Θλίψη σκόρπισε η είδηση του θανάτου του βασιλιά Κωνσταντίνου σε ηλικία 83 ετών. Έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία στην ΜΕΘ ιδιωτικού θεραπευτηρίου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος άφησε την τελευταία του πνοή, σηματοδοτώντας το τέλος ενός κεφαλαίου της νεότερης Ιστορίας.
Θέλοντας να δώσει την δική του εκδοχή της ιστορίας, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε εκδώσει τα απομνημονεύματά του το 2015.
“Όταν έχεις βρεθεί στο επίκεντρο της ιστορίας ενός λαού και μιας εποχής, είναι ευθύνη, όταν έχει πλέον φτάσει η ώρα να μιλήσεις” έγραφε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στον πρόλογο του πρώτου τόμου των απομνημονευμάτων του, που κυκλοφόρησαν από το “Βήμα της Κυριακής”.
Στις σελίδες της βιογραφίας του ο αλλοτινός βασιλιάς των Ελλήνων δεν είχε μιλήσει ωστόσο μόνο για τη μεγάλη αλλά και τη μικρή ιστορία, με τις διηγήσεις για σημαντικά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα να μπλέκονται με χαριτωμένες οικογενειακές ιστορίες αναμνήσεις από την εποχή των Αναβρύτων και της γνωριμίας με την Άννα Μαρία και συναντήσεις με προσωπικότητες όπως η Τζάκι Κένεντι.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ξεκινούσε τη διήγησή του με την άφιξη του προπάππου του, βασιλιά Γεώργιου Α’, στην Αθήνα με πολλές ανέκδοτες ιστορίες για τον ίδιο αλλά και τους απογόνους του, που τον διαδέχθηκαν στο θρόνο.
“Την περίοδο της δημιουργίας των συμμαχιών ο Κάιζερ έγραψε στον παππού μου: “Πρέπει στον πόλεμο να είσαι στο πλευρό μου. Αν δεν το κάνεις, θα σε καθαιρέσω από επίτιμο στρατάρχη του Αυτοκρατορικού Γερμανικού Στρατού και θα σου αφαιρέσω τη ράβδο του Στρατάρχη!”. Η απάντηση του Κωνσταντίνου Α’ ήταν σαφής και περιεκτική και θα την παραθέσω όπως ακριβώς τη διετύπωσε στα αγγλικά “Υοu can stuff it up your ass!”.
Οι πρώτες αναμνήσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου ήταν από την Αλεξάνδρεια όπου κατέφυγε η οικογένειά του μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα.
“Θυμάμαι πολύ έντονα ένα περιστατικό από την Αλεξάνδρεια. Κάποια στιγμή ένιωσα πάρα πολύ δυνατούς πόνους στην κοιλιά, σφάδαζα. Ο γιατρός όμως που ήρθε στο σπίτι και με εξέτασε είπε ότι δεν έχω τίποτε και ότι απλώς χρειαζόμουν λίγη ξεκούραση. Αυτό που δε γνώριζαν όμως οι γονείς μου ήταν ότι ο γιατρός ήταν σφόδρα αντιβασιλικός.
Όπως απεδείχθη, παρουσίαζα εμφανέστατα συμπτώματα σκωληκοειδίτιδας, τα οποία ο γιατρός δεν ανέφερε στους γονείς μου, θέλοντας προφανώς να με αφήσει να πεθάνω. Σήμερα αυτό ακούγεται αδιανόητο, αλλά εκείνα τα χρόνια, που άρχιζαν αν φουντώνουν τα τρομερά αδελφοκτόνα πάθη, κάθε άλλο παρά αδιανόητο ήταν…”.
“Με τους συμμαθητές μου στα Ανάβρυτα δημιουργήσαμε ισχυρότατους φιλικούς δεσμούς που η ιδιότητα μου ως διαδόχου και αργότερα ως βασιλέως δεν τους επηρέασε. Οι σχέσεις μας δεν άλλαξαν στο παραμικρό ούτε μετά την άνοδό μου στο θρόνο.
