια σου, Μιμή μου»! Αυτό για μένα είναι μεγαλύτερη ανταμοιβή από βραβεία και παράσημα.


Τι πιστεύετε ότι είχε ξεχωρίσει σε σας η Αλίκη;
Δεν ξέρω! Στην αρχή της σταδιοδρομίας του, δεν μπορεί κάποιος να κρίνει τον εαυτό του. Τότε θεωρούσα απλώς πως η διαφορά μου από τα άλλα παιδιά ήταν πως είχα ήδη μια μόρφωση, πανεπιστημιακή βάση, και μια κουλτούρα λόγω οικογένειας. Κατά τα άλλα, ωστόσο, ωραία κορίτσια υπήρχαν παντού, κάτι που ίσχυε και για την τηλεόραση. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ και να συνειδητοποιήσω κάτι διαφορετικό. Η Αλίκη με ξεχώρισε επειδή εκείνη με έβγαλε στο θέατρο και της άρεσα.

Στην πορεία, μόλις πρωτοέκανα θίασο, διαπίστωσα κι εγώ πως έχω μεγάλο κοινό.Ίσως η Αλίκη έβλεπε σε μένα το γκελ που είχε και η ίδια στον κόσμο. Μπορεί κάποιος ηθοποιός να είναι καλός, αλλά να μην έχει το ταλέντο να κάνει τους θεατές ένα μαζί του. Μπορεί να υπήρχε δίπλα στην Αλίκη και δίπλα σε μένα ένας πιο σπουδαίος ηθοποιός, αλλά να μην κατακτούσε αυτή την επαφή. Αυτό είναι ένα χάρισμα που δεν καταλαβαίνεις όταν ξεκινάς, αλλά στην πορεία.

Άλλο ένα κοινό χαρακτηριστικό σας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη είναι πως έχετε ταλαιπωρηθεί και οι δύο από τα σχόλια του Λάκη Λαζόπουλου.
Δεν θέλω να ασχοληθώ με αυτό το θέμα. Έχουν ειπωθεί πολλά. Φτάνει!

Είστε από τις δυναμικές, κυρίαρχες γυναίκες. Πώς διαχειρίζεστε αυτό το χαρακτηριστικό σας;
Σε κάποια πράγματα είμαι δυναμική και σε άλλα δεν είμαι, καθώς γνωρίζω καλά όλες τις αδυναμίες και τις ταλαιπωρίες μου. Πολλοί πιστεύουν πως ένας άνθρωπος που φέρνει εις πέρας φιλόδοξους στόχους είναι πολύ δυνατός, δυναμικός, ξυπνά και θέλει να τα κάνει όλα. Δεν είναι έτσι! Κι εγώ θέλω να μου τα κάνουν οι άλλοι.

Επειδή όμως ξέρω ότι έχω την ικανότητα να τα μαζέψω και να τα διεκπεραιώσω εγώ, τα αναλαμβάνω. Στο θέατρο, για παράδειγμα, όταν δεν έχει γίνει τίποτα με τη μουσική ή με τα κοστούμια, θα μπω στη μέση και θα τα φτιάξω. Από μικρή καταπιάστηκα με όλους τους τομείς του θεάτρου, γι’ αυτό και, αν δεν ολοκληρώσει το σκηνικό ο σκηνογράφος, θα το ολοκληρώσω εγώ.

Ξέρω να φωτίσω την παράσταση ή να διορθώσω ένα κοστούμι. Επομένως, αν χρειαστεί, θα το κάνω. Επειδή είμαι κατά βάση οργανωτική και θέτω προτεραιότητες, προλαβαίνω να κάνω πολλά. Όμως με τη ζωή, με το παιδί μου, με τις σχέσεις, δεν θα έλεγα ότι είμαι δυναμική. Εκεί που φωνάζω, μου λέει κάτι η Μαριτίνα και κάνω το αντίθετο από αυτό που δήλωσα.

Δεν χρειάζεται όμως δυναμισμό η απόφαση να μεγαλώσετε ένα παιδί μέσα σε μονογονεϊκή οικογένεια;
Σίγουρα, αλλά ήταν μια απόφαση που την πήρα αυθόρμητα διότι ανέκαθεν πίστευα ότι έπρεπε να γίνω μητέρα, αλλά τα γεγονότα στη ζωή μου –για λόγους που γνωρίζετε όλοι– δεν επέτρεψαν στη μητρότητα να έρθει νωρίτερα.

