Η Ασπασία Μάνου χωρίς βασιλική καταγωγή υπήρξε η σύζυγος του βασιλιά Αλέξανδρου της Ελλάδας (1 Αυγούστου 1893 – 12 Οκτωβρίου 1920).
Ο Αλέξανδρος βρέθηκε στον ελληνικό θρόνο διαδεχόμενος τον έκπτωτο πατέρα του βασιλιά Κωνσταντίνο αν και ήταν δεύτερος στη διαδοχή του θρόνου, πίσω από τον αδερφό του, Γεώργιο Β’.
Ο Αλέξανδρος πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Βασιλικό Παλάτι στην Αθήνα και στο Τατόι. Συνόδευε τους γονείς του σε πολλά ταξίδια στο εξωτερικό και επισκεπτόταν τακτικά το κάστρο Kronberg, το σπίτι της γιαγιάς του Βικτώρια της Αγγλίας, η οποία έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για τον Έλληνα εγγονό της.
Ήταν εξωστρεφής και άτακτος. Λέγεται ότι κάπνιζε τσιγάρα, έβαλε φωτιά στην αίθουσα παιχνιδιών του παλατιού και μια φορά έχασε τον έλεγχο του καροτσιού στο οποίο βρισκόταν ο μικρότερος αδερφός του Παύλος
Eν μέσω του Εθνικού Διχασμού, της διαμάχης δηλαδή μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και του βασιλία Κωνσταντίνου για το αν η Ελλάδα θα συμμετείχε τελικά στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο bασιλιάς Κωνσταντίνος και ο πρωτότοκος γιος του και διάδοχος Γεώργιος εξορίζονται στην Ιταλία και συναινούν στο να αναλάβει τον θρόνο ο 24χρονος πρίγκιπας Αλέξανδρος, λύση η οποία βρίσκει σύμφωνο και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος σχηματίζει κυβέρνηση.
Κι ενώ η πολιτική σκακιέρα θυμίζει θρίλερ ο βασιλιάς Αλέξανδρος στο σπίτι του σταυλάρχη Θεόδωρος Υψηλάντη γνωρίζει την Ασπασία Μάνου, που μόλις είχε γυρίσει από την Ελβετία, όπου σπούδαζε και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Γνώριζε την Ασπασία από παιδί, αλλά πια μπροστά του είχε μια γυναίκα με ευρωπαϊκό αέρα.
Οι έρωτες και φυσικά οι γάμοι των royals με κοινούς θνητούς εκείνη την εποχή ήταν κάτι περισσότερο από απαγορευμένοι.
Φυσικά η Ασπασία Μάνου δεν ήταν μια εντελώς κοινή θνητή. Γεννήθηκε στο Τατόι στις 4 Σεπτεμβρίου 1896 και ήταν κόρη του Πέτρου Μάνου, υπασπιστή του βασιλιά Κωνσταντίνου και της Μαρίας Αργυροπούλου, εγγονής του Περικλή Αργυρόπουλου. Η οικογένεια της Ασπασίας είχε τίτλους που την κατέτασσαν στην τότε αριστοκρατία. Και από τις δύο πλευρές είχε ρίζες Φαναριώτικες (με απώτερη καταγωγή από την Καστοριά της Μακεδονίας), που έφθαναν μέχρι τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Όταν ο Αλέξανδρος επικοινωνεί στην ελληνική βασιλική οικογένεια την πρόθεση του να την παντρευτεί βρίσκει μεγάλη αντίσταση.
Η βασίλισσα Σοφία από την εξορία του γράφει: “Αυτό το πλήγμα δεν θα το καταφέρης εναντίον του πατρός σου, του οποίου η υγεία είναι επισφαλής”.
Αν και ο γάμος του βασιλιά με μια Ελληνίδα έδωσε την ευκαιρία να εξελληνιστεί η βασιλική οικογένεια και να καταπολεμηθεί η κριτική ότι ήταν ξένη, τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και ο Βενιζέλος ήταν κατά αυτού του γάμου. Ο δεύτερος φοβόταν ότι αυτό θα έδινε στον Αλέξανδρο τα μέσα να επικοινωνήσει με τους εξόριστους συγγενείς του μέσω του συνταγματάρχη Μάνου. Γενικά πάντως και οι δύο πλευρές δεν ήταν ικανοποιημένες με το να παντρευτεί ο βασιλιάς μία κοινή.