Για να συμβεί αυτό όμως είχε πρώτα μεριμνήσει ο πατέρας μου. Από την πρώτη μέρα που πήγα στα Ανάβρυτα φρόντισε να γίνει σε όλους -και στους συμμαθητές μου και σε εμένα- κατανοητό ότι θα πρέπει να μου μιλάνε στον πληθυντικό και να με προσφωνούν υψηλότατο.
Αυτό το έκανε όχι γιατί πίστευε ότι υπήρχε πραγματική ανάγκη να με φωνάζουν υψηλότατο, τη στιγμή μάλιστα που εξέφρασα την έντονη δυσαρέσκειά μου, αλλά γιατί, χωρίς αυτό, όταν αργότερα θα γινόμουν βασιλεύς, θα ήταν πολύ δύσκολο και σ’ αυτούς και σε μένα να αρχίσουν ξαφνικά να μου μιλούν στον πληθυντικό και να με προσφωνούν μεγαλειότατο.
Πολύ γρήγορα λοιπόν το συνηθίσαμε όλοι και ούτε αυτούς ξένιζε ούτε κι εμένα. Ήταν σα να με φώναζαν με το μικρό μου όνομα. Κατά τα άλλα, καμία άλλη ειδική μεταχείριση δεν είχα. Την ίδια καρπαζιά έτρωγα, την ίδια καρπαζιά έριχνα”.
Στο πρώτο του ταξίδι στην Αμερική ο διάδοχος βρίσκεται μπλεγμένος λόγω κακοκαιρίας σε ένα αυτοκινητικό ατύχημα με τον εξάδελφό του, Συμεών της Βουλγαρίας, που φοιτούσε στην Αμερικανική Στρατιωτική Ακαδημία.
“Από τη θέση του οδηγού του άλλου αυτοκινήτου βγήκε μια μεσήλικη κυρία.
Πετάχτηκα αμέσως έξω και άρχισα να της ζητώ συγνώμη. “Μη συγχύζεστε!” μου είπε. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχετε έτοιμα το δίπλωμα και την ασφάλεια του αυτοκινήτου σας και η αστυνομία θα το λύσει αμέσως”.
Το πρόβλημα όμως ήταν πως ούτε ο Συμεών ούτε εγώ είχαμε οποιοδήποτε χαρτί μαζί μας. Ο αστυνομικός, πριν καλά καλά κατέβει από το αυτοκίνητο, ρώτησε:
-Ποιος φταίει;
-“Εγώ” απαντώ.
-Και ποιο είναι το όνομά σου, buddy;
-Constantine
-Άλλο όνομα δεν έχεις;
-Όχι, είμαι ο διάδοχος της Ελλάδας.
-Και αυτός ο τύπος ποιος είναι;
-Είναι ο εξάδελφός μου, αλλά βασικά είναι ο τέως βασιλεύς της Βουλγαρίας.
-Αυτά ελάτε να μου τα πείτε στο τμήμα.
Τα πράγματα είχαν αγριέψει. Ο αξιωματικός υπηρεσίας, που θα προχωρούσε τη διαδικασία εξακρίβωσης στοιχείων, έλειπε για φαγητό και επειδή ο αστυνομικός δεν ήξερε τι να μας κάνει μας κλείδωσε σε ένα κελί.
“Για σκέψου, ρε Συμεών….” είπα στον ξάδελφό μου. ”Ο παππούς σου και ο παππούς μου ηγήθηκαν των Βαλκανικών Πολέμων και τώρα οι δύο εγγονοί τους βρίσκονται μαζί κλεισμένοι σε ένα κελί στην Αμερική”.