Το θεωρούσα λοιπόν μεγάλη αδικία να μην έχω εγώ παιδιά. Μου είναι εύκολο να είμαι μητέρα, είμαι γεννημένη να είμαι μητέρα, και κανονικά θα έπρεπε να έχω πολλά παιδιά – είναι το μόνο για το οποίο μετανιώνω. Είμαι πολύ προστατευτική, πολύ μαμά. Δεν θεώρησα ποτέ το παιδί ταλαιπωρία, δυσκολία ή πρόσθετο φόρτο. Φυσικά, η μονογονεϊκή οικογένεια συνεπάγεται δυσκολίες που δεν έχουν οι οικογένειες με δύο γονείς.

Δεν μοιράζομαι τίποτα, από την απόφαση για το σχολείο που θα φοιτήσει, τις σπουδές και την επαγγελματική σταδιοδρομία του παιδιού μέχρι το οικονομικό κομμάτι. Έχω όλη την ευθύνη. Αυτό ομολογώ πως είναι δύσκολο, ειδικά στη χώρα μας, όπου δεν υπάρχει κάποιο πλαίσιο για τις μονογονεϊκές οικογένειες. Αναφέρομαι και σε ανθρώπους που είναι σε πιο δύσκολη κατάσταση από μένα –και οικονομική και κοινωνική–, σε μανούλες που κάποιος ασυνείδητος τους αφήνει ένα παιδί και εξαφανίζεται, στον πατέρα που χάνει τη γυναίκα του. Βλέπω γυναίκες που δεν μπορούν να μεγαλώσουν το παιδί τους, ενώ η φορολογία τους παραμένει η ίδια. Στο σχολείο, λόγου χάρη, δεν έχουν κανένα προνόμιο έναντι μιας οικογένειας με δύο γονείς. Αυτό πρέπει να αλλάξει στη χώρα μας.

Πώς, μέσα από μια έντονα καλλιτεχνική οικογένεια, η Μαριτίνα αποφάσισε να ασχοληθεί με τον τουρισμό;
Το γεγονός ότι είναι ένα πολύ έξυπνο και ισορροπημένο παιδί είναι και αυτό ακριβώς που την ώθησε εκεί. Η Μαριτίνα έχει μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι, το οποίο αναγνώριζαν όλοι στο σχολείο της.
Έτσι, την έστειλα στο ωδείο, καθώς το σχολείο με παρότρυνε.

Έχει κλασική φωνή, πήρε μαθήματα κλασικού τραγουδιού – δεν έχει ολοκληρώσει ακόμη τις σπουδές της, κάτι που ελπίζω να κάνει. Σε ό,τι άκουγε, καθώς όλοι της έλεγαν πως πρέπει να σπουδάσει στο εξωτερικό και να ασχοληθεί με την όπερα, εκείνη έβγαζε μια αντίδραση. Ποτέ δεν μου εξηγούσε ακριβώς γιατί αντιδρούσε.

Τώρα τελευταία, που μεγάλωσε, μου είπε: «Μαμά, εγώ δεν θα έμπαινα ποτέ σε ανταγωνισμό με σένα και να λένε “η κόρη της Ντενίση τα πάει καλά” ή “δεν τα πάει καλά”». Εγώ απλώς της απάντησα πως όταν έχεις σημαντικό ταλέντο στο τραγούδι, το καλλιεργείς, κι ας μην ασχοληθείς επαγγελματικά. Νομίζω όμως πως ενστικτωδώς όλη αυτή η δημοσιότητα και ο θαυμασμός για τη μαμά της από τον κόσμο –όταν ήταν μικρή και την πήγαινα στο σχολείο, έρχονταν όλα τα παιδιά δίπλα μου και εκείνη έλεγε «δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο, η μαμά μου ήρθε»–, την απομάκρυνε από τις καλλιτεχνικές επιλογές οδηγώντας τη στο άλλο άκρο. Ο τουρισμός είναι ένας κλάδος τον οποίο συμφώνησα να ακολουθήσει, καθώς της ταιριάζει επειδή είναι πολύ κοινωνική και της αρέσουν η επαφή με καινούριο κόσμο και η ενασχόληση με διάφορα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού. Αντίθετα, οι βαριές θεωρητικές σπουδές δεν της ταιριάζουν.

Ζήλευε ποτέ όταν άλλοι σάς αποσπούσαν την προσοχή;
Παλαιότερα, πριν από κάποια χρόνια.

