Ως Νώντας, ιδιοκτήτης καμπαρέ στην Τρούμπα, ο Κώστας Ξυκομηνός έμεινε στις καρδιές του κοινού της σειράς «Άγριες Μέλισσες» και φέτος επανήλθε για να αναλάβει δράση στη Λάρισα.
Από τη Μαρία Ανδρέου
Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας στις «Άγριες μέλισσες»;
Την πρόταση μου την έκανε η casting director της σειράς, η Μιράντα Ρωσταντή, σε συνεργασία βέβαια με το σκηνοθέτη, Λευτέρη Χαρίτο. Χάρηκα πάρα πολύ που θα υποδυόμουν ένα θετικό ήρωα, μετά τον παρανοϊκό και αιμοβόρο Ονούρ Ασλάν και τις θηριωδίες που έκανε στους Πόντιους. Όταν μου έδωσαν τον Νώντα, μου είπαν «Κώστα, πιστεύουμε ότι μπορείς να τον υποστηρίξεις. Αυτός ο ρόλος είναι κομμένος και ραμμένος για σένα». Και όντως πιστεύω ότι τον πήγα εκεί που τον ήθελαν οι σεναριογράφοι Μελίνα Τσαμπάνη και Πέτρος Καλκόβαλης. Ήθελα να είναι πειστικός, όχι παραφουσκωμένος αλλά υπαρκτός, και το τηλεοπτικό κοινό τον αγάπησε.
Πώς τον «πλάσατε»;
Με τη φαντασία μου και την υποκριτική τέχνη. Έτσι τον πλησίασα. Είχα κάποιες μνήμες από τέτοιους τύπους, ανθρώπους μιας άλλης εποχής, τους οποίους και παρατηρούσα από παιδί γιατί είχαν ενδιαφέρον. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επίσης είχε για μένα η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, η μαγκιόρικη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μιλούσαν πολύ με τα χέρια τους, χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα του σώματος. Στο μεταξύ, με τον Πειραιά δεν έχω σχέση. Μεγάλωσα στην Αθήνα και η καταγωγή μου είναι από την Τήνο και τη Σάμο, ενώ οι παππούδες μου ήρθαν από τη Μικρά Ασία.
Τι σας αρέσει στον Νώντα;
Τι άλλο; Η καθαρότητα του χαρακτήρα του. Έχει ένα δικό του ηθικό κώδικα, αν και ιδιοκτήτης καμπαρέ στην Τρούμπα. Δεν θέλει τσακωμούς, καβγάδες και παρεξηγήσεις στο μαγαζί του. Τα μπερδέματα δεν του αρέσουν και τότε, στη Δρόσω και στον Τάκη Δοξαρά, είχε εξηγηθεί στα ίσα. Ο Νώντας δεν είναι σαν τους άλλους ιδιοκτήτες της Τρούμπας. Γι’ αυτό και τον αγαπούσε η Κούλα, γιατί μέσα στη νύχτα είχε αξίες. Ο Νώντας ήθελε να βγαίνει καθαρά το νυχτοκάματο, θεωρούσε τη φιλία ιερό πράγμα, ο λόγος του ήταν συμβόλαιο και δεν εκμεταλλευόταν ερωτικά τις γυναίκες του μαγαζιού. Ο Νώντας έχει μπέσα.
Τι είναι ο Νώντας για τη Δρόσω;
Αυτό που ήθελε ο ίδιος να είναι: μια πατρική φιγούρα. Να την προστατεύει σαν πατέρας. Γι’ αυτό κι έτριξε τα δόντια στον Τάκη και του είπε ότι η Δρόσω δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Οι κοπέλες που δούλευαν στο μαγαζί του ήταν αρτίστες και έκαναν παρεούλα στους πελάτες. Τις ήθελε για να μιλάνε και εκείνοι να ανοίγουν σαμπάνιες, αλλά μέχρι εκεί. Ο Νώντας είναι αυθόρμητος, σέβεται τις γυναίκες, είναι εργατικός και αγαπά τη νύχτα με ρομαντικό τρόπο. Τη Δρόσω την είδε στο μαγαζί του σαν κόρη του.
