Η Βανέσσα Αδαμοπούλου έχει σοκαριστεί από τις φονική πυρκαγιά που έχει κάψει πολλές περιοχές της χώρας μας.
Η τραγουδίστρια με μια ανάρτησή της στο instagram συγκλονίζει με τα όσα γράφει. Όταν ξέσπασε η φωτιά στην Αττική, η Βανέσσα Αδαμοπούλου ήταν διακοπές με τον γιο της και όταν επέστρεψε είδε ένα διαφορετικό τοπίο από αυτό που είχε αφήσει.
Τα λόγια της συγκινούν, καθώς αναρωτιέται τι θα πει στο παιδί της όταν την ρωτήσει για την μαυρίλα που βλέπει γύρω του.
Βανέσσα Αδαμοπούλου: Η συγκινητική ανάρτησή της
«Επιστρέφω σπίτι από ολιγοήμερες διακοπές. Διακοπές ζωσμένη ολόγυρα από φωτιές. Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων καίγονται εκτάσεις, ζώα, ντουβάρια. Η μυρωδιά του καπνού ντουμανιάζει τα πάντα. Ένα θολό νέφος υψώνει τοίχος ίσαμε τον ουρανό. Μπάνια απελπισία. Μα κάπου κάπου ξεχνιέμαι και τσαλαβουτώ στα νερά σα βρέφος.
Προσεύχομαι και τρομάζω. Ο αέρας που και που αλλάζει κι η μυρωδιά του καμένου χάνεται -μα όχι κι οι φωτιές. Παρ’ όλα αυτά απελπισία. Μαζί κι οδύνη. Σήμερα βγαίνω να απλώσω τα λερωμένα των διακοπών. Ο ουρανός καθαρός, η ατμόσφαιρα καλή. Πουθενά για την ώρα καπνός ή μυρωδιά απελπισίας. Φαίνεται σήμερα ο αέρας μας λυπήθηκε.
Κοιτώ το παρκαρισμένο ποδήλατο του γιου μου στην άκρη του μπαλκονιού. Χαμογελώ. Και μηχανεύομαι τρόπους να του εξηγήσω τ’ ανεξήγητα, αύριο που θα τον ξαναδώ. Θα με ρωτήσει, ‘μαμά, γιατί πιάσαμε φωτιές;’. “Κάποιοι κακοί” θα του πω “βάλανε τις φωτιές, ή κάποιοι, διάολε, αναίσθητοι, απρόσεχτοι κι ακατάλληλοι προκάλεσαν πυρκαγιά”. Στη φαντασία του μικρού μου οι κακοί, μάλλον, θα μοιάζουν με τρομαχτικές καρικατούρες τεράτων.
Οι κακοί πάντοτε κάνουν πράγματα κακά. Οπότε για την ώρα διαφυλάττω ακέραιη την υπόληψη του ανθρώπινου είδους. Για να μην τρομάξει με τους ανθρώπους- όχι, δε θα το ήθελα αυτό. Μαζί με εκείνους τους “κακούς” βρίσκονται κι ένας σκασμός “καλοί’ που τρέχουν να βοηθήσουν- αυτόνομα, ανεξάρτητα κι αυτοβούλως. Κι αυτοί είναι η χαρά της ανθρωπιάς. Το μεγαλείο του ανθρώπινου είδους -τούτο, λοιπόν, θα του πω. Το μάτι μου παίρνει τις στάχτες χάμω στα πλακάκια. Στάχτες ζωής.
Ποιανού στάχτες είναι άραγε αυτές; Ποιου δέντρου ή ποιας ύπαρξης; Η απελπισία πάει να με πιάσει απ’ το λαιμό. Πολλών λεπτών σιγή για τα πεθαμένα δέντρα και τις καμένες σάρκες. Κι είναι ώρα τώρα που με γυροφέρνει μια μέλισσα. Όσο απλώνω σουλατσάρει ανάμεσα στα σχοινιά. Την ξέρω- είναι στο μπαλκόνι μου μέρες. Ίσως την κρατά εδώ το λάστιχο που στάζει μιαν ιδέα νερό στο πλακάκι. Δεν υπήρξα ποτέ, μα το Θεό, ρομαντική, μα τούτη εδώ η μέλισσα μου δίνει τώρα μιαν ελπίδα ξεδιάντροπη. Πως τίποτα ακόμα δε χάθηκε. Αυτό έχω ανάγκη τώρα να σκεφτώ. Να μην ξεχάσω, λοιπόν, και τούτο να του πω: “Μικρέ μου, η φύση δε μας έχει ανάγκη. Την έχουμε όμως, διάολε, απελπιστικά εμείς!»