Πώς το διαχειριστήκατε;
Συνήθως με καβγά που τελείωνε σε φιλιά! Μπορεί να έχω πρεμιέρα, μετά τραπέζι με είκοσι άτομα και να μην της μιλήσω πολύ, και η Μαριτίνα να θυμώσει και να μου πει «όλο το βράδυ μού είπες δυο κουβέντες». Είναι μοναχοπαίδι και «μαμάκιας»! Έχει μάθει να απολαμβάνει την αμέριστη προσοχή μου και την απαιτεί ακόμα κι αν έχω πρεμιέρα.

Καλλιεργήσατε κι εσείς με τον τρόπο σας αυτήν τη συμπεριφορά;
Προφανώς, επειδή είμαι τόσο προστατευτική, της δημιούργησα αυτό το πρότυπο από τότε που ήταν μικρή. Γενικά η σχέση μας, ανεξάρτητα από τους καβγάδες που έχουν όλες οι μαμάδες με τα παιδιά τους, είναι στέρεα δομημένη.

Τώρα που λείπει στην Κύπρο για δουλειές, θα λείπει και από την καθημερινότητά σας.
Από τη μια, έχει ησυχάσει το σπίτι, διότι ένας έφηβος δημιουργεί διαρκή αναστάτωση: πού είναι τα αθλητικά παπούτσια, γιατί δεν είναι πλυμένη η μπλούζα, τι ώρα θα φύγω για να φύγει και εκείνη μαζί μου με το αυτοκίνητο. Γίνεται ένας χαμός, αλλά ωραίος χαμός! Όταν λείπει η Μαριτίνα, αισθάνομαι πως το σπίτι είναι άδειο. Θέλω να έρθει η αδελφή μου και ο ανιψιός μου, μου λείπει πολύ. Πέρυσι ειδικά, που ήταν ο πρώτος χρόνος, μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο, όπως και σε εκείνη. Μου τηλεφωνούσε και, παρόλο που περνούσε καλά στην Κύπρο, μου έλεγε πόσο της έλειπα. Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε μεγαλώσει οι δυο μας, χωρίς παρεμβάσεις άλλων.

Είστε δύσκολη ως συνεργάτιδα, καθώς μου αναφέρατε ότι είστε συγκεντρωτική;
Έχω πολύ ωραίες συνεργασίες και πιστεύω ότι με αγαπούν όλοι οι ηθοποιοί, όπως τους αγαπώ κι εγώ. Απόδειξη, ότι όλοι οι συνεργάτες μου, είτε πρόκειται για συντελεστές είτε για ηθοποιούς, έρχονται και ξανάρχονται σε δουλειές μου. Είμαι όμως πολύ απαιτητική. Έχω τη γνώμη όμως πως τελικά αυτό αρέσει στους καλλιτέχνες γιατί δεν θα προχωρήσω, για παράδειγμα, σε πρεμιέρα από τον πρώτο μήνα, με το που έχουμε μάθει να λέμε τα λόγια μας.

Αν και απαιτητική, ωστόσο, δεν είμαι δύσκολη σε άλλα επίπεδα. Δεν θα ουρλιάξω σε κάποιον που κάνει κάτι λάθος, θα τον περιμένω με υπομονή και ευγένεια. Θα καταλάβω τον ηθοποιό που θα έχει γύρισμα και δεν θα έρθει στην πρόβα μια μέρα. Την ώρα όμως που κάνουμε τη δουλειά, επιμένω στη λεπτομέρεια. Θα είναι όλοι στην πρόβα, θα παίξουν με συναίσθημα και θα έχουν φορέσει το σωστό κοστούμι, θα είναι έτοιμοι, όπως πρέπει. Το γεγονός βέβαια ότι είμαι τόσο απαιτητική είναι κουραστικό – κάνω πρόβα τέσσερις μήνες σε αυτά τα έργα.

Εκτός από τις μεταφράσεις, πώς κολλήσατε το μικρόβιο της συγγραφής;
Πάντα έγραφα, από μικρή. Στο κολλέγιο το μισό περιοδικό του σχολείου το έγραφα εγώ και το άλλο μισό η Λιάνα Κανέλλη. Οι εκθέσεις μου βραβεύονταν, ενώ στο κολλέγιο ολοκλήρωνα όλες τις εργασίες.

Είχα κλίση στη γραφή, γι’ αυτό άλλωστε ακολούθησα τη φιλολογία. Κι εκεί ασχολήθηκα με το γράψιμο και τα δοκίμια, ενώ, μετά από τον πρώτο χρόνο μου στο θέατρο, άρχισα να μεταφράζω. Δεν υπήρχαν τότε πολλοί μεταφραστές, εκτός από τους μεγάλους: τον Μάριο Πλωρίτη, τον Παύλο Μάτεσι, τη Δέσπω Διαμαντίδου. Επομένως, αφού μιλούσα πολλές γλώσσες, ξεκίνησα αμέσως να μεταφράζω, ειδικά αγγλικά και γαλλικά κείμενα. Νομίζω πως δεν έχω παίξει σε θεατρικό έργο που να έχει μεταφράση άλλος. Άρχισα λοιπόν να κάνω και για άλλους πολλές μεταφράσεις. Οι μεταφράσεις έγιναν διασκευές και οι διασκευές έργα.

