Στο Buenos Ayres ο 23χρονος Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν ένας από τους χιλιάδες σκουρόχρωμους πρόσφυγες και μετανάστες από την ανατολική άκρη της Ευρώπης, που αντιμετωπίζονταν μάλλον υποτιμητικά και έκαναν διάφορες δουλειές του ποδαριού.

 Ο νεαρός Έλληνας είχε φτάσει εκεί τον Σεπτέμβριο του 1923  με 250 δολάρια στην τσέπη, στρυμωγμένος για ένα μήνα στην τρίτη θέση του “Tomaso Di Savoia” σε μια μικρή καμπίνα πάνω από την προπέλα του πλοίου. Από το κατάστρωμα  του πλοίου έλεγε αργότερα ότι είχε δει για πρώτη φορά το Μόντε Κάρλο, στο δρόμο για τη νέα του ζωή. Πίσω στην Αθήνα είχε αφήσει τον πατέρα του Σωκράτη και τις αδελφές του Μερόπη, Άρτεμη και Καλλιρόη.

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης σε νεαρή ηλικία.

Η οικογένεια  από τις πιο εύπορες της πόλης ξεχωρίζοντας στο καπνεμπόριο, είχε ξεριζωθεί από τη Σμύρνη ένα χρόνο νωρίτερα και είχε βρει καταφύγιο στην Αθήνα μετά από πολλές περιπέτειες. Ο  ανταγωνισμός  ανάμεσα στον μικρό και το μεγάλο Ωνάση, είχαν οδηγήσει τον Αρίστο να αναζητήσει την τύχη μόνος του στο νέο κόσμο, αφού το να συνδιαχειριστεί με τον πατέρα του την οικογενειακή περιουσία και επιχείρηση ήταν αδύνατον…

Έκανε διάφορες δουλειές, υπάλληλος σε πλυντήριο, νυχτοφύλακας και έμενε σε ένα δωμάτιο με έναν μακρινό του ξάδελφο στην ιταλική συνοικία της πόλης.  Μικρόσωμος για την ηλικία του, με γυμνασμένα χέρια και στέρνο, εξέπεμπε έναν αέρα σοβαρότητας που οι γυναίκες έβρισκαν ακαταμάχητο. Η αποτυχία του να βρει μια σταθερή δουλειά όμως τον έκαιγε. Σκέφτηκε να μπαρκάρει σε καράβι, τελικά όμως βρήκε μια δουλειά ως ηλεκτρολόγος στην Βρετανική Εταιρία Τηλεφωνίας

Ο μισθός ήταν καλός και του χάρισε αρκετή οικονομική άνεση ώστε να μετακομίσει σε ένα διαμέρισμα στη λεωφόρο Εσμεράλντα, κοντά στην Όπερα. Από ηλεκτρολόγος γρήγορα έγινε χειριστής στο τηλεφωνικό κέντρο, και μάλιστα στη νυχτερινή βάρδια.

Τις μικρές ώρες σκεφτόταν καλύτερα και είχε χρόνο να διαβάσει τις οικονομικές εφημερίδες και να ενημερωθεί αλλά και να κρυφακούσει τα τηλεφωνήματα που του φαίνονταν ενδιαφέροντα. Κρατώντας σημειώσεις άρχισε να παίζει στο χρηματιστήριο και έμαθε ότι οι καλύτερες συμφωνίες γίνονται αφού κλείσει η αγορά.

Έτσι κέρδισε 500 δολάρια σε μια συμφωνία για αγορά λιναρόσπορου και άλλα 200 για μια πρόβλεψη σχετική με την αγορά των δερμάτων.

Ήταν η εποχή που σύναψε δεσμό με την Ιταλίδα τραγουδίστρια Κλάουντια Μούτσο. Διάσημη στο Buenos Ayers με κατακτήσεις στον κόσμο των ισχυρών και των πλούσιων, ήταν η ιδανική συνοδός-τρόπαιο για τον ανερχόμενο επιχειρηματία.

Το γεγονός ότι ήταν μια από τις πρώτες γυναίκες που κάπνιζαν δημοσίως ενέπνευσε τον νεαρό Ωνάση που είχε επίσης πληροφορηθεί πως αν και οι γυναίκες της πόλης ήθελαν να καπνίζουν, έβρισκαν το τοπικό χαρμάνι καπνού πολύ βαρύ για το γούστο τους.

