Οι έφηβοί μας βουλιάζουν στη σύγχυση και στη βία. Τα περιστατικά είναι καθημερινά και ανησυχητικά.
Κι όσοι είμαστε οι γονείς τι κάνουμε; Τους γκρινιάζουμε, καβγαδίζουμε μαζί τους – και πνίγουμε κάθε ελπίδα τους μέσα στην τοξική αρνητικότητά μας. Είναι αυτός ο τρόπος να τους εκπαιδεύσουμε απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω τους; Στο σώμα τους, στη ψυχοσύνθεση τους ένα βήμα πριν την ενηλικίωση;
Η συγγραφέας Σοφία Ανδρεοπούλου υπογράφει το βιβλίο «Εφηβεία: Η μεγάλη έκρηξη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα και σίγουρα έχει κάποιες προτάσεις που αξίζει να διαβάσουμε.
Με βάση και τον τίτλο του βιβλίου σας, γιατί γίνεται «η μεγάλη έκρηξη» στην εφηβεία;
Η εφηβεία ήταν ανέκαθεν μια περίοδος «εκρηκτική». Οι έφηβοι βιώνουν τεράστιες αλλαγές στο σώμα τους, οι οποίες τους προκαλούν έντονες αντιδράσεις, απότομες μεταβολές στη διάθεση και, συνήθως, ανασφάλειες σχετικά με την εικόνα τους. Παράλληλα, καθώς προετοιμάζονται για την ενηλικίωση, «πρέπει» να διαφοροποιηθούν από τους γονείς τους και για να συμβεί αυτό, συχνά απομυθοποιούν τους γονείς, τους αμφισβητούν, τους «πάνε κόντρα». Όλα αυτά δημιουργούν πολλές εντάσεις, που οι γονείς σπάνια έχουν την ψυχραιμία να χειριστούν εποικοδομητικά. Συχνά και οι γονείς λειτουργούν σπασμωδικά, ανταγωνιστικά, με θυμό, πράγμα που οδηγεί σε πολλούς καβγάδες. Όλα αυτά πράγματι είναι σαν μια «μεγάλη έκρηξη».
Αλλά όπως –σύμφωνα με τη διαδεδομένη κοσμολογική θεωρία– από τη Μεγάλη Έκρηξη, το Big Bang, δημιουργήθηκε το σύμπαν, έτσι και η «μεγάλη έκρηξη της εφηβείας» μπορεί να γίνει δημιουργική. Αν εμείς οι γονείς τη διαχειριστούμε σωστά, τότε η εφηβεία του παιδιού μας μπορεί να βοηθήσει το παιδί μας να γίνει ένας ισορροπημένος ενήλικος, εμάς να εξελιχθούμε ως προσωπικότητες, και τη σχέση ανάμεσά μας να γίνει πιο στενή και ουσιαστική.
Συνηθίζουμε να λέμε πως για την επαναστατικότητα της εφηβείας ευθύνονται οι ορμόνες. Συμφωνείτε;
Οι ορμόνες ευθύνονται για τις μεταβολές στη διάθεση των εφήβων και τις έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις τους, αλλά δεν νομίζω πως συνδέονται με την αντιδραστικότητα ή την επαναστατικότητα της εφηβείας. Η τάση για αμφισβήτηση των μεγαλυτέρων και για «κόντρα» μαζί τους νομίζω πως είναι μια απολύτως υγιής, αν και δυσάρεστη προφανώς για εμάς, αντίδραση του εφήβου που πρέπει να «γκρεμίσει» τον κόσμο των μεγάλων για να χτίσει έναν δικό του κόσμο.
Ωστόσο, σήμερα οι έφηβοι δεν επαναστατούν, δεν αμφισβητούν, δεν αντιδρούν στο μοντέλο ζωής που βλέπουν από εμάς. Αντίθετα, θα έλεγα ότι ακριβώς αυτό ακολουθούν: βλέπουν γύρω τους ενήλικες μπερδεμένους, αρνητικούς, που δίνουν υπερβολικά μεγάλη σημασία στα χρήματα, που δεν σέβονται τους συμπολίτες τους και που είναι συχνά θυμωμένοι – και αυτό ακριβώς κάνουν και οι ίδιοι. Βγάζουν θυμό, δέρνονται στους δρόμους, πληγώνουν ο ένας τον άλλο και βλάπτουν τον εαυτό τους. Αυτό βλέπουν από εμάς – αυτό κάνουν. Οπότε μάλλον δεν υπάρχει πια καμία επαναστατικότητα.
