Τρία πρόσωπα. Τρείς ηθοποιοί. Ένα αιμομικτικό τρίο σε γεύμα ανάμεσα σε βαριά οικογενειακά πορτραίτα. Μία κωμικοτραγική ιεροτελεστία. Σαν χορωδία σε ένα κελί από παράφρονες, τρία αδέλφια αποπειρώνται ενάντια στην αφασία, στην παράλυσή τους, στο μηδενισμό, με όπλο τον μηδενισμό.
Ο Λούντβιχ, τρόφιμος σε μια κλινική για πνευματικά διαταραγμένους ασθενείς, επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι όπου από πάντα κατοικείται από τις δύο αδερφές του, ηθοποιούς. Μπορούν να παίζουν στο θέατρο όποτε το επιθυμούν μιας και το πενηνταένα τοις εκατό του συγκεκριμένου θεάτρου τους ανήκει. Έτσι ξεκινάει το έργο. Και εκτυλίσσεται πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από ένα γεύμα όπου προσπαθούν να επικοινωνήσουν με παροιμιώδη ανικανότητα.
Ένα ασφυκτικός χώρος μαρτυρά το βαρύ παρελθόν, υψηλή τέχνη και διανόηση ανάμεσα σε κλασική μουσική, πίνακες προγόνων και μαθηματικούς ορισμούς. Τρία πρόσωπα που πιάστηκαν στον ιστό ενός κληρονομημένου ανταγωνισμού.
Με υπερβολή που αγγίζει το γκροτέσκ, ο Τόμας Μπέρνχαρντ δανείζεται ένα από τα σκληρότερα εφέ του μυθιστοριογράφου Χένρυ Τζαίημς: το διφορούμενο της αθωότητας. Τα δικά του γερασμένα «παιδιά», ο Λούντβιχ, η μεγαλύτερη και η μικρότερη αδελφή του, με τέλεια υποκρισία, κρύβουν το Καθαρό Κακό που έχουν μέσα τους, ενώ, ταυτόχρονα, αντιπαραθέτουν την πραγματική, αδιάφθορη παιδική τους αθωότητα στο Αυθεντικό Κακό των «Μεγάλων», των προπατόρων τους. Θέλουν να ζήσουν, να επιβιώσουν μόνο με τον δικό τους τρόπο, ξεχνώντας την ανάγκη αποδοχής ή έστω ανοχής και του τρόπου των άλλων.
Το έργο μοιάζει να είναι μια αλληγορία για την ψευδαίσθηση. Πολιτικά, υποκινείται από την αγανάκτηση του συγγραφέα για την υποκριτική άρνηση των συμπατριωτών του Αυστριακών, να παραδεχθούν την συν-ευθύνη τους για την άνοδο του φασισμού και το αιματοκύλισμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπαρξιακά, ελατήριο δεν είναι άλλο, από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα και την αγκύλωση της ψυχής και της διάνοιας στα άρρωστα μοτίβα που κληρονομούνται από το παρελθόν. Με έναν αμφίσημο τρόπο καταγελάει την ανθρώπινη ανικανότητα να οδηγηθεί προς την πραγματική ελευθερία της βούλησης, την ελευθερία που ανοίγει δρόμους για τη συμβιωτική συνύπαρξη.