Οι ψυχολογικές διαστάσεις της πιο διαδομένης μορφής καρκίνου στις γυναίκες είναι πολλές και η σεξουαλικότητα δεν μένει ανεπηρέαστη.
Με αφορμή την παραδοχή της Κέιτ Μίντλετον ότι πάσχει από καρκίνο, ας αναφερθούμε στον καρκίνο του μαστού, τη συχνότερη μορφή της νόσου στις γυναίκες παγκοσμίως και την πρώτη αιτία θανάτου για τις ηλικίες μεταξύ 45 και 60 ετών στο δυτικό κόσμο.
Ο καρκίνος του μαστού προσβάλλει περίπου μία στις 10 γυναίκες και η επιβίωση εξαρτάται άμεσα από την έγκαιρη πρόβλεψη. Τι γίνεται, όμως, με τα σεξουαλικά προβλήματα που προκύπτουν στην πορεία;
Χάρη στις προσπάθειες που έχουν γίνει για την έγκαιρη διάγνωση και την εύρεση αποτελεσματικότερων μεθόδων θεραπείας, η θνητότητα από τον καρκίνο του μαστού έχει παραμείνει περίπου σταθερή σε πολλούς πληθυσμούς, παρά την αυξανόμενη εμφάνιση της νόσου, ειδικά στο δυτικό κόσμο.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, περισσότερες από 1.600.000 γυναίκες το χρόνο διαγιγνώσκονται με καρκίνο του μαστού, ενώ κάθε χρόνο στη χώρα μας εντοπίζονται περίπου 6.000 νέα περιστατικά, αριθμοί που αποτυπώνουν ηχηρά την κοινωνική διάσταση της ασθένειας.
Ψυχολογικές και σεξουαλικές επιπτώσεις
Μέσα από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση, είναι σαφές πως το αντίκτυπο της ίδιας της νόσου στη ψυχολογία των γυναικών (διάθεση, εικόνα σώματος, σωματική αδυναμία) καθώς και η επίδραση των χειρουργικών επεμβάσεων και θεραπειών (απώλεια οιστρογόνων λόγω χημειοθεραπείας και οι ορμονικές θεραπείες που προκαλούν συμπτώματα εμμηνόπαυσης), δημιουργούν προβλήματα στη σεξουαλική τους λειτουργία (μειωμένη σεξουαλική επιθυμία).
Συγκεκριμένη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Sexual Medicine τον Ιούλιο του 2020, εξέτασε το κατά πόσο οι γυναίκες με διαγνωσμένο καρκίνο μαστού (ανεξαρτήτως σταδίου) αναζητούν βοήθεια για τα σεξουαλικά προβλήματα και για τις ανησυχίες τους γύρω από αυτά, καθώς και ποιοι είναι οι παράγοντες που ενδεχομένως τις εμποδίζουν να το κάνουν.
Στην έρευνα συμμετείχαν 144 γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 56 έτη, από τις οποίες το 62% είχε σύντροφο/σύζυγο, το 38% είχε υποβληθεί σε μαστεκτομή ενώ το 75% αφορούσε ήταν σε μεταεμμηνοπασιακή φάση.
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως ένα ποσοστό 49% (70 γυναίκες) ζήτησε βοήθεια για το σεξουαλικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε, με το 24% αυτών να απευθύνονται σε κάποιο πάροχο υγειονομικής περίθαλψης, κυρίως στο γυναικολόγο. Το 42% απευθύνθηκε σε κάποιον εκτός του παρόχου (πχ. φίλο, συγγενή,σύντροφο), ενώ το 21% αναζήτησε πληροφορίες από εναλλακτικές πηγές (πχ. διαδίκτυο).
Τα συμπεράσματα
Όπως φάνηκε και από την έρευνα, οι γυναίκες που μίλησαν σε κάποιον ειδικό για το σεξουαλικό τους πρόβλημα είχαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, σε αντίθεση με εκείνες που δεν το έκαναν, ή αναζήτησαν βοήθεια μόνο σε εναλλακτικές πηγές (διαδίκτυο,έντυπα).
Οι γυναίκες που δεν αναζήτησαν καθόλου βοήθεια, από την άλλη, παρουσίασαν υψηλότερα ποσοστά δυσφορίας με το σώμα τους, καθώς και έντασης και διάρκειας των σεξουαλικών προβλημάτων. Τέλος, εκείνες που ήταν σεξουαλικά ενεργές και είχαν σύντροφο ήταν 3 φορές πιο πιθανό να αναζητήσουν βοήθεια για το σεξουαλικό τους πρόβλημα.
Όπως φαίνεται, η κατανόηση των παραγόντων που εμποδίζουν μια γυναίκα με διαγνωσμένο καρκίνο του μαστού να αναζητήσει βοήθεια για το σεξουαλικό της πρόβλημα ή να μοιραστεί ανησυχίες για το θέμα αυτό, βελτιώνει τις πιθανότητες για μια πιο ολοκληρωμένη ιατρική φροντίδα.