Την Τρίτη 9 Ιουλίου το Ecali Club διοργάνωσε μια βραδιά προς τιμήν της γλύπτριας Αλεξάνδρας Αθανασιάδη. Αφορμή υπήρξε η προβολή του ντοκιμαντέρ «Θραύσματα – Αλεξάνδρα Αθανασιάδη» της σκηνοθέτιδας Μαριάννας Οικονόμου σε παραγωγή της Marni Films. Πριν την προβολή της ταινίας έγιναν σύντομες ομιλίες από τη Μαριάννα Οικονόμου, σκηνοθέτιδα του ντοκιμαντέρ, τον Τάκη Μαυρωτά, ιστορικό τέχνης και Διευθυντή Εικαστικού Προγράμματος του Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών Β. & Μ. Θεοχαράκη, την ίδια τη γλύπτρια, Αλεξάνδρα Αθανασιάδη και τον Ράλλη Κυράνη, Υπεύθυνο Λειτουργίας και Μελών του Ecali Club.
Ο Ράλλης Κυράνης, εκ μέρους του Ecali Club, σημείωσε: «Η οικογένεια Αθανασιάδη είναι από τις πρώτες συνδρομές που έγιναν στο Ecali Club και έκτοτε παραμένει Μέλος αδιάλειπτα, γεγονός πολύ τιμητικό για το Club. Είμαστε, επιπλέον, πολύ χαρούμενοι που ένα κομμάτι του ντοκιμαντέρ που προβάλουμε απόψε, γυρίστηκε στο Ecali Club, καταδεικνύοντας την ξεχωριστή θέση που έχει στην καρδιά της Αλεξάνδρας Αθανασιάδη.»
Λίγα λόγια για την Αλεξάνδρα Αθανασιάδη:
Η Αλεξάνδρα Αθανασιάδη γεννήθηκε το 1961 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Οι ανώτερες σπουδές της ξεκίνησαν το 1978 στο Franklin College του Λουγκάνο. Το 1979 έγινε δεκτή στο Ruskin School of Drawing and Fine Art του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, από όπου αποφοίτησε το 1982 με διάκριση και πτυχίο Bachelor of Fine Arts στη γλυπτική και τη χαρακτική. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Columbia University της Νέας Υόρκης και το 1984 έλαβε από εκεί πτυχίο Master of Fine Arts στη γλυπτική. Ασχολήθηκε επίσης με τη σκηνογραφία στη Νέα Υόρκη και την Αθήνα. Έργα της βρίσκονται σε σημαντικές συλλογές ανά τον κόσμο. Από το 1984 μέχρι σήμερα έχει παρουσιάσει έργα της σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΑΚΗ ΜΑΥΡΩΤΑ
Ο Fernando Botero έχει πει για την Αλεξάνδρα Αθανασιάδη: «Ένας καλλιτέχνης πρέπει να έχει ρίζες αν θέλει η δουλειά του να έχει ισχύ, κύρος και τιμιότητα. Η ίδια γνωρίζει σε βάθος την αρχαία ελληνική γλυπτική και τις απαράβατες αρχές τις οποίες οφείλει να ακολουθεί για να υπηρετήσει τη μεγάλη τέχνη της γλυπτικής. Στην αρχαία Ελλάδα εξάλλου η τέχνη, ο μύθος και η θρησκεία αποτελούσαν την γλώσσα του πνεύματος. Και σε αυτή τη χώρα είχε το προνόμιο να γεννηθεί και να εργάζεται έχοντας κοντά της τα περίφημα κυκλαδικά ειδώλια, τον κούρο της Βολομάνδρας ή τις μορφές από την αρματοδρομία του Πέλοπος και του Οινομάου πλουτίζοντας δυναμικά τη δουλειά της με το δικό της τρόπο από τη σοφία των προγόνων της.» Η Αλεξάνδρα Αθανασιάδη είναι η γλύπτρια του ορατού κόσμου της δύναμης της μνήμης και της φαντασίας.Το έργο της, πολύμορφο και ενιαίο εκφράζει τον βηματισμό της το χθες και το αύριο. Η σχέση της με την αρχαιότητα είναι προφανής αφού άλογα και θώρακες ορίζουν τις θεματικές της επιλογές περίπου τα τελευταία τριάντα χρόνια της δημιουργικής της δράσης στο χώρο της γλυπτικής αλλά και της χαρακτικής. Τα έργα της αναπτύσσονται κυρίως σε αυτούς τους δύο θεματικούς άξονες τουαλόγου και του θώρακος ως αδιάλειπτη συνέχεια των γλυπτικών της καταθέσεων. Τα έργα της υπάρχουν στο χώρο σαν μια γλυπτική του όγκου, μια γλυπτική της γραμμής, μια εκφραστική δύναμή της ζωτικότητας. Δεν πρόκειται για κομψοτεχνήματα – με την κλασική έννοια της λέξης- αλλά για αδρές γλυπτικές μορφές ενός πραγματικού κόσμου, ο οποίος αναζητά την αυτογνωσία του ανάμεσα στην ευθύνη και στην ενοχή των ανθρώπων.