Έτσι σκέφτηκε να παραγγείλει από τον πατέρα του καπνό από την ανατολή και να ιδρύσει τη δική του εταιρία εισαγωγής καπνού. Και κατόπιν να βάλει την Κλαούντια να διαφημίσει το προϊόν. Μέχρι το καλοκαίρι του 1928 οι συναλλαγές του με την Ελλάδα είχαν φτάσει τα δύο εκατομμύρια δολάρια το χρόνο.

 «Μόνο ο Θεός και εγώ μπορούμε να δημιουργήσουμε κάτι από το τίποτα» έλεγε ο επιχειρηματίας περήφανος για όσα είχε κατορθώσει.

Ωνάσης
Ελληνική παροικία: Συντροφιά με άγνωστη καλλονή και το ζεύγος Μινωτή Παξινού στην Αμερική της δεκαετίας του 40.

Ήταν εκείνος που έπεισε την Ελληνική κυβέρνηση να ξεκινήσει εμπορικές συνομιλίες με την Αργεντινή εξασφαλίζοντας ευνοϊκούς όρους για τις εισαγωγές του. Αναγνωρίζοντας δε τη δράση του το 1931 η Ελλάδα τον διόρισε αναπληρωτή πρόξενο στη χώρα εξασφαλίζοντας του ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική άνοδο και επαφές.

Αν και τα καπνά ήταν ο πυρήνας της δραστηριότητας του ο Ωνάσης είχε πάντα το βλέμμα στραμμένο στη  ναυτιλία. «Εκεί είναι τα χοντρά λεφτά» έλεγε στον φίλο του, Κώστα Γράτσο. «Και το ρίσκο» του απαντούσε εκείνος, χωρίς ο Αρίστος να πτοείται.

Όταν πέθανε ο πατέρας του επέστρεψε στην Αθήνα για την κηδεία και κατόπιν έκανε το γύρο της Ευρώπης και έγινε δεκτός στον κύκλο των Ελλήνων εφοπλιστών στο Λονδίνο.

 Οι Λιβανοί, οι Εμπειρίκοι, οι Γουλανδρή, οι Κουλουκουντή… Εκεί έμαθε ότι η Καναδική Ατμοπλοϊκή εταιρία πήγαινε για οικονομική κρίση και διέθετε δέκα από τα εμπορικά της σε χαμηλές τιμές, τριάντα χιλιάδες το ένα, λίγο παραπάνω από ότι θα έπαιρναν αν τα πουλούσαν για παλιοσίδερα.

Έτσι ο Ωνάσης βρέθηκε στο Μοντρεάλ να επιθεωρεί τα πλοία επί τρεις μέρες σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός, κρατώντας σημειώσεις για κάθε λεπτομέρεια του σκάφους  υπό το ολοένα και πιο ανήσυχο βλέμμα των Καναδών που αγωνιούσαν  βλέποντας τις μέρες να περνούν και να μην εμφανίζεται άλλος ενδιαφερόμενος.

Για κάθε ανήσυχο βλέμμα τους, ο Ωνάσης αφαιρούσε και ένα χιλιάρικο από την προσφορά που είχε στο νου του. Στο τέλος της τρίτης μέρας ανακοίνωσε ότι θα έπαιρνε έξι από τα πλοία προς είκοσι χιλιάδες δολάρια το ένα. Οι Καναδοί ξεροκατάπιαν και συμφώνησαν…

Τα δύο καλύτερα πλοία του στόλου του πήραν τα ονόματα του πατέρα και της μητέρας του: «Σωκράτης Ωνάσης» και «Πηνελόπη Ωνάση» τα βάφτισε. And the rest is history.

Στην γαμήλια δεξίωση έπειτα από το γάμο με την Τίνα Λιβανού, το 1944.

 Μέσα στην επόμενη δεκαετία, αγόρασε το ένα τάνκερ μετά το άλλο, έκλεισε επικερδείς συμφωνίες με κολοσσούς, όπως η Mobil και η Texaco, μετέφερε την έδρα του στη Νέα Υόρκη και παντρεύτηκε την όμορφη κόρη του Γιώργου Λιβανού, του πατριάρχη των Ελλήνων εφοπλιστών, μπαίνοντας στο μάτι του μεγάλου αντίζηλού του Σταύρου Νιάρχου. Το saga του Ωνάση είχε μόλις ξεκινήσει…

Photo: Getty Images/Ideal Image

Ωνάσης- Κάλλας: Μυστικά και αλήθειες (hellomagazine.com)

Σκορπιός: Η ιστορία του μυθικού νησιού τoυ Ωνάση που τώρα μεταμορφώνεται σε θέρετρο για vips. (hellomagazine.com)

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ

Ακολουθήστε το HELLO στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