Πώς μπορούμε να εκπαιδεύσουμε το παιδί μας να μην πέσει θύμα bullying;
Οι περισσότεροι γονείς ανησυχούν μήπως πέσει το παιδί τους θύμα εκφοβισμού στο σχολείο ή στη γειτονιά, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι είναι πολύ πιθανό να έχει ήδη πέσει θύμα εκφοβισμού μέσα στην ίδια του την οικογένεια. Έχω γνωρίσει εκατοντάδες γονείς στη διάρκεια της καριέρας μου και πρέπει να σας πω ότι, ενώ οι περισσότεροι γονείς πραγματικά αγαπούν τα παιδιά τους και προσπαθούν να τα μεγαλώσουν σωστά, παρ’ όλα αυτά στις περισσότερες οικογένειες υπάρχει ένα είδος εκφοβισμού. Υπερβολικά πολλοί γονείς θα φωνάξουν, θα προσβάλουν, θα απειλήσουν, ακόμα και θα χτυπήσουν το παιδί τους, τουλάχιστον όταν είναι μικρό. Οι ενοχές που νιώθουν μετά από τις συμπεριφορές αυτές απλώς επιδεινώνουν το πρόβλημα γιατί φορτίζονται περισσότερο, έχουν λιγότερη ψυχραιμία και, επομένως, την επόμενη φορά που το παιδί τους θα κάνει κάτι που θα τους ενοχλήσει, είναι ακόμα πιθανότερο να το ξαναεκφοβίσουν.
Οπότε, αν θέλουμε να εκπαιδεύσουμε το παιδί μας να μην είναι θύμα, πρέπει πρώτα εμείς μέσα στο σπίτι μας να μην το βάζουμε στη θέση του θύματος. Ποτέ! Σε καμία ηλικία! Πρέπει να φερόμαστε στο παιδί μας με σεβασμό και χωρίς βία. Αλλιώς το διδάσκουμε κάτι αρνητικό και δεν το διδάσκουμε κάτι θετικό. Το διδάσκουμε ότι η συμπεριφορά αυτή είναι αποδεκτή και πρέπει να την υπομένει από όποιον (γονιό, εκπαιδευτικό, συνομήλικο) έχει μεγαλύτερη δύναμη από εκείνο. Επιπλέον, δεν το διδάσκουμε τρόπους να υπερασπίζεται τον εαυτό του, να βάζει όρια στους άλλους και να διαχειρίζεται τις διαφορές του με τους άλλους χωρίς να θυματοποιείται.
Πώς μπορούμε να εκπαιδεύσουμε αντίστοιχα το παιδί μας να μην είναι ο θύτης bullying;
Ακριβώς όπως «εκπαιδεύουμε» το παιδί μας να μπει στη θέση του θύματος με τη δική μας συμπεριφορά, αντίστοιχα το «εκπαιδεύουμε» να μπει και στη θέση του θύτη. Όταν το παιδί μου εισπράττει από μένα λεκτική, συναισθηματική ή σωματική βία, αναγκαστικά μπαίνει στη θέση του θύματος. Αλλά σε μένα βλέπει τη συμπεριφορά του θύτη. Έτσι, όταν βρεθεί σε μια κατάσταση κατά την οποία το ίδιο θα έχει μεγαλύτερη δύναμη (σωματική, κοινωνική ή άλλη) απέναντι σε ένα άλλο παιδί, τότε θα ταυτιστεί με μένα, θα μιμηθεί τη δική μου συμπεριφορά, και θα γίνει «θύτης». Άλλωστε, στις μέρες μας έχει γίνει ξεκάθαρο ότι πολύ συχνά ο ρόλος του θύτη και ο ρόλος του θύματος εναλλάσσονται. Το ίδιο παιδί μπορεί σε ένα πλαίσιο να είναι θύμα και σε άλλο να είναι θύτης. Το παιδί που στην αυλή του σχολείου εκφοβίζεται από τον «νταή» του σχολείου, στο δωμάτιό του μπορεί να εκφοβίζει άλλα παιδιά μέσα από το διαδίκτυο.
Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, σήμερα δεν έχει τόσο νόημα να συζητάμε για τους ρόλους αυτούς χωριστά. Νομίζω πως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι εμείς οι ενήλικες (γονείς, εκπαιδευτικοί, δημοσιογράφοι) ότι δίνουμε πολύ λάθος μαθήματα στις νεώτερες γενιές και τα αποτελέσματα φαίνονται καθημερινά. Τους διδάσκουμε τη βία και εκδηλώνουν βία. Αν δεν αλλάξουμε εμείς τη στάση μας, δεν μπορούμε να περιμένουμε πως οι έφηβοι θα βελτιώσουν τη δική τους.