Η Αλεξάνδρα Αθανασιάδη γεννήθηκε το 1961 στην Αθήνα, όπου και εξακολουθεί να ζει και να εργάζεται. Οι ανώτερες σπουδές της ξεκίνησαν το 1978 στο Franklin College του Λουγκάνο. Το 1979 έγινε δεκτή στο Ruskin School of Drawing and Fine Art του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, από όπου αποφοίτησε το 1982 με διάκριση και πτυχίο Bachelor of Fine Arts στη γλυπτική και τη χαρακτική. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Columbia University της Νέας Υόρκης και το 1984 έλαβε από εκεί πτυχίο Master of Fine Arts στη γλυπτική. Ασχολήθηκε, επίσης, με τη σκηνογραφία στη Νέα Υόρκη και στην Αθήνα. Από το 1984 μέχρι σήμερα έχει κάνει πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις όπως το 1999 στην πινακοθήκη Πιερίδη και το 2009 στο μουσείο Μπενάκη που είχα την χαρά να επιμεληθώ τις δύο αυτές σημαντικές της εκθέσεις οι οποίες αναντίρρητα αποκάλυψαν το προσωπικό μορφοπλαστικό της ύφος. Στη συνέχεια εξέθεσε στο Ευρωπαϊκό πολιτιστικό κέντρο Δελφών, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και στη Γεννάδιο βιβλιοθήκη με την παρότρυνση της αείμνηστης φίλης μας, Ειρήνης Μοσκαχλαϊδή που η ανιδιοτέλεια και η αγάπη της για την τέχνη παραμένει για όλους μας αξία ζωής. Η Αθανασιάδη επιδιώκει έναν άνισο διάλογο ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα, στη ζωή και στον θάνατο. Τα φθαρτά παλιά ξύλα, γνώριμο εκφραστικό της υλικό από την αρχή της καλλιτεχνικής της πορείας, κουβαλούν τη φθορά του χρόνου και την πνοή της μνήμης. Το τραχύ και ζεστό υλικό του ξύλου της παρέχει τη δυνατότητα για μεγαλύτερη απλότητα και τον δρόμο προς τη στιβαρότητα του αρχέγονου. Αρνείται συνειδητά την πιστή ρεαλιστική απόδοση και οδηγείται σε σχηματικές φόρμες με ελαφρές οργανικές παραμορφωτικές διατυπώσεις. Ο
Constantin Brancusi ένας από τους κορυφαίους γλύπτες του 20ου αιώνα υποστήριζε ότι η τέχνη της ξυλογλυπτικής «ξαναδίνει ψυχή στην ύλη». Πράγματι, οι αφρικανικές, για παράδειγμα, μάσκες αποτέλεσαν σημεία αναφοράς και πηγές έμπνευσης κορυφαίων εκφραστών της μοντέρνας τέχνης, θεμελιώνοντας με τις δημιουργίες τους την πρωτοποριακή αισθητική του 20ου αιώνα. Η τέχνη επιθυμεί να μας αποκαλύπτει μόνον τον εαυτό της. Εκείνο που βασανιστικά απασχολεί την Αθανασιάδη είναι η στερεότητα, η δομή, οι αναλογίες, η ισορροπία των όγκων, η εναρμόνιση του έργου της στον χώρο και η ενότητα μορφής και υλικού. Σέβεται τη φύση, την αστείρευτη πηγή της δημιουργικής της πνοής, κάτι που αμέσως φαίνεται από τη χρήση των υλικών της, που μας παραπέμπουν στις απαρχές της ζωής. Τα έργα της έχεις την αίσθηση ότι βασίζονται σε αρχέγονες δυνάμεις και προκαλούν κάποιο αίσθημα βαθιάς ανησυχίας, αν σταθούμε στην εμμονή της στην αντιπαράθεση του κενού με το πλήρες , στις «τρύπιες» φόρμες της και στην επιθυμία της να ελαφρύνει το βάρος της ύλης.