Το θέμα λύθηκε όταν έγινε επικοινωνία με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Το 1961 η Τζάκι Κένεντι επισκέπτεται την Ελλάδα και τους βασιλείς στο Τατόι.
“Όταν κατάλαβα ότι η Τζάκι είχε αρχίσει να κοιτάει όλο και συχνότερα έξω από το παράθυρο, ζήτησα να μου φέρουν το αυτοκίνητό μου, μια ανοιχτή Mercedes 300 SL. Όταν εμφανίστηκε το αυτοκίνητο, ο πατέρας μου, αντιλαμβανόμενος το σχέδιό μου, ρώτησε”:
-Τι στο διάολο κάνει αυτό εδώ;
-Θα πάρω τη σύζυγο του Προέδρου και θα την πάω βόλτα στην Αθήνα.
-Τον κακό σου τον καιρό!
Ανυσυχούσε μήπως γίνει κανένα κακό με το αυτοκίνητο στο δρόμο. Γυρίζει τότε η Κένεντι και με το αφοπλιστικό της χαμόγελο του λέει:
-Μα, μεγαλειότατε, θα ήθελα πολύ να πάω με το διάδοχο να γνωρίσω την Αθήνα!
”Τι να πει και ο πατέρας μου. Δεν μπορούσε πια να της το αρνηθεί. Μπήκαμε λοιπόν στο αυτοκίνητο, φόρεσα την τραγιάσκα μου, πάτησα γκάζι και έφυγα. Οδήγησα για κάποιες εκατοντάδες μέτρα με μεγάλη ταχύτητα, μετά από λίγο όμως σταμάτησα για να περιμένω την ασφάλεια που συνόδευε την Κένεντι. Η Κένεντι βέβαια φάνηκε να απολαμβάνει την ταχύτητα. “Μα γιατί σταμάτησες;” με ρώτησε απογοητευμένη. (….)
Ο Κένεντι πάντως ήθελε να με παντρέψει με την κόρη του. Τουλάχιστον έτσι μου είχε πει η Αμαλία Μεγαπάνου”.
Ο πατέρας του Κωνσταντίνου Παύλος Α΄ πέθανε στις 6 Μαρτίου του 1964, και ο Κωνσταντίνος τον διαδέχτηκε ως Βασιλεύς των Ελλήνων .
Ζητώντας το χέρι της Άννας Μαρίας από τον πατέρα της βασιλιά Φρειδερίκο:
”Μεγαλειότατε, θα μπορούσα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως; Θέλω να παντρευτώ την πριγκίπισσα Άννα Μαρία. Ζητώ το χέρι της κόρης σας.
-“Έλα μαζί μου” μου είπε.
Ο βασιλιάς Φρειδερίκος με τράβηξε από το χέρι, άνοιξε την πόρτα ενός μικρού σκοτεινού δωματίου και αφού με έβαλε μέσα κλείδωσε και έφυγε. Σαστισμένος, άρχισα να ψάχνω με την αφή ελπίζοντας να βρω κάποιο διακόπτη. Όταν τον βρήκα, διαπίστωσα ότι με είχε κλειδώσει στην τουαλέτα του γραφείου του. Όπως μου εξήγησε αργότερα, με είχε αφήσει εκεί κλειδωμένο για να μιλήσει με τη σύζυγό του.
“Τώρα δύο πράγματα μπορείς να κάνεις και να τα κάνεις γρήγορα” του είπε εκείνη.
“Το πρώτο είναι να ξεκλειδώσεις τον άνθρωπο και το δεύτερο είναι να πας να ζητήσεις να μας σερβίρουν σαμπάνια”.
Η πρόταση γάμου έγινε το καλοκαίρι του 1962.
“Για να είμαι ειλικρινής, δεν της το ζήτησα ακριβώς. Δεν τη ρώτησα αν θέλει να γίνει γυναίκα μου. Άρχισα να της μιλάω για το πώς θα ζούσαμε στην Ελλάδα ως παντρεμένοι. Ήταν τέτοιο το πάθος μου, που χωρίς ίσως να το καταλάβω της μιλούσα σα να είχε δεδομένη τη θετική της απάντηση. Ευτυχώς δε με διέψευσε”.
