Η θλιβερή είδηση του φευγιού της ήρθε από τα social media της πολυαγαπημένης της κόρης Ειρήνης που ανακοίνωσε τον θάνατο της Νίτσας Σαπουτζή χθες βράδυ, σκορπίζοντας θλίψη σε όσους είχαν γνωρίσει την βασίλισσα της “Renata”.
Η κυρία Νίτσα ήταν ένας χείμαρρος: Την θυμάμαι σαν τώρα να διηγείται τη ζωή της για το Life&Style, ένα απόγευμα του 2007 στη θρυλική μπουτίκ «Renata» στο Κολωνάκι, στο κατάστημα που έγραψε ιστορία στην Ελληνική μόδα και society και από όπου πέρασαν όλοι: Από την Μαριάννα Λάτση και την Αλίκη Βουγιουκλάκη μέχρι την Μαίρη Πεσκετζή και την Έλενα Παπαρίζου. H Nίτσα Σαπουτζή ήταν η πρώτη που έφερε τους μεγάλους νέους σχεδιαστές στην Αθήνα και έντυνε όλες τις κυρίες της καλής κοινωνίας, αλλά και τις μεγαλύτερες σταρ τη δεκαετία του 80 και του 90, με Valentino, Versace και Donna Karan.
Ήταν επίσης η Βίβλος του Κολωνακίου γνωρίζοντας όχι μόνο τους πάντες αλλά και τα πάντα για αυτούς. Όλοι την αγαπούσαν: Είχε μοναδικό χιούμορ και αμεσότητα, ήταν ειλικρινής, γενναιόδωρη αλλά και εκρηκτική. Και φυσικά είχε μοναδικό «μάτι» για τη μόδα και το στυλ, ήξερε τι πηγαίνει σε κάθε μια από τις διάσημες πελάτισσές της και φρόντιζε να το εξασφαλίζει για χάρη τους. Ήταν επίσης μια παθιασμένη μητέρα και γιαγιά. Ένας άνθρωπος ξεχωριστός που ξεκίνησε από το μηδέν, και ξεπέρασε μεγάλες δυσκολίες στην πορεία προς την επιτυχία:
«Το κλειδί της επιτυχίας μου ήταν νομίζω ότι ήμουν πάντα ο εαυτός μου. Δεν μπορούσα να λέω ψέματα, δεν τρόμαξα να πω την καταγωγή μου. Ακούω ανθρώπους που μεγάλωσαν κοντά μου και λίγοι έχουν τη μαγκιά να πουν ναι είμαι από τον Πειραιά. Ξεκίνησα από πολύ χαμηλά και αυτό ήταν αν θέλεις και το προσόν μου.
Ο πατέρας μου ήταν εργοδηγός σε μεγάλα έργα ημητέρα μου καταπληκτική μοδίστρα με πολύ ταλέντο, αριστερών πεποιθήσεων. Ο μπαμπάς μου όμως δεξιός, ίσως για αυτό βγήκα εγώ άνθρωπος των άκρων.
Τελειώνοντας το σχολείο εργάστηκα στο λογιστήριο του Μούγερ. Μετά για δέκα χρόνια στη μεγάλη σχολή της Bettina που ήταν ξαδέλφη μου και μετά ενάμιση χρόνο στο Morel ως πωλήτρια πάντα. Άλλωστε και σήμερα πωλήτρια δηλώνω, όχι επιχειρηματίας. Αν μπορούσα να λειτουργήσω σαν έμπορος αυτή τη στιγμή θα ήταν δικό μου το μισό Κολωνάκι. Υπήρξα, είμαι και θα είμαι πωλήτρια για όσο αντέχω. Ακόμη και με μπαστουνάκι θα εκτονώνω τη γοητεία των ρούχων στις εγγονές των πελατισσών μου όπως κάνω ήδη. Δείξτε μου εσείς μια πωλήτρια που να μπορεί να εξυπηρετήσει τρεις γενιές.
Το 1979 λοιπόν κατόπιν παροτρύνσεως των πελατισσών μου με τις οποίες ήμασταν πλέον φίλες, άνοιξα το πρώτο μου κατάστημα, τη Renata φέρνοντας για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον Gianfranco Ferre, τα Genny, τα Versace, τα Complice, τα Alberta Ferretti κ.α
Εδώ κέρδισα την επώνυμη πελατεία της Αθήνας και όχι μόνο με πάρα πολλή δουλειά. Παραμένει ιστορικά meeting point για πολλούς. Να πριν από λίγες μέρες συνομιλούσαν εδώ η Βάσω Παπανδρέου και η Αλεξία Μπακογιάννη.
