Η Μαρία Βοναπάρτη δεν ήταν όμορφη, αλλά αυτό δεν το αντιλήφθηκε κανείς από εκείνους που γοήτευσε παράφορα στη διάρκεια της πολυκύμαντης ζωής της. Γεννήθηκε στο Σεν Κλου, προάστιο των Παρισίων, στις 2 Ιουλίου του 1882. Ο πατέρας της ήταν ο Ρολάνδος Βοναπάρτης, εγγονός του Λουσιέν Βοναπάρτη, αδελφού του Ναπολέοντα. Ο παππούς της, από την πλευρά της μητέρας της, ήταν ο Φραγκίσκος Μπλαν, ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ακινήτων του Μόντε Κάρλο.
Η μητέρα της, Μαρί Φελίξ Μπλαν, ήταν φυματική από μικρή και φιλάσθενη σε σημείο που η πεθερά της φοβόταν ότι θα πέθαινε πριν αποκτήσει παιδί με τον Ρολάν και έτσι η περιουσία της θα επέστρεφε στην οικογένειά της.
Η οικογένεια του Λουσιέν, παρά την ευγενική της καταγωγή, δεν είχε ιδιαίτερη οικονομική επιφάνεια, σε αντίθεση με αυτήν της συζύγου του, που ήταν από τις πλουσιότερες της Γαλλίας. Λίγο μετά τη γέννηση της Μαρίας, η Μαρί Φελίξ πράγματι υπέκυψε, ταλαιπωρημένη από την εγκυμοσύνη και τον τοκετό.
Ο θάνατός της σημάδεψε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια της Μαρίας, η οποία ανατράφηκε από τον αξιαγάπητο, αλλά μάλλον απόμακρο και απορροφημένο από το ενδιαφέρον του για τις επιστήμες πατέρα της και την ιδιαίτερα αυταρχική μητέρα του, Ζιστίν.
Σε ηλικία τεσσάρων ετών διαγνώσθηκε πως έπασχε από ελαφρά φυματίωση. Αυτό τρομοκράτησε τη γιαγιά της, που γνώριζε ότι, αν πέθαινε η μικρή πριν ενηλικιωθεί, η περιουσία που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της, η πλούσια προίκα της Μαρί Φελίξ, θα έπρεπε να επιστραφεί στους Μπλαν. Της απαγορεύτηκε λοιπόν κάθε δραστηριότητα που κατά τη γιαγιά της θα μπορούσε να κάνει κακό στην υγεία της, σχεδόν οτιδήποτε δηλαδή συμπεριλάμβανε την έξοδό της από το σπίτι.
Για πολλά χρόνια η Μαρία έζησε έγκλειστη, με λιγοστές εξόδους και συναναστροφές και με το φόβο ότι θα πέθαινε νέα σαν τη μητέρα της. Οι ψίθυροι του υπηρετικού προσωπικού, ότι τάχα ο πατέρας της είχε δηλητηριάσει τη μητέρα της, ήταν μια ακόμη πηγή στενοχώριας και αμφιβολίας. Τα παιδικά αυτά τραύματα θα της έδιναν άφθονο υλικό για ψυχανάλυση.
Την ίδια στιγμή η απομόνωση καλλιεργούσε το ενδιαφέρον της για τη μάθηση, τη μελέτη, το διάβασμα και τη συγγραφή. Ευφάνταστη, έγραφε μικρές ιστορίες και ποιήματα από τα πρώτα της χρόνια. Είχε μάλλον φιλολογικό ενδιαφέρον για την καταγωγή της και καμία έπαρση για αυτήν. Το αντίθετο. «Ο μεγάλος θείος μου, ο Ναπολέων, τι φονιάς διαστάσεων υπήρξε» έγραψε αργότερα στην αυτοβιογραφία της. «Μου άρεσαν οι φονιάδες», συνέχιζε, «τους έβρισκα ενδιαφέροντες…».