“Δύο μεγάλες στιγμές χαρά ένιωσα στη ζωή μου, πέρα από τις γεννήσεις των παιδιών μας. Εκείνο το ναι και το άκουσμα του εθνικού μας ύμνου όταν στο στήθος μου κρεμόταν το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο”.
Με την Άννα Μαρία θα αποκτούσαν τέσσερα παιδιά: Το πρώτο τους παιδί, η Πριγκίπισσα Αλεξία, γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου του 1965 στο Μόν Ρεπό στην Κέρκυρα – το ίδιο σπίτι όπου είχε γεννηθεί και ο Δούκας του Εδιμβούργου το 1921. Ο Διάδοχος Παύλος γεννήθηκε στις 20 Μαΐου του 1967, ο Πρίγκιπας Νικόλαος την 1η Οκτωβρίου του 1969, η Πριγκίπισσα Θεοδώρα στις 9 Ιουνίου του 1983 και ο Πρίγκιπας Φίλιππος στις 26 Απριλίου του 1986.
Για την υπόθεση Λαμπράκη ο Κωνσταντίνος καταθέτει στις σελίδες των απομνημονευμάτων του:
“Ως προς τη δολοφονία πάντως του Λαμπράκη, πιστεύω ότι ο Καραμανλής δεν είχε καμία άμεση ευθύνη. Πιστεύω ότι δεν είχε γνώση τού τι επρόκειτο να συμβεί και από αυτή την άποψη δεν μπορεί να κατηγορηθεί. Όφειλε όμως να είχε κρατήσει μακριά και υπό έλεγχο όλους αυτούς τους σκοτεινούς ανθρώπους που, αντιθέτως, είχαν άμεση πρόσβαση έως και στο ίδιο το γραφείο του. Του το φόρτωσαν.
Και θέλοντας τελικά κι αυτός να βρει μια διέξοδο και να αποχωρήσει χωρίς να τον βαραίνει τίποτα, δεν είχε κανένα ενδοιασμό να “υποδείξει” ξεδιάντροπα και παρασκηνιακά ως υπεύθυνο τον πατέρα μου”.
Για την αρχική στάση του απέναντι στους συνταγματάρχες:
«Έπρεπε να σκεφτώ όλο αυτό το αίμα που θα χυνόταν εάν εγώ τους αντιτασσόμουν ανοιχτά”.
Για την αποτυχία του κινήματος είχε πει στον συγγραφέα Νίκο Γκατζογιάννη: “Κατάλαβα αργότερα πως όταν ξεκινάς κάτι τέτοιο, θα πρέπει να πιάσει από την πρώτη ώρα, δύο ώρες, κατ’ ανώτατο όριο, αλλιώς είναι χάσιμο χρόνου».
Θα πρέπει να το επιβάλεις με πολλή αιματοχυσία. Οι Έλληνες είχαν περάσει έναν τρομερό εμφύλιο πόλεμο και εγώ δεν επρόκειτο να τους υποβάλω ξανά σε κάτι τέτοιο”.
«Σχεδόν 50 χρόνια αφού εγκατέλειψε την Ελλάδα και καθώς οι νέοι Έλληνες αναζητούν απεγνωσμένα τρόπους για να πάνε οπουδήποτε αλλού για να βρουν δουλειά, ο Κωνσταντίνος, όχι νέος πλέον, επέλεξε να επιστρέψει στην πατρίδα του, επενδύοντας μεγάλα ποσά σε ένα νέο σπίτι για τα υπόλοιπα χρόνια του και ζει ως κοινός θνητός.» είχε γράψει ο Νίκος Γκατζογιάννης το 2015 σε ένα μεγάλο αφιέρωμα του περιοδικού Town and Country στον Κωνσταντίνο που εν μέσω της μεγάλης οικονομικής κρίσης της Ελλάδας είχε επιλέξει να εγκατασταθεί μόνιμα στη χώρα όπου γεννήθηκε.
