Γράφει ο Θάνος Ασκητής
Ένα στοιχείο της γυναικείας σεξουαλικής λειτουργίας που ακόμα και στις μέρες μας προβληματίζει την ιατρική κοινότητα είναι η ποικιλομορφία που παρατηρείται ως προς την ηλικία έναρξης της εμμηνόπαυσης. Πρόκειται για μία κατάσταση που σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από γενετικούς παράγοντες, ωστόσο πλέον εκτιμάται ότι η διακύμανση που παρατηρείται στην ηλικία εισόδου της γυναίκας στην εμμηνόπαυση είναι, σχεδόν κατά το ήμισυ, και αποτέλεσμα τρόπου ζωής.
Μια παράμετρος που μελετάται τα τελευταία χρόνια στην επιστημονική βιβλιογραφία αφορά τη συσχέτιση ανάμεσα στην οικογενειακή κατάσταση της γυναίκας και στην εμμηνόπαυση με τις έγγαμες ή εκείνες που έχουν σταθερή σχέση συμβίωσης, να «μπαίνουν» στην εμμηνόπαυση αργότερα από ό,τι εκείνες που είναι μόνες. Μια υπάρχουσα υπόθεση εντοπίζει τα αίτια της συσχέτισης αυτής στην συμβίωση ανδρών και γυναικών. Η σκέψη αυτή βασίζεται στην υπόθεση ότι η αυξημένη έκθεση σε αρσενικές φερομόνες (ως αποτέλεσμα της συγκατοίκησης) ενδέχεται να αυξήσει την πιθανότητα εμφάνισης ενός κανονικού εμμηνορροϊκού κύκλου, καθυστερώντας έτσι την εμμηνόπαυση.
Μια νέα πρόταση φέρνει στο επίκεντρο τη σεξουαλική επαφή ως βασικό παράγοντα για την καθυστέρηση της εμμηνόπαυσης, δεδομένου ότι τα ζευγάρια που είναι έγγαμα ή συμβιώνουν έχουν περισσότερες πιθανότητες να έχουν σεξουαλική ζωή. Την άποψη αυτή μελέτησε νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2020 στο επιστημονικό περιοδικό Royal Society Open Science. Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα σχεδόν 3.000 γυναικών με μέση ηλικία τα 45 έτη.
Οι γυναίκες κλήθηκαν να απαντήσουν, αναφορικά με τους τελευταίους 6 μήνες, σε ερωτήσεις που αφορούσαν:
- τη συχνότητα των σεξουαλικών επαφών
- τα προκαταρκτικά παιχνίδια
- τον αυνανισμό.
Η σεξουαλική επαφή σε εβδομαδιαία βάση ήταν η πιο συνηθισμένη απάντηση, με το 64% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα να ανήκει στην κατηγορία αυτή.
Η ανάλυση των αποτελεσμάτων φανέρωσε πως οι γυναίκες που έκαναν σεξ σε εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση είχαν περισσότερες πιθανότητες να καθυστερήσουν να «μπουν» στην εμμηνόπαυση, συγκριτικά με τις συνομήλικες που έκαναν πιο αραιά σεξ. Πιο συγκεκριμένα οι γυναίκες με συχνότερες σεξουαλικές επαφές είχαν 28% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα.
Οι υπεύθυνοι της μελέτης αναφέρουν ότι τα ευρήματα αυτά ενδέχεται να οφείλονται σε εξελικτικούς-βιολογικούς παράγοντες, εντοπίζοντας μια συσχέτιση ανάμεσα στην πιθανότητα να μείνει έγκυος η γυναίκα και στην εμμηνόπαυση. Συγκεκριμένα υποθέτουν ότι μια σεξουαλικά ανενεργή γυναίκα έχει μηδενικές πιθανότητες να μείνει έγκυος, επομένως η συνέχιση της ωορρηξίας θεωρείται από τη φύση περιττή, άρα διακόπτεται.