Τα τελευταία χρόνια δουλεύει με τον ορείχαλκο, το δύσκολο αυτό υλικό της άφθαρτης τέχνης και των απρόσμενων πολλές συμπεριφορών του χυτηρίου. Στα μνημειακά διαστάσεων γλυπτά της επιχειρεί να αφαιρέσει καθετί στατικό, βαρύ και συμπαγές , εστιάζοντας την προσοχή της στη σχεδιαστική οξύτητα του περιγράμματος. Έτσι, το έργο της επιβάλλεται στον χώρο μέσα από τη σχέση του κενού με το πλήρες. Ο κόσμος της, μικρός ή μέγας, ορίζεται μέσα από τις αντιθέσεις της. Και αυτός ίσως είναι ο ην, ο ων και ο ερχόμενος. Η απλότητα και το μέτρο διαποτίζουν τη δουλειά της σε μια εποχή ανατρεπτική και βίαιη, αποκαλύπτοντας μια γλυπτική πρόταση με φρίγος, ενταγμένη με περίσσια προσοχή στον χώρο. Η γλύπτρια , παθιασμένη οπαδός της οργανικής αφαίρεσης, εργάζεται απευθείας πάνω στην ύλη, εκφράζοντας με καθαρότητα το όραμα της, χωρίς να επηρεάζεται από τυχαία φυσικά φαινόμενα. Με τη σμίλη της λαξεύει πάνω στις επιφάνειες των ξύλων, θαρρείς με την πεποίθηση ότι οι βαθιές χαραγματιές κρύβουν τα δικά τους μυστικά. Η ίδια εξάλλου εμπνέεται από την ορατή πραγματικότητα, προσεγγίζοντας τη με τα μέσα της τέχνης της. Η Αθανασιάδη επίμονα ερευνά τις μορφές της εκ των ένδον ,αναλύει στοχαστικά τη φόρμα της μορφής και αποδίδει το περίγραμμά της τονίζοντας την «εν δυνάμει» κίνησή της. Ξεκινάει πάντα από την πολύχρονη παρατήρηση και αποδίδει τη μορφή κρατώντας μόνο εκείνα τα στοιχεία που μας παραπέμπουν στη μορφική αναγνώριση. Όπως για παράδειγμα η ορμή των αλόγων της δείχνει ότι κινούνται με άνεση και ελευθερία στο χώρο. Οι φιγούρες τους συναρμόζουν το πνεύμα και την ύλη , το ορατό και το αόρατο, το συμπαγές και το κενό. Οι άχρονες δυνάμεις της ζωής και του θανάτου θαρρείς ότι έχουν φωλιάσει στα άλογα και τους θώρακές της γιατί έχεις την αίσθηση ότι κουβαλούν ιδέες , συναισθήματα και ψυχικές καταστάσεις. Ο δυναμισμός των γλυπτών της ενότητας «Θώρακες» έχεις την αίσθηση ότι είναι δωρικός ως προς τη δομή και τη συγκρότησή του. Οι άξονες της φόρμας είναι μέρη της ίδιας της μορφής και της δομικής τους άρθρωσης.
