Ένα εξαιρετικού ενδιαφέροντος βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φερενίκη. Οι σελίδες του βιβλίου “Πριγκίπισσες στη δίνη του Πολέμου’’ του Νίκου Παπακωνσταντίνου αφηγούνται τις περιπέτειες των μελών της βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας και των συγγενών τους στα δύσκολα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Όπως σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου ο Michel de Grece : «Ο Νικόλαος Παπακωνσταντίνου, εκτός από διακεκριμένος οφθαλμίατρος της Λαμίας, είναι ένας από τους πλέον εμβριθείς γνώστες της ιστορίας της οικογενείας μου, της δυναστείας με τη δανέζικη καταγωγή, που βασίλευε στην Ελλάδα από το 1863,για πάνω από εκατό χρόνια. Κατέχει τη πλουσιότερη και εντυπωσιακότερη σχετική συλλογή εγγράφων και κυρίως φωτογραφιών, την οποία γενναιόδωρα εμοιράσθη μαζί μου. Το βιβλίο του αυτό μας ταξιδεύει από χώρα σε χώρα, από τη μια βασιλική οικογένεια στην άλλη μ’ ένα κείμενο που κόβει την ανάσα και αιχμαλωτίζει, ποικιλόμορφο κι ενδιαφέρον.
Σε μια εποχή τρόμου και θανάτου, οι πρωταγωνιστές του βιβλίου ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας και μας παρασύρουν μαζί τους, χάριν στην πένα του Νικόλαου Παπακωνσταντίνου. Το έργο του αυτό θα κερδίσει όχι μόνο όσους ενδιαφέρονται για την ιστορία της οικογενείας μου, αλλά κάθε αναγνώστη, γιατί είναι ένα κείμενο μοναδικό.»
Ανάμεσα στις πολλές και συναρπαστικές ιστορίες του βιβλίου ξεχωρίζει σίγουρα αυτή της πριγκίπισσας Αλίκης. Σύζυγος του πρίγκιπα Ανδρέα, μητέρα του πρίγκιπα Φίλιππου σημερινού Δούκα του Εδιμβούργου και συζύγου της βασίλισσας Ελισάβετ, η πριγκίπισσα Αλίκη με τις έντονες μεταφυσικές και ανθρωπιστικές ανησυχίες που ίδρυσε το δικό της μοναστικό τάγμα παρέμεινε στην Ελλάδα- μαζί με την Ελένη του Νικολάου, οι μόνες πριγκίπισσες που έμειναν στη χώρα- καθ’ όλη τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής, προσφέροντας με όλες της τις δυνάμεις σε εκείνους που είχαν ανάγκη:
«Στην Αθήνα είχαν παραμείνει οι πριγκίπισσες Ελένη του Νικολάου και Αλίκη του Ανδρέα, και ήταν αποφασισμένες να αντιμετωπίσουν όλα τα δείνα της γερμανικής Κατοχής. Τις πρώτες ημέρες της Κατοχής η πριγκίπισσα Αλίκη έμαθε ότι επιθυμούσε να την επισκεφτεί ο Γερμανός Αρχιστράτηγος. Σκηνοθέτησε την συνάντηση στο διαμέρισμά της στην οδό Κουμπάρη με τέτοιο τρόπο, ώστε όταν εκείνος φθάσει, αυτή να βρίσκεται σε ένα από τα εσωτερικά δωμάτια.
Χρειάστηκε να τον αναγγείλει η Βιργινία Σιμοπούλου, η Κυρία των Τιμών. Ο στρατηγός προχώρησε στο εσωτερικό και επιχείρησε χειραψία. Η Αλίκη δεν του έδωσε το χέρι, κρατούσε τα χέρια της διπλωμένα πίσω από την πλάτη της, ήταν όρθια, και δεν του πρότεινε να καθίσει. «Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για σας;», τη ρώτησε. «Μπορείτε να πάρετε τα στρατεύματά σας έξω από τη χώρα μου», του απάντησε.
