Φέτος τα χέρια με τον Μάρκο Σεφερλή και πλέον τον βλέπουμε στο «Super mammy» ως παπα-Λάμπρο, τον πνευματικό που βρίσκεται πάντα στο πλευρό της Χαρίκλειας στο… δύσκολο αγώνα που κάνει να τα βγάλει πέρα με τα παιδιά και τις νύφες της.
Από τη Μαρία Ανδρέου
Ποιος ήταν ο λόγος που είπατε το «ναι» στο «Super mammy»;
Είπα το «ναι» γιατί το αντίδοτο στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, με την πανδημία, την οικονομική κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία, είναι το γέλιο! Αυτό που συμβαίνει με τον κορονοϊό από το 2020 και μετά είναι απορίας άξιον. Η φύση του ανθρώπου είναι η ελευθερία, γι’ αυτό και στην Ελλάδα βλέπουμε μεγάλη έκρηξη βίας και αδιανόητα εγκλήματα. Σε όλο αυτό το απαισιόδοξο κλίμα, το γέλιο είναι σωτήριο και βάλσαμο.
Με τον Μάρκο Σεφελή είχατε συνεργαστεί ξανά;
Με τον Μάρκο συμβαίνει το απίστευτο. Ενώ γνωριζόμαστε χρόνια και εκτιμά πολύ ο ένας τον άλλο, δεν είχε τύχει να συνεργαστούμε. Είπαμε, λοιπόν, πριν φύγουμε από το μάταιο τούτο κόσμο και αφού τα έφερε έτσι ο Θεός, να δουλέψουμε σε αυτή την οικογενειακή σειρά, το «Super mammy», που έχει μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό και Μάρκος τη διασκεύασε, προσαρμόζοντάς τη στα ελληνικά δεδομένα. Για μένα, ο Σεφερλής είναι ο Αριστοφάνης της εποχής μας, όπως είχε γράψει και ο κριτικός του θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος, και αυτό που κάνει τόσα χρόνια στο Δελφινάριο, μόνος του –και το τονίζω, μόνος του–, όπως έλεγε και ο αείμνηστος Θύμιος Καρακατσάνης, είναι μεγάλο κατόρθωμα. Ο Θύμιος μου έλεγε για τον Μάρκο: «Περικλή, ξέρεις τι είναι να γεμίζεις 2.000 καθίσματα στο Δελφινάριο; Μεγάλο πράγμα!». Ο Μάρκος τα καταφέρνει από τη μεγάλη αγάπη του κόσμου και, φυσικά, το δέντρο που καρποφορεί πετροβολούν!
Μπαίνετε στη σειρά αυτή την Κυριακή, του Θωμά, για να μας… ευλογήσετε τηλεοπτικά;
Με το ρόλο του ιερέα συμβαίνει κάτι περίεργο, γιατί τον έχω υποδυθεί πολλές φορές. Μικρός ήμουν παπαδάκι στην εκκλησία και φαίνεται πως αυτή η ιδιότητα με ακολουθεί. Μετά, καθώς μεγάλωνα, απομακρύνθηκα από το ιερό, αλλά όχι από την εκκλησία. Στο θέατρο έχω υποδυθεί τέσσερις φορές τον ιερέα και μάλλον, όπως φαίνεται, μου πάει ο ρόλος!
Ποιος είναι ο παπα-Λάμπρος;
Ο παπα-Λάμπρος είναι ο πνευματικός της Χαρίκλειας. Την ξέρει χρόνια, πηγαίνει στο σπίτι της για να κάνει ευχέλαιο και αγιασμό, αλλά κυρίως για να τη νουθετήσει, γιατί ξέρει ότι πολλές φορές –με τα παιδιά της ιδίως, από τη μεγάλη της αγάπη– ξεφεύγει. Επιπλέον, είναι και γενναιόδωρη και καλή μαγείρισσα, φτιάχνει ωραία φαγητά και γλυκά – ένας λόγος παραπάνω για να την επισκέπτεται συχνά ο παπα-Λάμπρος! Πέρα του ότι την αγαπά ως άνθρωπο, ξέρει ότι έχει καθαρή καρδιά. Προσπαθεί λοιπόν να τη φέρει στον ίδιο δρόμο γιατί αρκετές φορές είναι υπερβολική και θέλει δουλειά για να μπορέσει να κρατήσει τις ισορροπίες με τον πεθερό της, τα παιδιά και τις νύφες της. Αν δεν ήταν πνευματικός της, θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ο ψυχολόγος της, γιατί η Χαρίκλεια συνεχώς… μπατάρει! Βέβαια, το να μπατάρεις στο καλό δεν είναι πρόβλημα. Το να μπατάρεις στο κακό, όμως, φέρνει προβλήματα, και ο άνθρωπος έχει διάφορες διεξόδους και καταφεύγει σε λάθος πράγματα. Χρειάζεται αγάπη και σεβασμός προς το συνάνθρωπο. Με λίγα λόγια, ο παπα-Λάμπρος έρχεται στη μικρή μας οθόνη για να περάσει συμβουλές και μηνύματα που πρέπει να ακούσει όλη η οικογένεια. Αν τηρήσουμε τα λόγια που έχει πει ο Χριστός και βάλουμε και τη λογική μας σε πολλά πράγματα –γιατί ο Χριστός μάς έδωσε και μυαλό και ελεύθερη βούληση–, η ζωή μας θα γίνει πολύ πιο όμορφη.