Πώς βρέθηκε φέτος στη Λάρισα;
Η χούντα –και ιστορικά αν το ψάξετε– έβαλε λουκέτο κατά την περίοδο της επταετίας σε όλα τα μαγαζιά της Τρούμπας. Όταν λοιπόν έμαθε ότι ο Κωνσταντής και ο Νικηφόρος άνοιξαν νυχτερινό κέντρο στη Λάρισα, είπε «να η ευκαιρία!» και παράλληλα σκέφτηκε ότι θα τους σταθεί πολύ χρήσιμος και θα τους προστατεύσει, γιατί τους νιώθει σαν παιδιά του. Ο Νώντας έχει εμπειρία και θέλει να τη μεταφέρει στους νεότερους. Ξέρει ότι ακόμα και με τη χούντα, η νύχτα έχει άλλους νόμους αν λαδώσεις συγκεκριμένα άτομα. Πηγαίνει ξεκάθαρος και ωραίος και γίνεται συνέταιρος με τα παιδιά. Δεν προσβάλλει κανέναν, αλλά όταν χρειαστεί, τους τη λέει με τον τρόπο του.
Τι θα κάνει για τον Κωνσταντή;
Ο Νώντας βλέπει στον Κωνσταντή τη νεότητά του, τα πάθη του, την τρέλα του, τα παραστρατήματά του. Έχει δημιουργήσει μαζί του μια πατρική σχέση. Το αλκοόλ το φοβάται πάρα πολύ, δηλητηριάζει το αίμα. Θέλει λοιπόν να τον ξεκόψει από αυτήν τη συνήθεια και τα καταφέρνει. Ουσιαστικά, η Δρόσω τα καταφέρνει. Αυτή είναι το φάρμακο στο κενό και στην πληγή του Κωνσταντή. Ο Νώντας, από την πλευρά του, προσπαθεί να τον φροντίσει, να το νουθετήσει, να τον συμβουλέψει, γιατί δεν θέλει να τον βλέπει αδύναμο. Ο Κωνσταντής έχει ξεκινήσει και τη χαρτοπαιξία και ο Νώντας ξέρει ότι αυτό το πάθος οδηγεί στη χρεοκοπία, ακόμα και στην αυτοκτονία από τις τύψεις. Ο Κωνσταντής είναι επιρρεπής. Θέλει να αγαπήσει και να αγαπηθεί και πνίγει τον πόνο του στις εξαρτήσεις.
Με τα δυο αδέλφια να βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, ποια θα είναι η κατάληξη του μαγαζιού;
Ο Νώντας προσπαθεί να κρατήσει το μαγαζί ανοιχτό διατηρώντας ταυτόχρονα τις ισορροπίες με τον έξω κόσμο. Βλέπει ότι τα δυο αδέλφια αδικούνται από το σύστημα και περνούν από λογοκρισία. Η χούντα ήταν η αιτία που έφυγε ο ίδιος από τον αγαπημένο του Περαία το 1967. Δεν θα αντέξει ένα νέο λουκέτο στη Λάρισα. Ο Νώντας είναι δραστήριος άνθρωπος, η ζωή του όλη είναι η νύχτα, για χάρη της δεν έκανε οικογένεια. Δεν θα μείνει άπραγος, να βλέπει την καταστροφή του να πλησιάζει και στη Λάρισα. Μέσα από τη Δρόσω, τον Νικηφόρο, τον Κωνσταντή, την Ασημίνα και την Πηνελόπη έχει ξανανιώσει, αισθάνεται χρήσιμος. Θα φέρει λοιπόν τον ουρανό κάτω και τη γη πάνω, αλλά το μαγαζί θα παραμείνει ανοιχτό. Ξέρει ένα πράγμα: όταν στη χώρα επικρατεί σύγχυση και χάος, κουμάντο κάνει ο παράς. Διαχρονικά, το χρήμα είναι κινητήρια δύναμη στη νύχτα και, όταν πληρώνονται αυτοί που πρέπει, κάνουν τα στραβά μάτια. Ο Νώντας αυτοσαρκάζεται, σατιρίζει, έχει ένα ιδιαίτερο μαύρο χιούμορ, το οποίο θα μπορούσε να ήταν και σημερινό.