Τελικά, τον Νοέμβριο του 1919 ο βασιλιάς Αλέξανδρος παντρεύεται την Ασπασία Μάνου, κόρη του Συνταγματάρχη της Χωροφυλακής Πέτρου Μάνου. Η τελετή δεν θυμίζει σε τιπότα γάμο βασιλικό. Ούτε πλήθος λαού, ούτε άλογα, ούτε άμαξες, ούτε ημίψυλα. Μόνοι παρόντες ο ιερέας που τελεί το μυστήριο και ο συγγραφέας και στενός φίλος του Βασιλιά Αλέξανδρου, Χρήστος Ζαλοκώστας.
Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας έπρεπε, σύμφωνα με το σύνταγμα, να λάβουν άδεια από τον κυρίαρχο ή τον ηγέτη της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για να παντρευτούν. Έτσι ο Αλέξανδρος προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο παντρεύοντας την Ασπασία χωρίς την άδεια του αρχιεπισκόπου.
Υπό τον όρο άκρας μυστικότητας, ο Βενιζέλος επέτρεψε στην Ασπασία και τη μητέρα της να μετακομίσουν στο Βασιλικό Παλάτι, παρόλο που δεν ενέκρινε το γάμο. Ωστόσο, πληροφορίες διέρρευσαν και η Ασπασία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα για να γλιτώσει τη δημόσια διαπόμπευση. Πήγε στη Ρώμη και μετά στο Παρίσι, όπου επετράπη στον Αλέξανδρο να τη συναντήσει έξι μήνες αργότερα, υπό τον όρο ότι οι δυο τους δεν θα παρευρίσκονταν μαζί σε δημόσιες εμφανίσεις.
Στα μέσα του 1920, η κυβέρνηση επέτρεψε στο ζευγάρι να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο γάμος νομιμοποιήθηκε, ωστόσο η Ασπασία δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως βασίλισσα, αλλά έγινε γνωστή ως «Μαντάμ Μάνου». Αρχικά έμεινε στο σπίτι της αδερφής της στην Αθήνα και αργότερα μετακόμισε στο Τατόι, όπου έμεινε έγκυος στην κόρη του Αλέξανδρου.
Η κόρη του πριγκίπισσα Αλεξάνδρα η οποία γεννήθηκε μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου παντρεύτηκε τον βασιλιά Πέτρο Β΄ της Γιουγκοσλαβίας το 1944 στο Λονδίνο και απέκτησε έναν γιο, τον πρίγκιπα Διάδοχο Αλέξανδρο Β΄ Καραγεώργεβιτς.
Ο Αλέξανδρος τραυματίστηκε στις 2 Οκτωβρίου 1920 ενώ περπατούσε στους χώρους του Παλατιού του Τατοΐου. Μία μαϊμού τον δάγκωσε στο πόδι και στο χέρι με αποτέλεσμα να προσβληθεί και να πεθάνει από τον το βακτήριο του στρεπτόκοκκου, σε ηλικία μόλις 27 ετών.
Οι γονείς του Αλέξανδρου δεν αποδέχθηκαν ποτέ όχι μόνο τον γάμο του γιου τους με τη Μάνου αλλά ούτε και το ότι υπήρξε βασιλιάς.
Το αμάρτημά του, πέρα από τον γάμο του με μια κοινή θνητή ήταν ότι συνεργάστηκε με τον «σατανά» Ελευθέριο Βενιζέλο. Έτσι για τη βασιλική οικογένεια ο Αλέξανδρος δεν υπήρξε τίποτε περισσότερο από τοποτηρητής του θρόνου, γι’ αυτό και στο μνήμα του στο Τατόι, δεν αγαγράφεται η λέξη βασιλεύς, αλλά η λέξη βασιλόπαις (παιδί βασιλιά).
Η Ασπασία και η κόρη της παραγκωνίστηκαν από όλους. Με την επιβολή της Δικτατορίας το 1967, έφυγε μαζί με τη κόρη της και έζησε στην Ιταλία και την Αγγλία.
Πέθανε νοσηλευόμενη στο Λίντο της Βενετίας στις 7 Αυγούστου 1972. Αρχικά ετάφη στο Ελληνικό Νεκροταφείο της Βενετίας. Τα οστά της, μαζί με αυτά της κόρης της Αλεξάνδρας, μεταφέρθηκαν και ενταφιάστηκαν στο Βασιλικό Κοιμητήριο Τατοΐου, το 1993, από τον εγγονό της, πρίγκιπα διάδοχο της Σερβίας, Αλέξανδρο Β΄ (Καραγεώργεβιτς).