Η Αλίκη ανέλαβε την διοργάνωση ενός από τα μεγαλύτερα συσσίτια της Αθήνας. Εργαζόταν καθημερινά για να προσφέρει στα πεινασμένα παιδιά σούπα από μπιζέλια ή ρεβίθια, που, αν υπήρχαν, συνοδεύονταν από μαϊντανό, κρεμμύδια ή λάδι. Τα τρόφιμα καταμετρούνταν και μοιράζονταν αυστηρά, ο λιμός είχε οδηγήσει τον κόσμο στην απελπισία. Η σούπα έβραζε σε τεράστιες χύτρες.
Όταν τελείωνε το φαγητό των παιδιών και υπήρχε περίσσευμα, οι πόρτες άνοιγαν για τους πεινασμένους γονείς που περίμεναν από έξω και συνωστίζονταν για να φάνε ό,τι είχε απομείνει. Ο πρώτος χειμώνας της Κατοχής ήταν δραματικός. Η πριγκίπισσα Αλίκη έχασε τότε είκοσι έξι κιλά, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπέφερε και εκείνη μαζί με τον υπόλοιπο ελληνικό λαό.
Τον Οκτώβριο του 1943 η πριγκίπισσα Αλίκη έκρυψε μία οικογένεια Εβραίων στο σπίτι της. Ήταν μία πράξη γενναία αλλά πολύ επικίνδυνη. Η Αλίκη συνέχιζε να δουλεύει καθημερινά στα παιδικά συσσίτιά της. Εκτός όμως από αυτά, τώρα είχε αναλάβει και δύο άσυλα για εγκαταλελειμμένα και ορφανά παιδιά, ένα αρρένων και ένα θηλέων, και είχε βρει νοσοκόμες που φρόντιζαν κατ’ οίκον απόρους σε φτωχές περιοχές της Αθήνας.
Η ανιψιά της, η Βασίλισσα-Μητέρα Ελένη της Ρουμανίας, φρόντιζε να της στέλνει όποτε μπορούσε λίγα τρόφιμα και για την ίδια. «Τώρα άρχισα να φαίνομαι πιο παχουλή και όχι σαν σκιάχτρο».
Στον γιο της Φίλιππο θα γράψει τον Οκτώβριο του 1943: «Είμαι σχεδόν όπως ήμουν παλιά εκτός από τα 26 κιλά που έχασα πριν από δύο χρόνια, τα οποία ευτυχώς δεν ξαναπήρα. Θα νιώσεις έκπληξη όταν με ξαναδείς με αξιοπρεπή εμφάνιση, μόνο που το πρόσωπό μου έχει περισσότερες ρυτίδες».
Το 1912, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄, ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο πρίγκιπας Ανδρέας και η πριγκίπισσα Αλίκη είχαν φιλοξενηθεί από τον Χαϊμακί Κοέν στην έπαυλή του στα Τρίκαλα. Ο Κοέν ήταν εύπορος, με επιρροή στην περιοχή, πρώην βουλευτής. Ο Βασιλιάς είχε πει στον οικοδεσπότη του ότι θα είναι στην διάθεσή του για ό,τι χρειαστεί.
Στα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν, οι Κοέν όταν βρίσκονταν στην Αθήνα, συναντούσαν συχνά τα μέλη της βασιλικής οικογενείας. Μετά την είσοδο των Γερμανών, για πιο ασφάλεια, έφυγαν από τα Τρίκαλα και εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα, για να κρυφτούν μέσα στην ανωνυμία. Ο Χαϊμακί πέθανε στις αρχές του 1943. Η χήρα του, η Ραχήλ, η κόρη του, η Τίλδη, και οι τέσσερες γιοι του, κρύβονταν σε διάφορα σπίτια. αλλά κατάλαβαν ότι τους είχαν ανακαλύψει και ότι κινδύνευαν.