Σε ηλικία 16 ετών ερωτεύθηκε έναν Κορσικανό γραμματέα του πατέρα της, ο οποίος την ενθάρρυνε να του γράφει και μετά χρησιμοποίησε τα γράμματα για να εκβιάσει τον πατέρα και τη γιαγιά της. Το 1905, όταν η Μαρία ήταν 23 ετών, η γιαγιά της πέθανε, και ξαφνικά ο Ρολάν βρέθηκε με μια κόρη την οποία ουσιαστικά ελάχιστα γνώριζε και αισθανόταν μάλλον αμήχανα στην παρουσία της. Η λύση ήταν μόνο μία: ο γάμος. Καθώς η προίκα της ήταν τεράστια, οι γαμπροί ήταν πολλοί.
Η Μαρία Bοναπάρτη άφησε τον πατέρα της να κάνει την τελική επιλογή και εκείνος διάλεξε τον δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου και της βασίλισσας Όλγας. Η Μαρία τον είχε δει μόνο σε φωτογραφία. Δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός της, ψηλός και ξανθός, της είχε αρέσει, και τον παρομοίαζε με Βίκινγκ.
Όλες οι πλευρές ήταν ενθουσιασμένες με την προοπτική του γάμου, τόσο αυτή της οικογένειας Βοναπάρτη, που θα συγγένευε με μια βασιλική οικογένεια με συγγένειες στους μεγαλύτερους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης, όσο και αυτή της ελληνικής βασιλικής οικογένειας, που υπολόγιζε το τεράστιο μέγεθος της προίκας της Μαρίας.
Λίγο πριν από το γάμο τους, που τελέστηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1907, ο Γεώργιος θέλησε να της μιλήσει για τον «φίλο» του, που ήταν η καλύτερή του συντροφιά. Επρόκειτο για τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερο θείο του, τον μικρό αδελφό του βασιλιά Γεωργίου, πρίγκιπα Βάλντεμαρ της Δανίας.
Οι δυο τους ήταν πολύ κοντά από τα εφηβικά χρόνια του Γεωργίου και, παρότι ο Βάλντεμαρ είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει παιδιά, εξακολουθούσαν να είναι αχώριστοι και να περνούν μεγάλα διαστήματα μαζί. Μιλώντας της για τη στενή σχέση με τον φίλο του, ο Γεώργιος ήθελε να εξασφαλίσει ότι ούτε ο δικός του γάμος θα έφερνε εμπόδια στη φιλία του με τον Βάλντεμαρ.
Η Μαρία δεν υποψιάστηκε κάτι, άλλωστε είχε ακόμη λιγοστές παραστάσεις για τη ζωή και δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η φιλία με τον Βάλντεμαρ ήταν ουσιαστικά μια ερωτική σχέση, έστω και αν παρέμενε σε πλατωνικό επίπεδο. Ακόμα και το βράδυ του γάμου τους, ο Γεώργιος χρειάστηκε να περάσει πολλή ώρα στο δωμάτιο του Βάλντεμαρ μέχρι να συγκεντρώσει το θάρρος να αγγίξει τη Μαρία, που δεν είχε προηγούμενες ερωτικές εμπειρίες.
Οι επαφές με τον Γεώργιο ήταν μάλλον δυσάρεστες και για τους δύο και περιορίστηκαν στις απολύτως απαραίτητες για την απόκτηση των δύο παιδιών τους, του Πέτρου και της Ευγενίας, που γεννήθηκαν το 1908 και το 1910. Η Μαρία προσαρμόστηκε εύκολα στην ελληνική βασιλική αυλή, αδιαφορώντας για την ψυχρότητα των συνυφάδων της: «Η καινούργια νύφη του βασιλιά είναι πάμπλουτη και δε θα δυσκολευτεί να επιβληθεί» είχε πει ο βασιλιάς της Αγγλίας μαθαίνοντας τη νέα άφιξη στην ελληνική αυλή.
Βέβαια, δεν ήταν γραφτό να περάσει πολύ χρόνο στην Ελλάδα, καθώς οι διάφορες αλλαγές στο πολίτευμα της χώρας και οι συχνές εξορίες της βασιλικής οικογένειας την έφερναν όλο και συχνότερα στο Παρίσι. Είχε ωστόσο προσφέρει τις υπηρεσίες της ως νοσοκόμα στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και στο μακεδονικό μέτωπο συνάντησε και τον πρώτο της εραστή.