Πότε αγαπήσατε το θέατρο και είπατε πως θα ασχοληθείτε με αυτό;
Το δεύτερο με τρίτο χρόνο. Τον πρώτο χρόνο με την Αλίκη, πίστευα πως θα παίξω για λίγο και στο θέατρο, καθώς είχα κάνει ήδη τηλεόραση με το «Συμβολαιογράφο», αλλά, ως φιλόλογος-ιστορικός, ήθελα να ασχοληθώ με το διδακτορικό μου. Από τις παραστάσεις «Οργισμένα Νιάτα» και «Αμαντέους» άρχισα να αγαπώ πολύ το θέατρο! Γενικά η καριέρα μου είναι παράδοξη.

Πρώτα έγινα γνωστή από τις σειρές και μετά εξελίχθηκα σε θεατρική ηθοποιό και αγάπησα το θέατρο. Τότε έγινα καλύτερη ηθοποιός, γιατί αγάπησα και αφοσιώθηκα στο θέατρο. Επίσης, νομίζω πως είμαι η μόνη ηθοποιός στα χρονικά οι μεγάλες επιτυχίες της οποίας προήλθαν από έργα που έχει γράψει η ίδια – αυτό δεν ξέρω πώς προέκυψε. Ίσως από τη μεγάλη αγάπη που τρέφω για την Ελλάδα.

Βέβαια, έχω ανεβάσει και παραστάσεις με άλλη θεματολογία, όπως οι «Άννα Καρένινα», «Αμαντέους» και «Επικίνδυνες Σχέσεις», που επίσης είχαν μεγάλη απήχηση. Ειδικά πριν από τη Σμύρνη, έφτασα σε ένα σημείο που σκεφτόμουν «έχεις μια ωραία καριέρα, αλλά πρέπει να δώσεις κάτι σε αυτό τον κόσμο». Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα ξαναπαίξω σε ένα χαριτωμένο ή ανάλαφρο έργο, σε μια εποχή κρίσης, όταν η Ελλάδα έφτασε στον πάτο, όταν το κλίμα στο εξωτερικό ήταν πολύ αρνητικό για μας, σε συνδυασμό με το προσφυγικό ζήτημα, είπα στον εαυτό μου πως οφείλω να κάνω κάτι που θα είναι ουσιαστικό για αυτήν τη χώρα. Ακόμη την έχω αυτή την ανάγκη.

Λέω κάτι για την Ελλάδα στο έργο και δακρύζω, συγκινούμαι περισσότερο απ’ ό,τι όταν συμβαίνει κάτι στη ζωή μου. Κι αυτό γιατί αισθάνομαι πως είναι μια χώρα που ως ιδέα είναι υψηλή και ως πραγματικότητα ευτελισμένη. Όταν με ρωτούν γιατί δεν ασχολούμαι με την πολιτική για να εκφράσω τις απόψεις μου, απαντώ πως το θέατρο είναι ενωτική πολιτική πράξη. Όσο λοιπόν έχω τέτοιες σκέψεις, τις εξωτερικεύω μέσα από το θέατρο. Αυτά τα έργα είναι πολιτικές πράξεις.

Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό σας;
Πολλές φορές βλέπω πώς χειρίζονται μια κατάσταση οι πολιτικοί, χωρίς έμπνευση, όραμα και αποτέλεσμα, και λέω «αχ, αυτό έπρεπε να το έχω αναλάβει εγώ!». Δεν νομίζω ότι δεν θα αναμειχθώ πιο ενεργά στο μέλλον. Απλώς, για μένα το «Σμύρνη μου αγαπημένη» και το «Κι από Σμύρνη… Σαλονίκη», όπως και η ταινία της «Σμύρνης», είναι ένας κύκλος που πρέπει να ολοκληρωθεί. Είναι ένα θέμα για το οποίο μίλησα στον ΟΗΕ, στις Βρυξέλλες, έχω παλέψει για να γίνει γνωστό και στο εξωτερικό, και πρέπει να το ολοκληρώσω.