Σκέφτηκαν τότε να απευθυνθούν στην πριγκίπισσα Αλίκη, τελευταία τους ελπίδα. Η Αλίκη, αφού έλαβε τα μέτρα ασφάλειας που θεωρούσε απαραίτητα, τους ειδοποίησε να έρθουν στο Ανάκτορο του πρίγκιπα Γεώργιου όπου κατοικούσε από την αρχή της Κατοχής. Το βράδυ της 15ης Οκτωβρίου, μέσα στο σκοτάδι, η Ραχήλ και η Τίλδη χώθηκαν κρυφά στο σπίτι από την πίσω πόρτα. Οι δύο γυναίκες εγκαταστάθηκαν στον τελευταίο όροφο, σε δύο δωμάτια με κουζίνα.
Στο προσωπικό είπαν ότι είναι μία κυρία από την Σουηδία, παλαιά γκουβερνάντα των παιδιών, που είχε κάποια προβλήματα με τις αρχές Κατοχής, γι’ αυτό κρυβόταν. Η Αλίκη τις επισκεπτόταν συχνά τα απογεύματα και την ευχαριστούσε πολύ να μιλούν για διάφορα θέματα, αλλά κυρίως για τις θρησκείες, και ειδικά για τον Ιουδαϊσμό.
Ένα μήνα αργότερα, ήρθε και εγκαταστάθηκε κοντά στην μητέρα του και την αδερφή του ο Μιχαήλ, ο μικρότερος γιος της οικογενείας. Οι τρεις μεγαλύτεροι γιοι δραπέτευσαν διασχίζοντας το Αιγαίο, και μέσω Τουρκίας έφθασαν στην Αίγυπτο, όπου εντάχτηκαν στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Το Ανάκτορο της οδού Ακαδημίας ήταν απέναντι από την κατοικία του Αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού και υπήρχαν συνεχώς Γερμανοί φρουροί σε όλη την περιοχή.
Η φιλοξενία που η Αλίκη πρόσφερε στην οικογένεια Κοέν περιείχε μεγάλο ρίσκο και χρειαζόταν πολύ κουράγιο για να το τολμήσει κανείς. Όταν χρόνια μετά συνάντησε τυχαία στην Ρώμη τον Ζακ Κοέν, που προσπάθησε συγκινημένος να την ευχαριστήσει γιατί έσωσε την ζωή της μητέρας του, της αδερφής του και του αδερφού του, η Αλίκη τον διέκοψε και του είπε κοφτά ότι έκανε απλώς αυτό που θεωρούσε καθήκον της. Στις 11 Απριλίου 1993, έλαβε το μεταθανάτιο βραβείο της «Δίκαιας των Εθνών», την μεγαλύτερη τιμητική διάκριση σε άτομο που δεν είναι Εβραίος, «γιατί είχε θέσει σε κίνδυνο την ζωή της για την διάσωση των Εβραίων».
Τον Οκτώβριο του 1994, τα παιδιά της, ο Φίλιππος και η Σοφία πήγαν μαζί στην Ιερουσαλήμ για να παραλάβουν το μετάλλιο. Ο πρίγκιπας Φίλιππος είπε στον λόγο του: «Από όσο γνωρίζουμε δεν ανέφερε ποτέ σε κανέναν ότι είχε προσφέρει καταφύγιο στην οικογένεια Κοέν τον καιρό που σε ολόκληρη την Ελλάδα οι Εβραίοι κινδύνευαν να τους συλλάβουν και να τους μεταφέρουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Φαντάζομαι ότι δεν το θεώρησε και τίποτα σπουδαίο. Ήταν ένας άνθρωπος με βαθιά θρησκευτική πίστη και προφανώς θεώρησε ότι ήταν μία φυσιολογική ανθρώπινη πράξη με την οποία βοηθούσε κάποιους συνανθρώπους της που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση».
Το βιβλίο ΄΄Πριγκίπισσες στη δίνη του Πολέμου’’ του Νίκου Παπακωνσταντίνου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Φερενίκη”.
Photo: Getty Images/Ideal Image
Διαβάστε επίσης:
Μαρία Βοναπάρτη: H παράδοξη πριγκίπισσα της Ελλάδας | Hello Magazine
Βασίλισσα Όλγα: Η περιπετειώδης ζωή της δεύτερης βασίλισσας της Ελλάδας | Hello Magazine