Είχε ήδη καταλάβει ότι από τον σύζυγό της δεν μπορούσε να περιμένει τίποτε άλλο από μια φιλία, που πράγματι κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους, τίποτε όμως παραπάνω… Η αναζήτηση της σεξουαλικότητάς της ήταν ένα ζήτημα που θα την απασχολούσε ιδιαίτερα τα επόμενα χρόνια. Μετά το 1912 θα ζούσε σχεδόν μόνιμα στο Παρίσι, όπου θα γνώριζε τον Γάλλο πολιτικό και πρωθυπουργό της χώρας, Αριστίντ Μπριάν, ο οποίος θα γινόταν ο εραστής της για σειρά ετών.
Ο Γεώργιος δεν είχε καμία αντίρρηση σε αυτό και ούτε ενοχλείτο από τη συνεχή παρουσία του Μπριάν στο σπίτι τους. Περισσότερο από την πολιτική όμως η Μαρία είχε πνευματικά ενδιαφέροντα, κυρίως όσον αφορούσαν θέματα ψυχολογίας και ψυχιατρικής.
Ενθουσιασμένη από τις νέες, για την εποχή, θεωρίες του Σίγκμουντ Φρόιντ, έσπευσε να τον γνωρίσει. Σε αυτόν βρήκε την ιδανική πατρική φιγούρα μετά το θάνατο του πατέρα της το 1924. Έγινε μαθήτριά του, αλλά και αναλυόμενή του. Σύντομα άρχισε να βλέπει και η ίδια ασθενείς, ενώ δεν έπαυε να συναντά τον Φρόιντ και να περνά χρόνο μαζί του στη Βιέννη. Οι ψυχαναλυτικές της μέθοδοι ήταν παράδοξες. Μια ημέρα, στο Δάσος της Βουλώνης, την πλησίασε ένας επιδειξίας. «Καθίστε δίπλα μου και πείτε τα μου όλα!» του είπε, τρέποντας τον σε φυγή.
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η μεγαλύτερη έγνοια της Μαρίας ήταν να εξασφαλίσει την ασφαλή φυγή του Φρόιντ και της οικογένειάς του από τη Βιέννη. Κατάφερε να πείσει τη διόλου πρόθυμη Γκεστάπο να αφήσει τον πατέρα της ψυχανάλυσης και την οικογένειά του να φύγουν για το Λονδίνο, εξαντλώντας κάθε μέσο, από τον πριγκιπικό της τίτλο μέχρι ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό…
Την ίδια στιγμή ήταν αντιμέτωπη με οικογενειακά προβλήματα. Ο γιος της, Πέτρος, είχε παντρευτεί κρυφά μια Ρωσίδα με σκανδαλώδες παρελθόν και έφεση στις σκοτεινές τέχνες, κάνοντας τον πατέρα του να αποκόψει κάθε δεσμό με εκείνον. Μόνο ο θάνατος του Γεωργίου έβαλε τέλος σε αυτή την οικογενειακή διαμάχη το 1957.
Όπως γράφει η Αλκμήνη Παλαιολόγου, στο βιβλίο της «Πριγκίπισσες της Ελλάδος» (εκδόσεις Φερενίκη), η ίδια η Μαρία, που θα έφευγε από τη ζωή πέντε χρόνια αργότερα αφήνοντας πίσω της πλούσιο συγγραφικό έργο, τακτοποίησε τον σύζυγό της στο φέρετρο, βάζοντας μαζί του μια μπούκλα από τα μαλλιά του Βάλντεμαρ και τη φωτογραφία του, ανάμεσα στα χέρια του. Ύστερα πλησίασε και φίλησε το μέτωπό του, «όχι τα χείλια του, που πάντοτε μου είχε αρνηθεί…».
Διαβάστε επίσης:
Βασίλισσα Όλγα: Η περιπετειώδης ζωή της δεύτερης βασίλισσας της Ελλάδας
Ελισάβετ & Φίλιππος: Τα μυστικά ενός γάμου | Hello Magazine
Πριγκίπισσα Μαργαρίτα: Το μαύρο πρόβατο των Windsor | Hello Magazine
Photo: Getty Images/ Ideal Image