Τι του έχει λείψει περισσότερο;
Η Κούλα, αυτή είναι το πιο αγαπημένο του πρόσωπο. Ήταν μεγάλη μου χαρά και τιμή που έπαιζα με την εξαιρετική ηθοποιό Ναταλία Τσαλίκη. Αυτοί οι δυο χαρακτήρες είχαν ένα ιδιαίτερο δέσιμο, μια ιστορία, είχαν βιώσει δύσκολες καταστάσεις. Πραγματικά είμαι πολύ χαρούμενος που παίζω στις «Άγριες μέλισσες» και που έπαιξα στο «Κόκκινο ποτάμι», δύο σειρές εποχής που αναβίωσαν την καλή ελληνική μυθοπλασία. Μέσα από αυτήν τη σειρά έχω εισπράξει πολλή αγάπη. Με αναγνωρίζουν στο δρόμο και μου λένε πόσο τους αρέσει ο λόγος του Νώντα. Η αγάπη του κόσμου είναι η κινητήρια δύναμή μου για να ξεπερνάω τον εαυτό μου. Ήθελα να διώξω από πάνω μου τα χαρακτηριστικά του σφαγέα των Ποντίων, του Ονούρ Ασλάν –αν και αυτόν τον υποστήριξα ως ήρωα από την κορυφή ως τα νύχια για να βγάλω αυτό που ήθελε ο Μανούσος Μανουσάκης, το σαδισμό του Νεότουρκων. Η δουλειά του ηθοποιού σού δίνει τη χαρά να μεταμορφώνεσαι συνεχώς. Στο θέατρο φέτος παίζω στη Σκηνή Κάρλος Κουν στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, στην παράσταση «Μακμπέθ» του Ουίλιαμ Σέξπιρ. Είναι ένα έργο που έχει να κάνει με την εξουσία, με την αιώνια πάλη του κακού με το καλό. Έχουμε ζοριστεί όλοι πολύ με την πανδημία και αυτή η συνεύρεση με το ζωντανό κοινό φέρνει μόνο χαρά. Το θέατρο δίνει νόημα στην ψυχή του θεατή και αυτό το χρειαζόμαστε όλοι μας τα φετινά Χριστούγεννα!
Τι θέλετε για τον ήρωά σας;
Τι άλλο από το να παντρέψει τη Δρόσω και τον Κωνσταντή, να γίνει κουμπάρος τους! Αυτή θα ήταν η χαρά του. Αυτοί είναι η οικογένειά του. Ο Κωνσταντής είναι λεβέντης και η Δρόσω κούκλα. Τι πιο ωραίο από αυτό το όμορφο ζευγάρι; Η αγάπη τους είναι βαθιά! Το ηθικό κενό που έχει μέσα του ο Κωνσταντής για όσα τον έβαζε να κάνει ο Δούκας το γεμίζουν η καλοσύνη και η συγχώρεση που έδειξε στη Δρόσω από τη μεγάλη του αγάπη προς εκείνη.
Δύσκολα τα χρόνια της επταετίας. Διαβάσατε ξανά πράγματα γύρω από τη χούντα με αφορμή τη σειρά;
Ως μικρό παιδί δεν ένιωσα τι θα πει χούντα. Από τις αφηγήσεις των δικών μου ξέρω. Ήμουν στο Δημοτικό όταν χαμηλόφωνα μιλούσαν για βασανιστήρια. Αν ήσουν ενεργός αριστερός σε περίμενε η εξορία. Δεν υπήρχε ελευθερία λόγου. Σκληρή εποχή, οικογένειες χωρίστηκαν. Μακάρι να μη ζήσουμε ξανά τέτοιες ιστορίες.