Τι συμβουλές δίνει ο παπα-Λάμπρος στη Χαρίκλεια;
Εύστοχα ο παπα-Λάμπρος δεν μένει στην απαρίθμηση των θαυμάτων του Χριστού, αλλά αναφέρεται στα λόγια Του. Και θυμίζει στη Χαρίκλεια να χαίρεται με τις χαρές των άλλων. Είναι δύσκολο να χαίρεσαι όταν προοδεύει ο φίλος σου, ο συνεργάτης, όταν πάρει σπίτι, όταν παντρευτεί, όταν κάνει παιδιά, όταν πάρει το πτυχίο του. Δυστυχώς, οι αυτοαποκαλούμενοι «καλοί χριστιανοί» περισσότερο θα συντρέξουν στη δυστυχία και στη στεναχώρια του άλλου. Είναι πιο εύκολο να δείξουν έλεος, παρά να χαρούν με τη χαρά του, τη σχέση του, την επαγγελματική του επιτυχία. Η ζήλια είναι μεγάλος πειρασμός.
Από μικρός θέλατε να γίνετε ηθοποιός;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλαμάτα και ήξερα από τα 15 μου χρόνια, που έπαιζα σε διάφορα σκετς στο σχολείο, ότι θα γινόμουν ηθοποιός. Ό,τι και να μου έλεγαν οι γύρω μου, π.χ., ότι θα γυρνάω απένταρος, εγώ αυτό ήθελα να κάνω. Πέρασα στη δραματική σχολή και επί οκτώ χρόνια, από το 1983 έως το 1991, δούλευα στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμάτας. Το 1991 με είδε σε μια παράσταση στο Λυκαβηττό η Αλίκη Βουγιουκλάκη και μέχρι το 1996 ήμουν μαζί της σε όλα της τα έργα. Στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμάτας ανέβασα 24 θεατρικά και γνώρισα τι σημαίνει θεατρική πράξη. Έτσι, όταν γνώρισα την Αλίκη, ήμουν έτοιμος, κι εκείνη μου άνοιξε το δρόμο στην αναγνωρισιμότητα.
Τι ήταν για εσάς η Αλίκη;
Για μένα η Αλίκη, την οποία έζησα καλύτερα στην περιοδεία της «Μις Πέπσι», ήταν το παρεάκι μου. Καθόμασταν τα βράδια στο ξενοδοχείο και μιλούσαμε με τις ώρες, είχαμε γυρίσει με την παράσταση όλη την Ελλάδα. Με καλούσε συχνά σε όλα τα τραπέζια που έκανε στο σπίτι της, στη Στησιχόρου, αλλά δεν πήγαινα, προτιμούσα την κουβεντούλα την πιο απλή και φιλική μαζί της, στις θεατρικές μας περιοδείες στην επαρχία. Η Αλίκη ήταν γενναιόδωρος άνθρωπος και περνούσαν όλα από το χέρι της. Μου έλεγε «Στη δουλειά, φωνάζω στους τεχνικούς και αυτοί πιστεύουν ότι εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνουν. Εγώ δεν ξέρω, αλλά φωνάζω και αυτοί κάνουν το καλύτερο». Αυτήν τη συζήτηση τη θυμάμαι πολύ συχνά. Μου το έλεγε και γελούσε με την καρδιά της.
Με το καστ στο «Super mammy» τώρα πώς τα περνάτε;
Με την Τάνια Τρύπη έχω συνεργαστεί στην παράσταση «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές», με την Ελένη Τσαβαλιά είχαμε δουλέψει μαζί με τον Χάρρυ Κλυνν και τον Κώστα Βουτά στην επιθεώρηση, με τον Δημήτρη Σταρόβα και τον Σταύρο Νικολαΐδη έχω επίσης συνεργαστεί. Με τον Μάρκο δουλεύω για πρώτη φορά και έχω θαυμάσει την ευστροφία του. Ο Μάρκος είναι καλλιτέχνης, ξέρει πολύ καλά τη σάτιρα. Τίποτα δεν έγινε στην τύχη, είναι λαϊκό παιδί και εργατικό. Τα πάντα τα κεντάει στη λεπτομέρεια. Δέχεται άδικα βέλη και δεν το αξίζει αυτό. Κακόβουλοι γράφουν στοχευμένα για αυτόν. Στην τηλεόραση και στο θέατρο γράφονται και λέγονται απίστευτα πράγματα και περνούν στα ψιλά, όμως αυτά που λέει ο Μάρκος πάντα γίνονται κεφαλαία. Ο Θύμιος Καρακατσάνης τον είχε πολύ ψηλά και μου έλεγε: «Εγώ γιατί δεν γεμίζω το Δελφινάριο; Ο Μάρκος μπορεί. Τυχαίο;».
ΠΗΓΗ: 7ΜΕΡΕΣTV