Με βοήθησαν το ένστικτο, το γούστο και το ταμπεραμέντο. Πρόσεχα τα πάντα: Όταν δεν υπήρχε ανταγωνισμό και όλες ψώνιζαν από μένα έκανα λίστες ποια θα φορέσει τι, ώστε να μη συμπέσει να φοράνε δύο κυρίες το ίδιο ρούχο στο ίδιο γκαλά. Μια φορά μόνο σε ένα καθιστό δείπνο της Ελένης Σαμαρά, η Μαρία Δοξιάδη και η Νατάσσα Δαφέρμου φορούσαν το ίδιο φόρεμα Genny η μία σε φούξια ή άλλη σε μπεζ και δεν το κατάλαβε ούτε η μία ούτε η άλλη γιατί ήταν φορεμένα διαφορετικά. Επεμβαίνω στα πάντα, ακόμη και στα αξεσουάρ και τα μπιζού, άλλο ένα στοιχείο της επιτυχίας μου.
Τρελαίνομαι να έχω δύσκολη αγοράστρια. Δεν μου αρέσει αν δεν κοντράρομαι, αν δεν φτάσουμε στα άκρα την ώρα της πώλησης να της λέω «όχι δεν σου πάει και δεν θα το πάρεις μόνο και μόνο επειδή είδες μια άλλη να το φοράει». Μια φορά κοντραριζόμουν με τη Μαριάννα Λάτση γιατί ήθελα να της δώσω ένα ρούχο τύπου Αρσακειάδας, μαύρο με λευκούς γιακάδες και μανσέτες συνδυασμένο όμως με ένα καταπληκτικό μίνι.
Θυμάμαι στην θεατρική πρεμιέρα που το φόρεσε με τον Νίκο Κούρκουλο εκείνος της είπε «ό,τι άλλο και να έβαζες δεν θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Δεν είσαι απλώς συγκλονιστική, είσαι εκθαμβωτικά όμορφη.» Έγινε χαμός. Με πήρε τηλέφωνο η Μαρία Παπαστάμου από τον Ζολώτα και μου είπε: «Όταν μπήκε η Μαριάννα μόνη στην αίθουσα, αυτή η φιγούρα της μπαλαρίνας με το μοναστικό από πάνω και το μίνι από κάτω χάλασε ο κόσμος. Αυτό το look ήταν τελείως Νίτσα!»
Η αλήθεια είναι ότι πάντα μου είχε μεγάλη αδυναμία η Μαριάννα αλλά εγώ της έλεγα «Είμαι αχάριστη, θέλω παραπάνω. Γνώρισε μου τον πατέρα σου! Όταν λοιπόν ήρθε ο Λάτσης για να δει την εγγονή του, του λέει «έλα να σου γνωρίσω μια φίλη μου που με ντύνει.» Με ρωτάει λοιπόν, αυτό που πάντα με ρωτούσε για να γελάσουμε, από πού κατάγομαι.
Απαντάω και γω «είμαι από τη Δραπετσώνα, έζησα στην παράγκα και αντί για πόρτα είχαμε μπερντέ». Με το που τα ακούει αυτά ο Λάτσης γυρίζει και μου λέει: «Μα για αυτό το λόγο σε έχει η κόρη μου μέσα στο σπίτι της».
Για αυτή τη γνωριμία νοιώθω δέος μέχρι σήμερα, παρ’ ότι έχω εξυπηρετήσει τους πάντες, μέχρι και τη Χριστίνα Ωνάση. Όταν πουλούσα και ανδρικά ήμουν τακτικά με τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Μαξίμου. Πάντα έλεγα ευαίσθητες και χαριτωμένες ιστορίες που αρέσανε και καθώς ήμουν υπέρμετρα φλύαρη ξεκούραζα τους άλλους.
Το 1981 άνοιξα την exclusive μπουτίκ Valentino. Πρώτη μου μεγάλη επιτυχία το σύνολο που διάλεξα για τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη. Ήταν ο πρώτος σταθμός στην απογείωση μου. Ήταν πάντα ψηλή ξανθιά, επιβλητική και χαρισματική. Την εκτιμώ πάρα πολύ.
Δούλευα με ραντεβού. Οι πελάτισσές δεν ήθελαν να τους εξυπηρετήσει άλλη.
Γιατί όλη η ιστορία δεν είναι να πουλάς το μοντελάκι όπως το έχει δείξει ο σχεδιαστής. Ο σχεδιαστής το δείχνει στη Ζιζέλ. Η επιτυχία είναι να παίρνεις μια κυρία πενήντα ή εξήντα ετών που δεν έχει το ίδιο σώμα και να καταφέρνεις με το ίδιο ρούχο να τη βγάζεις θεά.
Στο πρώτο black tie που έδωσε ο Μίνωας Κυριακού, όταν ακόμη η Αθήνα ήταν μια παρέα, θυμάμαι πάλι τις είχα ντύσει όλες και είχα κάνει λίστα ποια είχε πάρει τι για να μην συμπέσουν. Η Zωή Λάσκαρη είχε μείνει τελευταία για να ψωνίσει, γιατί είχε αυτοπεποίθηση, ό,τι και να βάλει της πηγαίνει. Μου λέει λοιπόν «ξέρω ότι έχεις ένα πολύ ωραίο άσπρο σύνολο Soprani με ασύμμετρες λεπτομέρειες και δαντέλες, αυτό θέλω».
