Ο Νίκος Σταγόπουλος ήταν ένας από τους πολύ κοντινούς ανθρώπους της Μαίρης Χρονοπούλου.
Μάλιστα όταν έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου της σπουδαίας ηθοποιού, είχε βγει στην ΕΡΤ1 και της είχε αφιερώσει ένα τραγούδι όπως του είχε ζητήσει η ίδια.
Οι δυο τους ήταν ζευγάρι για δέκα ολόκληρα χρόνια από το 1992 μέχρι το 2002. Μάλιστα δυο χρόνια μετά την σύναψη του δεσμού τους αρραβωνιάστηκαν σε εκκλησία, επειδή η Μαίρη Χρονοπούλου ήθελε οι βέρες τους να διαβαστούν.
Στον αποχαιρετισμό της μεγάλης πρωταγωνίστριας ήταν συντετριμμένος και προχώρησε σε έναν προσωπικό αποχαιρετισμό τον οποίο αποκάλυψε σε συνέντευξη του στο «ΟΝ time»:
«Τις βέρες πήγαμε μαζί να τις προβάρουμε και μετά πήγα και τις πήρα. Όταν πήγα να την αποχαιρετήσω, είχα στην τσέπη μου τη βέρα και την έβαλα κάτω από το χέρι της. Το έκανα σαν μια κίνηση αποχαιρετισμού. Έκλεισε έτσι αυτό το μεγάλο κεφάλαιο» είπε, μεταξύ άλλων.
Αναφορικά με την σχέση τους ο Νίκος Σταγόπουλος, δήλωσε: «Η σχέση μας έληξε το 2002. Είχαν αρχίσει κάποια προβλήματα στη σχέση μας, η φθορά του χρόνου, η διαφορά ηλικίας, όλα μαζί».
Ο Νίκος Σταγόπουλος θυμήθηκε και την γνωριμία του με την Μάιρη Χρονοπούλου
«Το καλοκαίρι του 1992, η Μαίρη έπαιζε με τη Μάρω Κοντού επιθεώρηση στο “Δελφινάριο” και με είχαν καλέσει στην πρεμιέρα, παραγωγών Μαροσούλη. Πήγα, είδα την παράσταση και μετά ακολούθησε δεξίωση στο Πασαλιμάνι. Ήταν καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι… Στο τελείωμα της βραδιάς είχε γίνει ένα πηγαδάκι με επίκεντρο τη Μαίρη και μετά σιγά σιγά αρχίζαμε να φεύγουμε. Κουρασμένη η Μαίρη, προχωρήσαμε προς τα αυτοκίνητά μας. Τη ρώτησα: “Πού μένετε;”. Μου λέει: “Παιανία”. Της είπα: “Να σας πάω; Θέλετε να αφήσετε το αυτοκίνητό σας εδώ;”. Μου λέει: “Όχι, θα πάω μόνη μου”. Τελικά, δέχτηκε να την ακολουθήσω μέχρι ένα σημείο με το αυτοκίνητό μου. Ανεβαίνοντας σιγά σιγά, συνομιλούσαμε στα παράθυρα. Τελικά, την πήγα μέχρι το σπίτι της. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ο τρόπος που οδηγούσε… Ήταν ριψοκίνδυνη, σε σημείο να δυσκολεύομαι να την ακολουθήσω, να φανταστείς, ήμουν και οδηγός αγώνων. Φτάσαμε σπίτι. Με ευχαρίστησε και μου είπε: “Θες να έρθεις για ένα ποτό;”. Τελικά, ήπιαμε το ποτό στην πισίνα, χαλαρώσαμε κι έφυγα.
Φεύγοντας μου πρότεινε αν θέλω να πάω την επόμενη μέρα που είχε καλέσει φίλους στην πισίνα για μπάνιο. Πήγα την επόμενη το μεσημέρι, καθίσαμε, φάγαμε, κολυμπήσαμε με όλη την παρέα. Μετά το φαγητό είχαμε χαλαρώσει, ώσπου ξαφνικά ακούμε ένα ουρλιαχτό. Είχε περάσει η ώρα και είχε διπλή παράσταση, ήταν Σάββατο. Την είχε πιάσει ένας πανικός και άρχισε να τρέχει, να φύγει για το θέατρο. Της είπα: “Μη σε νοιάζει, θα είμαστε σε δεκαπέντε λεπτά στο θέατρο”. Την έβαλα μέσα στο αυτοκίνητο και με την εμπειρία και την ωριμότητα των αγώνων ανέλαβα τη μεταφορά. Της είπα: “Δέσου, κρατήσου και φύγαμε”. Δεν αφήσαμε φανάρι για φανάρι, όλα κόκκινα. (Γέλια) Φτάσαμε στο παραπέντε στο “Δελφινάριο”, σώοι και αβλαβείς. Πρόλαβε στο τσακ να βγει στη σκηνή και μετά πήγα και την πήρα, μόλις τελείωσε, για να την επιστρέψω στο σπίτι. Πήγαμε για φαγητό σε μια ψαροταβέρνα. Την επέστρεψα στο σπίτι και από εκείνη την ημέρα άρχισε μια φιλία. Μια παρέα μηνών. Πέρασε κανένα τρίμηνο που κάναμε παρέα μέχρι να εξελιχτεί σε σχέση».
Φωτογραφίες: NPD