Ποιος είναι ο εχθρός του ηθοποιού;
Η ματαιοδοξία, η έπαρση, η σιγουριά ότι είναι πολύ καλός. Όταν ακούω κάποιον να ισχυρίζεται «εγώ είμαι ο καλύτερος Έλληνας ηθοποιός», είτε δραματικός είτε κωμικός, ξέρω ότι είναι η αρχή της καταστροφής του. Δεν έχω συναντήσει κανένα σπουδαίο ηθοποιό στο εξωτερικό που να έχει παρόμοια άποψη για το ταλέντο του.

Για μένα, ο σερ Ίαν ΜακΚέλεν και η Βανέσα Ρέντγκρεϊβ –οι οποίοι έχω την τιμή να είναι φίλοι μου– είναι οι μεγαλύτεροι θεατρικοί ηθοποιοί. Το μόνο που ακούω και από τους δύο είναι η αγωνία τους για κάθε νέο ρόλο. Όταν παρακολουθώ ως σκηνοθέτιδα έναν ηθοποιό, θέλω να του πω κάτι για να τον βοηθήσω.

Άλλωστε, πάντα προβάλλω τους ηθοποιούς μου. Δεν είμαι από τους θιασάρχες που τους χαντακώνουν για να φαίνονται οι ίδιοι. Μπορεί όμως να τύχει σε μια συγκεκριμένη σκηνή να μην έχει κάποιος το συναίσθημα που απαιτείται και να του το επισημάνω. Εάν μου απαντήσει «το έχω, θα το δεις», λέω στον εαυτό μου ότι ο συγκεκριμένος δεν θα γίνει τίποτα. Κάτι που επίσης χρειάζεται προσοχή –από το οποίο κινδύνευσα κι εγώ στην αρχή της καριέρας μου, αλλά το έβγαλα μόνη μου από τη μέση–, είναι η ομορφιά. Όταν θεωρείσαι πολύ όμορφος, φωτογραφίζεσαι συχνά και γίνεσαι αποδέκτης θαυμασμού, η εμφάνισή σου σε κάνει να είσαι στημένος, να παίζεις πάνω στη σκηνή και να σκέφτεσαι: «Είμαι καλά εδώ; Στέκομαι ωραία; Είναι το καλό μου προφίλ;». Στα πρώτα μου δύο έργα λειτούργησα κι εγώ κάπως έτσι, αλλά μετά είπα στον εαυτό μου: «Σύνελθε! Αν είσαι ωραία, είσαι ωραία ούτως ή άλλως. Όταν κλαις, θα ξεβάψει η μάσκαρα και σίγουρα θα μουτζουρωθείς, δεν μπορείς να το αποφύγεις». Όσο περισσότερο ξεπερνούσα αυτήν τη λογική τόσο καλύτερη ηθοποιός γινόμουν. Η έπαρση και η ματαιοδοξία είναι οι δύο παγίδες του ηθοποιού.

Είστε χορτασμένη ως καλλιτέχνιδα;
Δεν είμαι χορτασμένη και δεν βαριέμαι ποτέ! Αυτό είναι το πρόβλημά μου: βαριούνται οι γύρω μου κι εγώ ποτέ. Αν αναγνωρίσεις το μικρό του μεγέθους σου και την ταπεινότητά σου, ότι είμαστε τόσοι μέσα στον κόσμο και υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που μπορούμε να κάνουμε, δεν εξαντλείται το ενδιαφέρον.

Εγώ τα ξέρω και τα συνειδητοποιώ όλα αυτά, δεν υποκρίνομαι τη μετριόφρονα. Γνωρίζω ότι είμαι η αγαπημένη του κοινού, το οποίο μου έχει δώσει πολλά και πλέον με αποκαλεί «Εθνική Σταρ» και λόγω των εθνικών ζητημάτων τα οποία πραγματεύομαι. Όμως το θέμα δεν είναι ο τίτλος που σου αποδίδουν, αλλά τι θέλεις εσύ. Κι εγώ θέλω να κάνω κι άλλα πράγματα για τη χώρα. Σκέφτομαι να ασχοληθώ με την Επανάσταση και μετά μου έρχεται μια άλλη ιδέα για κάτι άλλο. Το μυαλό μου δεν σταματά ποτέ, γιατί αυτό είναι η ζωή!

Από τη ΜΑΡΕΝΑ ΚΑΔΙΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Φωτογράφος: Ρουλα Ρεβη
Επιμέλεια: Χρηστος αλεξανδροπουλος
Μακιγιάζ: Γωγω Νικηφορακη
μαλλια: Στεφανος Βασιλακης (d-tales)

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ , ,

Ακολουθήστε το HELLO στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