«Μα Ζωή» της απαντάω «αυτό έχω προγραμματίσει να το βάλω εγώ, ενώ εσύ ότι και να βάλεις σου πηγαίνει.» «Ούτε να το συζητάς» μου λέει, «εγώ θα το βάλω, αλλιώς δεν ξαναπαίρνω τίποτα!». Η Ζωή είναι από τις πιο αγαπημένες μου πελάτισσες. «Θα στο δώσω» της λέω, « αλλά θα το βάλεις με αθλητικό παπούτσι όπως θα το έβαζα εγώ.» Εκείνη συνήθως προτιμούσε τις γόβες, έχει και το βάδισμα της ελαφίνας. «Ποιος σου είπε ότι δεν θα το βάλω με φλατ αθλητικό» μου λέει. «‘Έτσι θα το βάλω». Και έτσι έκλεψε την παράσταση.
Στα εγκαίνια του Helen B το 1993 η Μελίνα Μερκούρη έκανε μια από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις της. Θεωρούσε πάντα ότι της έφερνα τύχη. «Θα έρθεις μαζί μου, που έχω να μιλήσω στην παλιά σου γειτονία στον Πειραιά» μου λέει μια μέρας. Εγώ δεν ήθελα, γιατί οι περισσότερες πελάτισσές μου είναι Νέα Δημοκρατία και θα τις στενοχωρούσα, αλλά τελικά με έπεισε.
Πήγαμε λοιπόν στην Κοκκινιά και έβλεπα τον κόσμο, πολλοί από αυτούς εργάτες, ταλαιπωρημένοι να την αγκαλιάζουν, να τη ρωτούν «με θυμάσαι;» και εκείνη να τους λέει «μα βέβαια». Της ψιθύριζα λοιπόν στο αυτί για να την πειράξω, «δεν ντρέπεσαι να παραμυθιάζεις τον κόσμο και να τους λες τέτοια, ενώ φοράς το Donna Karan;»
Έχω φέρει γούρι σε πολλές πελάτισσες και φίλες, κάποιες όμως με πλήρωσαν με αχαριστία. Υπήρξε κυρία που την ντύνουν σήμερα διεθνείς σχεδιαστές έχοντας την κούκλα της στο ατελιέ τους, η οποία φορώντας ρούχα δικά μου, συγκεκριμένα ένα ρούχο Complice, έπεσε στην αγκαλιά του ανθρώπου που θα την έκανε να γράψει ιστορία. Θεωρούσε μάλιστα ότι της είχε φέρει τόσο μεγάλη τύχη, ώστε ήθελε να της βρω και το νυφικό της.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να φέρνω νέους σχεδιαστές που ανεβάζουν τον πήχη ποιοτικά. Πήγαινα κάθε δύο μήνες στη Νέα Υόρκη, καθόμουν δύο μέρες και έφευγα, κουραζόμουν πολύ. «Έλα στη Renata έχει έρθει η Αγάπη Βαρδινογιάννη, ανέβα στο Helen B, έρχεται ο Πρόεδρος για να τον εξυπηρετήσεις.» Είχα εξαντληθεί. Τότε έχτισα και το μεγαθήριο της DKNY στην Τσακάλωφ.
Πιέστηκα πολύ και όλη αυτή η κατάσταση είχε επίπτωση στην υγεία μου, χωρίς στην αρχή να το καταλάβω. Έχανα κιλά. Κατάλαβα ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα όταν μια μέρα ζήτησα να μου φτιάξουν ένα σουβλάκι και μετά δεν μπορούσα να το καταπιώ. Είχα πάθει νευρική ανορεξία. Παράλληλα λόγω της πίεσης που αισθανόμουν παρανόησα και απομάκρυνα χωρίς να το καταλάβω αξιόλογο κόσμο.
Τότε ευτυχώς παρενέβη η κόρη και ο σύζυγός μου. Και αναζήτησα θεραπεία.
Ταλαιπωρήθηκα για πολύ καιρό αλλά κάνοντας υπομονή και προσπάθεια και έχοντας την συμπαράσταση των δικών μου ανθρώπων κατάφερα με το πέρασμα του χρόνου να ξεπεράσω τα προβλήματα μου και να στέκομαι σήμερα γερά στα πόδια μου, με ψηλά το κεφάλι.
Συνεχίζω να δουλεύω σκληρά, μαθαίνω να ξεδιαλύνω το παρόν και το μέλλον, με γρήγορες και απρόβλεπτες για πολλούς αποφάσεις, καθώς η πείρα μου και η δύναμη μου, μου επιτρέπουν να στηρίζομαι γερά. Πρώτα από όλα όμως με ενδιαφέρει το παιδί μου και ο εγγονός μου…»
Διαβάστε επίσης
Η «Μάχη των Βερσαλλιών»: H ιστορία του πιο μυθικού fashion show (hellomagazine.com)
Studio 54: Oι αξέχαστες νύχτες και οι Έλληνες θαμώνες του θρυλικού club (hellomagazine.com)