Στο βιβλίο σας υπάρχει ένα κεφάλαιο που ονομάζεται: «Όταν οι γονείς λειτουργούν σαν έφηβοι». Περιγράψτε μας αυτούς τους γονείς.
Για να είμαι ειλικρινής, έχω την αίσθηση πως οι περισσότεροι γονείς κάποια στιγμή έχουμε λειτουργήσει σαν έφηβοι. Προσωπικά, με έχω πιάσει αρκετές φορές τα προηγούμενα χρόνια να λειτουργώ έτσι: με αντιδραστικότητα, κόντρα, πείσμα. Χωρίς να σκέφτομαι τις συνέπειες αυτού που λέω ή κάνω. Χωρίς αυτοέλεγχο. Χωρίς λογική. Σε μια φορτισμένη στιγμή, μια στιγμή που βλέπουμε ότι οι έφηβοί μας κάνουν κάτι που μας φαίνεται επικίνδυνο ή κακό, μια στιγμή που νιώθουμε απογοητευμένοι, εξαντλημένοι, θυμωμένοι – μια τέτοια στιγμή είναι φυσικό να αντιδράσουμε πιο σπασμωδικά, πιο ανώριμα. Είναι ανθρώπινο και όλοι μπορεί να το έχουμε ζήσει. Όμως είναι πολύ πολύ βλαβερό. Και νομίζω πως θα έπρεπε να το συνειδητοποιήσουμε και να το δουλέψουμε με τον εαυτό μας. Γιατί οι έφηβοι χρειάζονται ενήλικες γονείς.
Στην εφηβεία ξεκινάει συνήθως και η σεξουαλική ζωή του ατόμου. Υπάρχει κάτι που δεν γνωρίζουν οι έφηβοι σήμερα στην εποχή του διαδικτύου που δεν γνωρίζουν γύρω από το σεξ και ποιος ο ρόλος του γονέα;
Μιλώντας με εφήβους συχνά έχω την αίσθηση ότι γνωρίζουν περισσότερα για το σεξ απ’ όσα θα έπρεπε ως προς την καθαρά τεχνική πλευρά και λιγότερα απ’ όσα θα έπρεπε ως προς τη συναισθηματική. Έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι έφηβοι δεν χρειάζονται καμία ενημέρωση σχετικά με το σεξ. Αυτό που χρειάζονται είναι να δουν υγιείς και ολοκληρωμένες σχέσεις γύρω τους και να μάθουν πώς μπορούν και οι ίδιοι να φτιάξουν τέτοιες σχέσεις. Χρειάζονται να μάθουν να εμπιστεύονται, να μοιράζονται, να είναι αξιόπιστοι και αληθινοί. Και αυτός νομίζω είναι ο ρόλος των γονιών: να στηρίζουν και να καθοδηγούν τα παιδιά τους ώστε να μην κάνουν μόνο σεξ αλλά και αληθινές σχέσεις.
Ζητάμε από τα έφηβα (και μικρότερα) παιδιά μας να καταναλώνουν λιγότερο χρόνο στα social media, την ίδια στιγμή που και οι γονείς εκεί αναλωνόμαστε. Πώς μπορούμε να τους μιλήσουμε για τους κινδύνους χωρίς να θεωρηθούμε υποκριτές;
Πραγματικά ακούγεται υποκριτικό να φωνάζουμε στα παιδιά μας για το κινητό και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όταν εμείς είμαστε συνέχεια με ένα κινητό στο χέρι. Οπότε ίσως θα ήμασταν πιο αξιόπιστοι αν παραδεχόμασταν ότι ίσως κάνουμε κάποια κατάχρηση και ότι θα προσπαθήσουμε να οριοθετήσουμε τον εαυτό μας. Αν δουν ότι το εννοούμε, ότι πραγματικά προσπαθούμε να κάνουμε καλύτερη χρήση του διαδικτύου, τότε μπορεί να παραδεχτούν ότι και οι ίδιοι πρέπει να αλλάξουν τη στάση τους. Και τότε μπορούμε ίσως να τα πείσουμε να συνεργαστούν μαζί μας, ώστε μαζί να καταφέρουμε να κάνουμε πιο καλή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του κινητού. Άλλωστε τα παιδιά δεν μαθαίνουν από τα λόγια, αλλά από το παράδειγμά μας.