«Δεν είναι ότι η ζωή στην εξορία δεν του έδωσε χαρές. Ο Κωνσταντίνος έχει διαπρέψει επί δεκαετίες στην κορυφή της διεθνούς κοινωνίας, έχοντας στενές φιλικές σχέσεις με τους βασιλείς της Ευρώπης (οι περισσότεροι από αυτούς είναι συγγενείς του).
Το 1986, για να γιορτάσει τα 40ά γενέθλια της βασίλισσας Άννας Μαρίας, ο Κωνσταντίνος παρέθεσε δεξίωση στο ξενοδοχείο Claridges του Λονδίνου στην οποία ήταν προσκεκλημένοι η βασίλισσα Ελισάβετ και ο πρίγκιπας Φίλιππος -ξάδελφος του Κωνσταντίνου-, μαζί με τον πρίγκιπα Κάρολο και την πριγκίπισσα Νταϊάνα, ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος της Ισπανίας και η σύζυγός του, Βασίλισσα Σοφία (αδελφή του Κωνσταντίνου), η βασίλισσα Μαργαρίτα της Δανίας (κουνιάδα του) και σχεδόν όλοι οι άλλοι βασιλείς της Ευρώπης. Η λαμπερή ομήγυρη χόρεψε υπό τους ήχους της ορχήστρας του Lester Lanin μέχρι την αυγή, οπότε και σερβιρίστηκε το πρωινό.
Όταν ο Κωνσταντίνος είχε γίνει 60 ετών, το 2000, ο πρίγκιπας Κάρολος παρέθεσε ένα γκαλά στο σπίτι του στο Highgrove. Ήταν με την ευκαιρία αυτή που η βασίλισσα Ελισάβετ και η Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς είχαν την πρώτη τους ιδιωτική συνομιλία.
Έτσι, το ερώτημα πρέπει να τεθεί: Γιατί, κατά την περίοδο της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης, o βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε να επιστρέψει ως κοινός θνητός στην Ελλάδα, στη χώρα που του αφαίρεσε το στέμμα του και την υπηκοότητα;
“Είναι ένα μυστήριο για μας” είχε πει στον Νίκο Γκατζογιάνννη ο Ντίνο Αναγνωστόπουλος, διά βίου φίλος του βασιλιά και πρώην συμμαθητής του. “Δεν καταλαβαίνω πώς ένας άνθρωπος που ξέρει όλους τους σημαντικούς ανθρώπους του κόσμου θα επέλεγε να πάει πίσω στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα τώρα, όταν η χώρα περνάει τέτοιες δύσκολες εποχές”. Ο ίδιος θεωρούσε ί ότι η απόφαση του φίλου του να επιστρέψει στην Ελλάδα, τελικά, έχει να κάνει με το ότι “θέλει να τερματίσει τη ζωή του εκεί όπου ξεκίνησε αυτό. Ο Κωνσταντίνος είναι πιο ευτυχισμένος όταν είναι εδώ”.,
Ο Κωνσταντίνος είχε εκμυστηρευθεί τότε στον Γκατζογιάννη πως είχε ήδη αποφασίσει πού θα ταφεί: στο βασιλικό νεκροταφείο του Τατοΐου. “Στην οικογένειά μου δεν αρέσει όταν μιλάω γι ‘αυτό, αλλά έχω επιλέξει το σημείο… το μέρος όπου βρίσκονται οι τάφοι κάτω από τα δέντρα, πιο κάτω και λίγο προς τα αριστερά του πατέρα μου, στραμμένοι προς τη θάλασσα…”.
Photo: Getty Images/Ideal Image