Οι πλαστικές της λύσεις ταυτίζονται με τις χωροταξικές της μελέτες. «Ένα χώρο που ανακαλύπτεται, αφού δημιουργώ ένα κέλυφος που περιβάλλει μέσα του κενό» διευκρινίζει η Αθανασιάδη «έτσι επικεντρώνομαι στο εσωτερικό, το ευάλωτο, στο προσωπικό που παλαιότερα ήταν κρυμμένο και προστατευμένο. Στόχος μου είναι το εσωτερικό, το μέσα, που ξεπερνά με την παρουσία του τα όρια του γλυπτού». Το πάθος της για την απλότητα αποτελεί κυρίαρχο γνώρισμα της δουλειάς της από το 1984 έως και σήμερα. Καθώς επίσης και οι έκδηλες ή κρυφές της διαπλοκές με την αρχαία ελληνική τέχνη παρά τη συνείδησή της απομάκρυνση από το αρχαίο κλέος που την φέρνει στη γραμμική απόδοση της φόρμας. Η γραμμή και το λύγισμά της αγκαλιάζει το κενό, τονίζει τη διαγραφή της μορφής και ενδυναμώνει την αίσθηση μιας εσωτερικής ευκινησίας. Η φόρμα δεν αναπτύσσεται αυθαίρετα αλλά αυτόνομα, έτσι ώστε το κενό να λειτουργήσει ως ενεργό πλαστικό στοιχείο. Θα ήταν παράλειψη όμως να μην αναφερθώ στη βαθιά της σχέση με την ποίηση με τον Κωνσταντίνο Καβάφη και τον Γιώργο Σεφέρη και την παρουσίαση σημαντικών της έργων στις αφιερωματικές αυτές εκθέσεις που έγιναν στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη και στο Τελλόγλειο Ίδρυμα τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η ίδια γνωρίζει καλά ότι η μοίρα μας βρίσκεται στα χέρια μας και κατ’ επέκταση ο παράδεισος και η κόλαση που θα έχουμε δίπλα μας. Τολμηρή και θαρραλέα σε όλη της τη ζωή της τιμά τη μνήμη του αγαπημένου της πατέρα και αναζητά τις δικές της αλήθειες μέσα από την ποίηση και την τέχνη συνειδητοποιώντας ότι οι νόμοι της τέχνης είναι και νόμοι της ζωής. Οι άνθρωποι πάντα χρειάζονται την τέχνη, την άλλη έκφραση της αλήθειας του κόσμου μας. Η Ελένη Αρβελέρ για το έργο της Αθανασιάδη επισημαίνει: «καταλαβαίνω τη γλυπτική προσπάθεια της Αλεξάνδρας Αθανασιάδη της ελληνικότερης θα έλεγα εκπροσώπου της γενιάς της στον τόπο όπου ο άνθρωπος πασχίζει χρόνια δουλεύοντας με τη σμίλη για να δημιουργήσει το τέλειο σώμα, ο μόχθος αρχίζει θα έλεγε κανείς από το αινιγματικό χαμόγελο του κούρου και καταλήγει στην τέλεια πραξιτέλεια πλαστική διάπλαση που κατακλύζει σήμερα το Λούβρο.. Είμαι βέβαιη ότι έργα σαν αυτά της Αλεξάνδρας Αθανασιάδη γρήγορα θα βρουν εκεί την αρμόζουσα θέση».
Η Αθανασιάδη με την άγρυπνη ψυχή και την αμείωτη εκφραστική της πνοή παρατηρεί τον κόσμο μας χωρίς καμία διάθεση εξιδανίκευσης, σαν να επιθυμεί να στερεώσει το άυλο, την ιδέα και το αίσθημα στο γλυπτικό της κόσμο. Πεισματικά αρνείται την αταξία του χάους και στρέφει την προσοχή της στη φύση, παραδίδοντάς μας γλυπτά στο φως του μέτρου και του ρυθμού. Για το πολύτροπο έργο της θα μπορούσα να σας μιλάω για ώρα πολύ, αλλά επειδή ο χρόνος είναι περιορισμένος αφού πρώτα ευχαριστήσω το Εκάλη Club για την άψογη σημερινή εκδήλωση και τους αγαπημένους μου φίλους Ελένη Αθανασιάδη και Δημήτρη Σωτηρίου που μαζί εδώ και τριάντα χρόνια μοιραζόμαστε την ίδια χαρά για την αισθητική κορύφωση της γλυπτικής της Αλεξάνδρας σας αφήνω στην μαγεία της υπέροχης δουλειάς της Μαριάννας Οικονόμου που μας υπογραμμίζει ότι στη ζωή μας αξίζει τον πρώτο λόγο να έχει η τέχνη. Σας ευχαριστώ πολύ.
Φωτογραφίες: Studio Panoulis